«Φοβάμαι πως, οι Έλληνες, πάμε για μια πολύ μεγάλη ήττα»

Η σκηνοθετική ματιά του Τάσου Μπουλμέτη οδήγησε -την πρώτη φορά- πλήθος κόσμου στις κινηματογραφικές αίθουσες, χαρίζοντας έτσι στην «Πολίτικη κουζίνα» τον τίτλο της πιο εμπορικής ελληνικής ταινίας όλων των εποχών.

 


Article featured image
Article featured image

Η εισπρακτική και όχι μόνο επιτυχία τόσο αυτής όσο και του «Νοτιά», της νέας ταινίας του σκηνοθέτη, όπως διαφαίνεται μέχρι στιγμής, οφείλονται σ’ ένα μεγάλο βαθμό στο ότι ο κόσμος αντιλαμβάνεται την ποιότητα της εικόνας και του σεναρίου.

Η εξιστόρηση των γεγονότων δεν γίνεται με χαρακτήρα «βαρύ». Η οπτική απ’ την οποία ο ήρωας βιώνει την σημαντική αυτή ιστορική περίοδο βοηθά στο να μπορεί κάποιος ν’ αναπολήσει, ν’ αφουγκραστεί και εν τέλει, ν’ αναλογιστεί. Τι πήγε λάθος τότε; Τι πάει λάθος σήμερα. Η ιστορία τελικά, επαναλαμβάνεται;

O σκηνοθέτης του «Νοτιά» και της «Πολίτικης κουζίνας» μιλάει αποκλειστικά στη City Free Press και δίνει απαντήσεις στα ερωτήματά μας.


Σ’ ενδεχόμενη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης, θα τρέξουμε πάλι να ζητήσουμε την υλική ευμάρεια που είχαμε προ κρίσεως.


Δώδεκα χρόνια μετά την «Πολίτικη κουζίνα», έρχεται ο «Νοτιάς». Σας τρόμαξε η επιτυχία της πρώτης;

Βεβαίως με τρόμαξε, μου δημιούργησε ένα δέος ν’ αναμετρηθώ με το έργο μου και τον εαυτό μου κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που καθυστέρησα να ξεκινήσω την επόμενη δουλειά μου. Αυτό έχει ξεπεραστεί τώρα, είμαι πολύ ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα. Η ταινία έχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον και φαίνεται πως αρέσει στο κοινό.

 



Ποια η ιστορία της νέας σας ταινίας;

Είναι μια ιστορία που παρακολουθεί την ενηλικίωση ενός εφήβου στην Ελλάδα, τη δεκαετία του ’70, αμέσως μετά την μεταπολίτευση. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης αλλά συγχρόνως είναι και μια αλληγορία, για το πως αυτή η γενιά, αυτή η φουρνιά, διαχειρίστηκε την ενηλικίωση της και ως γενιά αλλά και ως κοινωνία. Έχει αδυναμία να διαχειριστεί την απώλεια. Και πραγματικά και συμβολικά.

Δηλαδή;

Έχουμε αδυναμία να διαχειριστούμε και να πενθήσουμε πράγματα τα οποία χάνουμε. Να ξεκινήσω από την Μικρασιατική καταστροφή και τον εμφύλιο πόλεμο; Οι χαμένοι και οι ηττημένοι δεν έχουνε πενθήσει για να πάμε πιο μπροστά, δεν έχουμε εκπαιδευτεί σ’ αυτήν την διεργασία πένθους, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος και τις ήττες.

 



 

«Νοτιάς». Έχει κάποια ξεχωριστή σημασία ο τίτλος της ταινίας;

Βεβαίως. Ο Νοτιάς είναι και καιρός αλλά και προορισμός. Ο μόνος που κινητοποιεί συναισθήματα και κυρίως τραύματα. Παρεμπιπτόντως, τώρα που μιλάμε έχει έξω έναν απίστευτο νοτιά! Στην ταινία, όλοι οι ήρωες μου έχουν ένα τραύμα, είτε από κάποιο γεγονός του παρελθόντος, είτε από κάποια ανεκπλήρωτη επιθυμία... Ο ήρωας μου, όταν φυσάει νοτιάς, εκδηλώνει μια κατάσταση η οποία του δημιουργεί μικρές απώλειες και μικρές ήττες. Όλη η ταινία είναι μια εκπαίδευση σ’ αυτή την διαδικασία.


Οι νέοι που παρακολουθούν την ταινία, αυτοί που έχουν την ηλικία που έχει ο ήρωας κατά την εποχή που περιγράφω (μεταπολίτευση), θεωρούν την ταινία επίκαιρη.


Ο ήρωας έχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία;

Ναι, η δεκαετία του ’70 και η μεταπολίτευση είναι η εποχή στην οποία εγώ ενηλικιώθηκα. Ήμουν έφηβος τότε. Καταθέτω καταστάσεις από την δικιά μου εμπειρία εκείνη την εποχή. Ξέρετε, κάνω ταινίες που είναι βιωματικές και αυτό λειτουργεί λυτρωτικά και για μένα. Όταν τα μοιράζομαι και αρέσει στο κοινό, τότε, τι καλύτερο; Μιλάω για τα δικά μου βιώματα, όπως οφείλει να κάνει ο κάθε καλλιτέχνης. Δεν μιλάω για τον Τάσο, δεν είναι αυτοβιογραφική ταινία, αλλά ο ήρωας έχει στοιχεία του «Τάσου».

 



Τι θα θέλατε να έχει εισπράξει ο θεατής, ιδανικά, φεύγοντας από την κινηματογραφική αίθουσα;

Θα ήθελα να έχει ένα συναίσθημα χαρμολύπης, που να τον οδηγήσει σ’ έναν αναστοχασμό και κατ’ επέκταση σε αυτογνωσία.

Τόσο ο «Νοτιάς», όσο και η «Πολίτικη κουζίνα» διαδραματίζονται σε ταραγμένες εποχές για την Ελλάδα. Ποιες οι ομοιότητες με την Ελλάδα του σήμερα;

Αυτό που βρήκα πάρα πολύ ενδιαφέρον, είναι πως οι νέοι που παρακολουθούν την ταινία, αυτοί που έχουν την ηλικία που έχει ο ήρωας κατά την εποχή που περιγράφω, θεωρούν την ταινία επίκαιρη. Στην Ελλάδα, βιώνουμε το τέλος της μεταπολίτευσης. Μιας εποχής η οποία ξεκίνησε τότε. Τότε ξεκίνησαν όλα για την Ελλάδα. Το ’75, το πολιτικό σύστημα, απελευθερωμένο και αποενοχοποιημένο, έδωσε υποσχέσεις ευμάρειας, για μια καλύτερη ζωή. Η ευμάρεια ήρθε, η καλύτερη ποιότητα ζωής ήρθε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και μ’ όπου κι αν καταλήξαμε. Ήρθε μ’ έναν τρόπο ο οποίος μας οδήγησε σ’ αυτή την τραγική κατάσταση. Αυτή την υπόσχεση, ανέλαβε τότε να την εκτελέσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια επίπλαστη και μια πλασματική ευμάρεια, η οποία μας οδήγησε εδώ που μας οδήγησε. Οι υποσχέσεις αυτές ήταν φρούδες και δυστυχώς, συνεχίζουν να υφίστανται.

 



Βλέπετε την ιστορία να επαναλαμβάνεται;

Εκατό τοις εκατό. Οι Έλληνες δεν διδασκόμαστε από τα λάθη μας.


Είμαστε εντελώς αυτοκαταστροφικοί σ’ αυτήν την χώρα. Είμαι αισιόδοξος μόνο με την μεταφυσική έννοια.


Ποιες πλασματικές υποσχέσεις εισπράττει σήμερα ο ελληνικός λαός;

Όλοι οι διαχειριστές της εξουσίας από το 2009 και μετά, υποσχέθηκαν ότι θα καταργήσουν τα μνημόνια, ότι θα ξαναβγούμε στις αγορές, ότι η οικονομία θα ξαναγίνει όπως ήτανε παλιά. Καμία υπόσχεση δεν έχει εκπληρωθεί. Υπάρχει στην Ελλάδα η νοσταλγία της παλιάς εποχής όσον αφορά το υλικό κομμάτι. Έχω την αίσθηση πως σ’ ενδεχόμενη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης, θα τρέξουμε πάλι να ζητήσουμε την υλική ευμάρεια που είχαμε προ κρίσεως. Δεν έχουμε διδαχθεί, να πούμε «ωπ, εδώ έχει κάτι συμβεί», να αναθεωρήσουμε τις αξίες και να μεταθέσουμε σ’ ένα άλλο επίπεδο την βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας. Συνεχίζουμε να είμαστε προσηλωμένοι σ’ αυτήν χωρίς ν’ αντιληφθούμε ότι μπορούμε να περάσουμε εξίσου καλά, να πούμε πως και κάποια πράγματα, δεν ήταν απαραίτητα.

 



Άρα μιλάμε για έναν φαύλο κύκλο;

Το διαισθάνομαι. Φοβάμαι πως πάμε για μια πολύ μεγάλη ήττα που δεν ξέρω να την προσδιορίσω. Γιατί δεν μαθαίνουμε. Είναι διαχρονικό το πρόβλημα.


Ταινίες γίνονται, με τα χίλια ζόρια αλλά γίνονται. Το πρόβλημα το’ χει το σενάριο, οι ιστορίες, η αφήγηση.




Βλέπετε να υπάρχει έξοδος απ’ αυτόν;

Είμαι αισιόδοξος, όχι επειδή θα έχω σκεφτεί λύση, αλλά γιατί αν δεν είμαι αισιόδοξος θα έπρεπε να αυτοκτονήσω. Ελπίζω πως κάτι θα γίνει και θα πάνε τα πράγματα καλά. Αν δεν υπάρχει ευθύνη, κοινωνική συνείδηση, συνεννόηση, πολύ φοβάμαι ότι θα επαναληφθεί ο εθνικός διχασμός, ένας διαφορετικός εμφύλιος. Είμαστε εντελώς αυτοκαταστροφικοί σ’ αυτή την χώρα. Είμαι αισιόδοξος μόνο με την έννοια τη μεταφυσική. Ελπίζω και εύχομαι τελευταία στιγμή ν’ αλλάξει κάτι, η ηθική μας στάση απέναντι στην πραγματικότητα.

Τον δικό σας τομέα, πως τον επηρέασε αυτή η παγίωση της κρίσης;

Εκτιμώ πως η κρίση είναι ευκαιρία, σε πάρα πολλούς τομείς. Προκειμένου να κλείνεσαι, καλύτερα να την αξιοποιήσεις. Για τους δημιουργούς γενικότερα, η κρίση είναι μια κατάσταση η οποία τους πιέζει και τους ωθεί να παράξουν καλλιτεχνικό έργο, είτε μιλώντας άμεσα είτε έμμεσα γι’ αυτήν, με τον τρόπο που ο καθένας διοχετεύει τις ανησυχίες του. Στον κινηματογράφο, νομίζω πως η κρίση έχει λειτουργήσει θετικότατα. Η κινηματογραφική κοινότητα έχει στραμμένο το ενδιαφέρον της προς την Ελλάδα, είναι πολύ μεγάλη ευκαιρία για εμάς ν’ αναδείξουμε το έργο μας.

 



Πόση «απόσταση» να καλύψει ο ελληνικός κινηματογράφος σε σχέση με τον ξένο;

Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει βελτιωθεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια. Γίνονται ταινίες, τόσο εμπορικές όσο και πρωτοποριακές που τυγχάνουν της προσοχής από το διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα. Νομίζω πως η απόσταση που πρέπει να καλύψει ο ελληνικός κινηματογράφος βρίσκεται στο σενάριο και όχι στον τομέα της παραγωγής. Ταινίες γίνονται, με τα χίλια ζόρια αλλά γίνονται, το πρόβλημα το’ χει το σενάριο, οι ιστορίες, η αφήγηση.

 


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ