Πόσο «κινδυνεύουμε» από τους Τουρκοκύπριους λογοτέχνες;

«Έχω καθήκον να προστατέψω τον άνθρωπο που λέει, ό,τι κι αν λέει, να το λέει. Με τούτο τον απαλλάσσω από το φόβο αυτού του “εγκλήματος” και της “τιμωρίας” του».

 


Article featured image
Article featured image

Με αφορμή μια επιστολή που στάληκε προ λίγων ημερών σε Διευθύντρια Λυκείου στη Λεμεσό, μέσω της οποίας μητέρα μαθήτριας ζητά όπως η κόρη της απέχει από το μάθημα των Νέων Ελληνικών όταν θα διδάσκονται κείμενα Τουρκοκύπριων λογοτεχνών, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην Κύπρο αποτέλεσαν και πάλι το βήμα για όλους όσοι ήθελαν να ταχθούν υπέρ ή εναντίον της συγκεκριμένης κοπέλας, αλλά και γενικότερα για κόσμο που διαχρονικά έχει την ανάγκη να εκτονωθεί με κόσμιο ή ανάρμοστο τρόπο.

«Δεν φτάνει που στα σχολεία μας πλέον δεν διδάσκονται τους αγώνες των προγόνων μας δεν φτάνει που οι νέοι δεν μπορούν καλά-καλά να γράψουν ελληνικά με τα greeklish, τώρα θα ξεχάσουμε και τους ποιητές μας» ήταν ένα από τα σχόλια της μητέρας στην επιστολή κι εμείς σκεφτήκαμε να μιλήσουμε με έναν πανεπιστημιακό ζητώντας του να μας απαντήσει στο ερώτημα «Πόσο “κινδυνεύουμε” από τους Τ/κ ποιητές;».

Ο Σωτήρης Θεοχαρίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας και Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Frederick, απαντά στο ερώτημά μας:


Έχω καθήκον να προστατέψω τον άνθρωπο που λέει, ό,τι κι αν λέει, να το λέει. Με τούτο τον απαλλάσσω από το φόβο αυτού του “εγκλήματος” και της “τιμωρίας” του.


Από την ποίηση, τη λογοτεχνία, τη τέχνη και όχι μόνο κινδυνεύουμε, γιατί «το δυνατόν» με το πάθος του, ίσως μας λυτρώνει με ελευθερία. Κατανοώ το ερώτημα σας και οφείλω να πω: ο πολιτισμένος είναι αυτός που ανοίγεται πρώτος προς τον άλλο, το διαφορετικό, την άλλη γνώμη, την ξένη προς αυτόν άποψη. Έχω καθήκον να προστατέψω τον άνθρωπο που λέει, ό,τι κι αν λέει, να το λέει. Με τούτο τον απαλλάσσω από το φόβο αυτού του «εγκλήματος» και της «τιμωρίας» του. Σήμερα, μήπως δεν είναι έτσι; Το ζήτημα είναι εάν έχουμε κατορθώσει ως κοινωνίες να δημιουργήσουμε το «εκείνο», το «συλλογικό», το «ηθικό», τον «Λόγο», δηλαδή ως μέτρο που να σταματά την πράξη του νοσηρού, του απάνθρωπου. Αισθάνομαι πως βρισκόμαστε σε μια κατάσταση «πένθους» για την πραγματικότητα μας και που όλο μας διαφεύγει, το πένθος. Δεν πενθούμε. Θα μπορούσα να μιλήσω για το «πολιτικό πένθος». Αν αναφερθώ σ’ αυτό δεν μπορώ να αποφύγω το εκπαιδευτικό-το παιδαγωγικό, το οικονομικό, το κοινωνικό, το πολιτιστικό πένθος. Πολλά τα πένθη. Το ερωτικό πένθος, άλλο και τούτο. Μας συγκλονίζει. Όλα τα πένθη ομολογούν το δράμα του ανθρώπου. Οδηγούν στο στοιχειό: το πένθος από την έλλειψη παρόντος. Εγκλωβισμός σ’ ένα παρελθόν ή σ’ ένα μέλλον. Καρφωμένοι στις σημαίες τους. Σημαίες απολιθώματα, που αναιρούν τη ζωή, τώρα. Δεν κινδυνεύουμε από την ποίηση και την λογοτεχνία… Κινδυνεύουμε από την αναλγησία. Η γενικευμένη αναλγησία είναι ο εφιάλτης μας. Έξαλλου, δεν έχουμε καμιά ανάμνηση από την παιδεία μας, έστω και μυθολογική. Δεν θυμάμαι. Μόνο κάποιες στιγμές, κάποιους δασκάλους που είχαν πάθος ερωτικό και δεν λογάριαζαν. Αυτό είναι που μυρίζει θάνατο, η παιδεία μας. Λείπει ο τρόπος.

Η παιδεία μας σε απελευθερώνει από την καθημερινότητα, τη μοίρα, την συμπτωματικότητα, τη ζωή και το θάνατο, από την αξία ως συμβίωμα, συναισθαντικότητα, συμπάθεια, συμπόνια. Σε μαθαίνει καλά στην ηδονή της αλήθειας ως λογική της επάρκειας.

Εμείς οι άνθρωποι χάνουμε τα στοιχειώδη μας ένστικτα για κοινωνική αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια, αλληλοκατανόηση και αλληλοσεβασμό, κλεισμένοι και εγκλωβισμένοι στο στενό οχυρό της ιδιωτικής «ζωής». Υποκατάστατο της κοινωνικής σχέσης είναι η τηλεόραση, με τις χειραγωγικές τεχνολογίες και τις χυδαίες αυταπάτες. Στην πράξη εμείς οι άνθρωποι έχουμε αποσυρθεί από την πραγματική δημόσια ζωή, ζώντας αποξενωμένοι στον ιδιωτικό μας μικρόκοσμο, στην απομονωμένη αυλή της ιδιωτικότητάς μας γευόμενοι την αλλοτριωμένη μας ουσία. Τούτο ομολογεί τη χαμένη δημοσιότητα, την κατάρρευση της δημοσιότητας ως βασικό θεμέλιο της νεοτερικότητας. Η οικονομική και μαζική πολιτισμική και ψυχολογική αποσύνθεση της κοινωνίας οδηγεί στην δημιουργία κοινωνικών κόσμων που δεν θα συναντηθούν ποτέ, μέσα στους οποίους διαβιούμε ως διαφορετικά βιολογικά όντα, και όχι ως κοινωνικά.


Δεν έχουμε καμιά ανάμνηση από την παιδεία μας, έστω και μυθολογική. Δεν θυμάμαι. Μόνο κάποιες στιγμές, κάποιους δασκάλους που είχαν πάθος ερωτικό και δεν λογάριαζαν. Αυτό είναι που μυρίζει θάνατο, η παιδεία μας. Λείπει ο τρόπος.


Η ποιητική της παιδείας μας ως μπορντέλο άνεσης της εποχής μας εκθειάζει την ιδεολογία της μετανεοτερικότητας και της φιλελεύθερης ευρυθμίας της, διαδηλώνοντας συγκροτημένα και μανιωδώς αξιόπιστα το ιδεώδες του καπιταλισμού: «τα πάντα μπορείς να πουλήσεις, τα πάντα μπορείς να αγοράσεις», προφανώς όλα κατασκευάζονται. Τούτη είναι η νέα λατρεία της ανόθευτης μετανεοτερικής θεολογίας με στρατιές παγιδευμένων στην εικονοπλασία της.

 

Φωτογραφία: Θεοδώρα Ιακώβου / Ριζοκάρπασο 2016


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ