Μίλα μου
«Είναι τόσο ρευστό το μέλλον που δεν μπορείς να ονειρευτείς»
Ποτέ δεν πίστευα πως η Γιώτα Νέγκα είναι απ’ τις ερμηνεύτριες που έχουν ανάγκη τα περιττά φρου φρου και τις καλλιτεχνίζουσες μανούβρες. Τα σύγχρονα αυτά τερτίπια κάποιων ερμηνευτών που προσπαθούν να «διανθίσουν» το έργο τους. Η Νέγκα έχει μία εξαιρετική φωνή και ένα πάθος μεταδοτικό, το οποίο σε συνεπαίρνει σε κάθε στίχο, σε κάθε νότα. Δεν έχει ανάγκη απ’ τα εξτρά.
Τη συνάντησα πριν από λίγες μέρες σε ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης, λίγο πριν βγει στην σκηνή για να ερμηνεύσει το «Με τα μάτια κλειστά», «Το δίκιο μου», την «Αγάπη στις επαναλήψεις». Κι εκεί αντιλήφθηκα πως οι σπουδαίοι ερμηνευτές, εκτός από εξαιρετικές φωνές και πάθος μεταδοτικό, κουβαλούν ένα άκρως γλυκό και ποιητικό χαρακτήρα.
Του Αχιλλέα Ευαγγέλου
Μικρή είχατε καθόλου μουσικά ερεθίσματα απ’ την οικογένειά σας;
Ναι, είχα. Το σπίτι μου ήταν γεμάτο τραγούδια. Ο μπαμπάς μου τραγουδούσε, έψελνε, η μαμά επίσης τραγουδούσε, δημοτικά. Έπαιζαν μπουζούκια. Γλέντια πολλά. Το γλέντι, το τραγούδι κι η μουσική ήταν κάτι σαν το παιχνίδι μου, σαν το καθημερινό μου φαγητό, σαν το σχολείο μου, δηλαδή… δεδομένα πράγματα.
Πότε τραγουδήσατε επαγγελματικά για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό;
Κοίτα να δεις πως άρχισε. Είχαμε πάει για διασκέδαση ένα βράδυ σ’ ένα χώρο με τους γονείς μου. Τραγουδούσε εκεί ο φίλος ενός ξαδέλφου μου κι έπαιζε μπουζούκι ο Μανώλης Καραντίνης. Εκείνη την νύχτα ήθελα απλά ν’ ανέβω στην σκηνή και να τραγουδήσω. Έτσι κι έγινε. Χωρίς να το περιμένω, την επομένη εβδομάδα ήρθαν και με ζήτησαν απ’ τον πατέρα μου. Ήμουν ακόμα στην δευτέρα λυκείου όταν ξεκίνησα να τραγουδώ τα σαββατοκύριακα. Έτσι ξεκίνησα σιγά σιγά. Δηλαδή, όταν με ρωτούσαν τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, δεν έλεγα ποτέ τραγουδίστρια. Ένιωθα τραγουδίστρια. Ήξερα πως θα τραγουδώ. Δεν το έβλεπα σαν το επάγγελμα που θα έκανα μεγαλώνοντας. Ήταν απλά κάτι που έμελλε να γίνει. Σαν να με διάλεξε αυτό. Ήταν η ζωή μου.
Η μαγεία του τραγουδιού είναι που εξελίσσεται και δεν μένει σταθερό
Γιατί σας πήρε τόσα χρόνια για να κάνετε την πρώτη σας δισκογραφική δουλειά;
Οι συγκυρίες! Δεν ήμουν πάρα πολύ μέσα στο κέντρο των πραγμάτων, οπότε δεν είχα πάρα πολλές γνωριμίες. Και τα χρόνια περνούσαν. Δεν ήξερα και πώς να κινηθώ. Ήθελα να με... βρει κιόλας. Είναι πολύ γοητευτικό να σε βρίσκουν τα πράγματα. Ξέρεις, ξεκίνησα να τραγουδώ κάτω από κακές συνθήκες. Είχα πρόβλημα στις χορδές μου και η δασκάλα μου η κυρία Διαμαντοπούλου, η καλύτερη δασκάλα φωνητικής που υπάρχει, με είχε βοηθήσει απίστευτα. Έπειτα, μπήκα στο Εθνικό Ωδείο κι από εκεί μου ζήτησαν οντισιόν ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος και η Ευανθία Ρεμπούτσικα. Κι έτσι γεννήθηκε το πρώτο τραγούδι, «Με τα μάτια κλειστά».
Ποιά είναι η διαφορά να ερμηνεύει κάποιος δικά του τραγούδια;
Είναι μεγάλο κεφάλαιο αυτό. Όταν ερμηνεύεις τραγούδια άλλων, ξεκινάς μ’ ένα πυρήνα του προηγούμενου ερμηνευτή και προσθέτεις και φτιάχνεις πάνω στο κορμό του. Ένα κορμό ο οποίος προϋπάρχει κι έτσι στολίζεις το δικό σου δέντρο. Όταν το τραγούδι έρχεται χωρίς γονιό, ορφανό κι έτοιμο να το πάρεις αγκαλιά, εκεί τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Δεν σκέφτεσαι πως θα το κρατήσεις αλλά πως θα το ζεστάνεις. Αυτό είναι ανεξάντλητο. Γιατί ξεκινάς από ένα μικρό πυρήνα κι αρχίζεις να το μουρμουρίζεις, να το ψελλίζεις, να πάρει την πρώτη του μορφή κι όσο περνά ο καιρός, αυτό ωριμάζει μέσα σου και αλλάζει.
Για παράδειγμα;
Τα τραγούδια που είπα στο στούντιο του Θέμη Καραμουρατίδη και του Οδυσσέα Ιωάννου. Όπως τα είπα τότε που τα πρωτογνώρισα και τα πρωτοτραγούδησα. Τώρα, τρία-τέσσερα χρόνια μετά, μέσα μου κατασταλάζουν διαφορετικά. Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι «Έτσι θα έπρεπε να το είχα πει». Αυτό όμως είναι η μαγεία του τραγουδιού. Το ότι εξελίσσεται και δεν μένει σταθερό. Είναι μαγικό να σου εμπιστεύεται κάποιος τον κόσμο του κι εσύ να του δίνεις ανάσα. Ο Οδυσσέας μου εμπιστεύτηκε τις σκέψεις του κι όπως μου εξομολογήθηκε έγραψε τους μισούς στίχους σκεπτόμενος εκείνον και τους άλλους μισούς σκεπτόμενος εμένα. Αυτό είναι πάρα πολύ τιμητικό. Κι ο Θέμης, έρχεται και ντύνει αυτές τις σκέψεις, με τον ωραιότερο και πιο μοναδικό τρόπο.
Με τον Θέμη Καραμουρατίδη [φωτογραφίες: toperiodiko.gr]
Απ’ τις συνεργασίες σας ξεχωρίζετε κάποιες;
Απ’ όλες τις συνεργασίες μου κρατάω τα θετικά. Δεν θυμάμαι τίποτα αρνητικό. Δεν έχω ζήσει άσχημα πράγματα. Βέβαια, στο ταξίδι αυτό, όπως και στην ζωή, με κάποιους ταιριάζεις να γίνεις κολλητός φίλος και με κάποιους άλλους, αγαπημένος συνεργάτης. Εγώ μέσα από την δουλειά έχω κερδίσει δύο φίλους καρδιάς. Τον Μίλτο Πασχαλίδη και την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Η Ελένη είναι για μένα σαν αδελφή, την νιώθω πολύ κοντά μου. Είναι και οι δύο άνθρωποι τέτοιοι που με αφήνουν άφοβα να ακουμπάω την ψυχή μου και την καρδιά μου. Τους νιώθω πολύ δικούς μου.
Είναι τόσο ‘κοντό’ το μέλλον που δεν μπορείς να ονειρευτείς. Είναι τόσο ρευστά τα πράγματα, που είναι τραγικό
Υπάρχει κάποιο κομμάτι σας που ξεχωρίζετε;
Δεν μπορώ να πω ένα γιατί είναι διαφορετικά τα συναισθήματα. Αγαπημένο μου τραγούδι από τον δίσκο «Καινούριο φιλί», είναι αυτό που έγραψε ο Θέμης τα λόγια, το «Στα ψέματα». Αγάπησα πολύ και το τραγούδι «Το δίκιο μου». Βρήκα τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό και βρήκα κι άλλους εαυτούς. Αλλά αν θες να σου πω την βαθιά μου αλήθεια, το πιο αγαπημένο μου τραγούδι -επειδή έχει μνήμες για μένα- είναι το «Τα τραγούδια που λες».
Το συγκεκριμένο τραγούδι έχει εκπληκτικό στίχο. Ειδικά ο τελευταίος: «Και για όλους αυτούς που δεν γίνανε άλλοι, με σπασμένους μισθούς δυο ζωές έχουν βγάλει».
Να σου πω μια μικρή ιστορία; Το «Τα τραγούδια που λες» ήταν το πρώτο κομμάτι που γράψαμε στο στούντιο. Έξω από την φύση μου είμαι αυτό που λένε ‘ζεϊμπεκού’. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα ζεϊμπέκικα. Τα θεωρώ μοναδικό τρόπο έκφρασης, πολύ ελληνικό. Αυτό το τραγούδι μου ανακαλεί πάρα πολλές μνήμες και κυρίως οικογενειακές. Μου θυμίζει τον πατέρα μου. Ξέρεις, επί το πλείστο, η προηγούμενη γενιά αδυνατούσε να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Έτσι κι αυτός. Ο τελευταίος στίχος πήγαινε σε αυτόν. Στο στούντιο το είπα δυο φορές, δεν το είπα παραπάνω, την δεύτερη φορά ξέσπασα στα κλάματα. Χωρίς να ξέρω τον λόγο. Άκουσα τον Οδυσσέα και τον Θέμη από μέσα στο στούντιο να λένε «Αυτό είναι. Δεν τον ξαναγράφουμε». Και ο Γιάννης Παξεβάνης, ο ηχολήπτης, είπε «Την ανάσα του κλάματος δεν ξέρω αν θα μπορώ να την κόψω» και του είπα «Δεν με απασχολεί». Και πράγματι, δεν κόπηκε. Αν ακούσεις προσεκτικά την ώρα που κλείνει το κομμάτι, έχει μια ανάσα. Αυτό το τραγούδι δεν μπορεί να ξεκολλήσει από μέσα μου.
Μα κι ο τρόπος που το ερμηνεύσατε…
Ίσως. Το πίστεψα πολύ. Είναι μεγάλη αλήθεια αυτή που έγραψε ο Οδυσσέας και δεν μπορούσε να μην είναι ζεϊμπέκικο. Και ο Θέμης του έδωσε τον απόλυτο ελληνικό ρυθμό.
«Εγώ μετράω τα ρέστα μου, να βγάλω και άλλο μήνα. Ανοίγω και δεν βλέπω ουρανό».
Είναι αυτό που ζούμε. Που δεν μας επιτρέπουν να έχουμε όνειρα πια. Ειδικά στους νέους. Είναι τόσο ‘κοντό’ το μέλλον που δεν μπορείς να ονειρευτείς, να σκεφτείς ή να σχεδιάσεις πια. Είναι τόσο ρευστά τα πράγματα, που είναι τραγικό. Αποτυπώνει την ψαλίδα που ανοίγει: πολύ φτωχοί - πολύ πλούσιοι. Όλη την κοινωνική μας κατάσταση αποτυπώνει αυτό το αφήγημα και είναι πράγματα που όλοι θέλουμε να φωνάξουμε, όλοι τα ζούμε.
Τι είναι για σας το τραγούδι;
Ανάσα.