Τα γενετικά δεδομένα θα χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικό υλικό από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του κράτους στα Δικαστήρια.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Πτηνολογικού Συνδέσμου Κύπρου, περίπου δύο εκατομμύρια πουλιά παγιδεύονται και σκοτώνονται παράνομα κάθε χρόνο με ξόβεργες και δίκτυα, ενώ η Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας εκτιμά ότι η παράνομη αγορά παγιδευμένων πτηνών αποφέρει κέρδη 15 εκατομμυρίων ευρώ το χρόνο.
Τεστ DNA για εξακρίβωση ακόμα και μαγειρεμένων αμπελοπουλιών
Ένα νέο εργαλείο «όπλο» για την καταπολέμηση της παράνομης θήρευσης αμπελοπουλιών έχει στη διάθεσή του το Εργαστήριο Οικολογίας και Βιοποικιλότητας (Ecology and Biodiversity) του Τμήματος Βιολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Το Εργαστήριο συμμετείχε ως εταίρος στο τριετές πρόγραμμα με τίτλο “DNA barcoding and food forensics: genetic ID of the bird species resident in Cyprus and placement of geolocators on endemics for purpose of conservation”, το οποίο χρηματοδότησε το Ίδρυμα «Α. Γ. Λεβέντη», με κύριο σκοπό την ταυτοποίηση των ειδών πτηνών που αναπαράγονται στην Κύπρο ή/και έχουν ενδιαφέρον όσον αφορά τη θήρα και την παράνομη σύλληψη. Οι άλλοι εταίροι ήταν ο Πτηνολογικός Σύνδεσμος Κύπρου (συντονιστής), η Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας του Υπουργείου Εσωτερικών και το Πανεπιστήμιο της Πίζας (Ιταλία). Το πρόγραμμα ξεκίνησε την άνοιξη του 2012 και ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 2015, και τα αποτελέσματα έχουν σταλεί για δημοσίευση στον επιστημονικό τύπο.
Η ερευνητική ομάδα στο Εργαστήριο Οικολογίας και Βιοποικιλότητας, με επικεφαλής τον Δρα Σπύρο Σφενδουράκη, Αναπληρωτή Καθηγητή Οικολογίας και Βιοποικιλότητας, κατάφεραν να δημιουργήσουν γενετική βάση δεδομένων για 81 διαφορετικά είδη πτηνών, στα οποία περιλαμβάνονται και όλα όσα θεωρούνται «αμπελοπούλια». Η γενετική βάση δεδομένων μπορεί να χρησιμεύσει για την αναγνώριση κάθε είδους πτηνού, συμπεριλαμβανομένου των αμπελοπουλιών, ακόμα και από τμήματα επεξεργασμένου ιστού (π.χ., μαγειρεμένα, σε ξύδι κτλ). Η λογική της γενετικής ταυτοποίησης θυμίζει τη διαδικασία ταυτοποίησης προϊόντων βάσει γραμμωτού κώδικα (barcode), γι’ αυτό και είναι γνωστή ως DNA barcoding. Βασίζεται στο «διάβασμα» της αλληλουχίας των βάσεων σε ένα σχετικά μικρό τμήμα του DNA που βρίσκεται στα μιτοχόνδρια των κυττάρων των οργανισμών και την αναγνώριση μοναδικών για κάθε είδος συνδυασμών βάσεων στην αλληλουχία αυτή. Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου προγράμματος, στο Εργαστήριο Οικολογίας και Βιοποικιλότητας προσδιορίστηκε η αλληλουχία ενός τμήματος του γονιδίου της υπομονάδας Ι της κυτοχρωμικής C οξειδάσης (COI) με μήκος 648 ζεύγη βάσεων, από 103 άτομα προερχόμενα από 81 είδη πτηνών. Τα δείγματα (αίμα, φτερά ή μυϊκός ιστός) προμήθευσαν ερευνητές και μέλη του Πτηνολογικού Συνδέσμου και λειτουργοί της Υπηρεσίας Θήρας και Πανίδας, και προέρχονταν από νεκρά πτηνά στη φύση, από πτηνά που συλλαμβάνονταν στο πλαίσιο προγραμμάτων δακτυλίωσης ή ακόμα κι από κατασχέσεις παράνομα συλληφθέντων πτηνών.