Είναι ο Κύπριος ξενοφοβικός

Το είχα ακούσει να γίνεται, το είχα δει και στην τηλεόραση, αλλά, μπροστά μου ποτέ. Δεν έτυχε…

 


Article featured image
Article featured image

Την απεχθάνομαι τη βία, ειδικά όταν τα θύματα είναι άνθρωποι αδύνατοι, που δεν αντιδρούν γιατί φοβούνται, γιατί είναι έξω από τα νερά τους, είναι μόνοι. Εγώ, πάλι, γιατί δεν αντέδρασα, τι δικαιολογία είχα;

Πέρασαν ήδη αρκετές ώρες και ακόμα νοιώθω το μέσα μου να βράζει.

Σταματημένος στην κίνηση, στην Πλατεία Σολωμού, είχα κατέβει τροχάδην στη Λήδρας να πάρω κάτι ψώνια και αμέσως στο αυτοκίνητο να πάω σπίτι.

Περίμενα και άλλαζα σταθμούς στο ραδιόφωνο, άκουσα φωνές, άγριες φωνές. Κατεβάζω τα παράθυρα. Μπροστά από ένα πρακτορείο στοιχημάτων λίγο πιο κάτω, είχε σταθμεύσει το μηχανάκι του ένας «ξένος», μπορεί από το Πακιστάν ή την Σρι Λάνκα, αλλά δεν φαινόταν να απασχολούσε και πολύ το όργανο της τάξης. Φτάνει που δεν ήταν Κύπριος, αυτό ήταν αρκετό για να ξετυλιχθεί μπροστά μου ολόκληρο το μεγαλείο του πολιτισμού και της ανθρωπιάς μας.

Ο αλλοδαπός είχε σταθμεύσει σε διπλή κίτρινη γραμμή το μηχανάκι του. Όχι τη λιμουζίνα του, αλλά το μηχανάκι του, ήταν δεν ήταν 50cc.

Αν ήταν παράνομος εξίσου με τους άλλους δύο; Σαφώς και ήταν και ο τροχονόμος όφειλε να κάνει τη δουλειά του.

Ποια είναι όμως τελικά η δουλειά του;

Όταν πλησίασε ο ευσυνείδητος τροχονόμος το μηχανάκι για να δει τι γίνεται, ο αλλοδαπός πετάχτηκε έξω από το πρακτορείο, προφανώς για να το μετακινήσει. Μόλις ο τροχονόμος είδε τον ιδιοκτήτη, αμέσως το καθήκον χτύπησε κόκκινο.

Φωνές, χειρονομίες, βρισιές γιατί να παρκάρει εκεί που πάρκαρε, έστω και για 5 λεπτά, έστω κι αν ήταν μηχανάκι, έστω κι αν ο άνθρωπος βγήκε αμέσως για να το μετακινήσει.

Να προσπαθεί ο αλλοδαπός να πάρει το κράνος του για να φύγει και το καθήκον να μην μπορεί να υποχωρήσει ούτε βήμα -το γράμμα του νόμου πάνω απ’ όλα. Δεν πέρασαν δύο λεπτά και μέσα από το πρακτορείο βγαίνουν άλλοι δύο μαινόμενοι…εναντίον του αλλοδαπού που αντιδρούσε.

«Καλό, άμαν έρκεστε δαμέσα αρέσκουν σας οι κυπριακές οι λιρούες, άμαν εν να πρέπει να πιερώσετε, αντιδράτε», με τον άλλο να συμπληρώνει «εν να φωνάξει τζιόλας, αλλά εν που είσαι δαμέσα τζαι παίζει το αππάρι σου, αν ήσουν στη χώρα σου ήταν να πιερώσεις τζαι να βρίξεις, τζιε να φάεις τζαι θκιο αντιναχτές».

Κι εγώ να κοιτάω αποσβολωμένος, μέσα από το αυτοκίνητο, μη μπορώντας να κινηθώ, είχα παγώσει.

Ντρεπόμουνα που δείλιασα, ντρεπόμουνα για εκείνους που είναι τόσο λίγοι μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει.

Θυμώνω, θυμώνω μ’ εμένα που είμαι δειλός να φωνάξω ΦΤΑΝΕΙ. Θυμώνω για την κοινωνία που ζω, που δε βλέπει πέρα από τον φράκτη της αυλής της.

Φοβάμαι στην ιδέα να βρεθώ ξανά μάρτυρας ενός τέτοιου ανθρώπινου βιασμού αξιοπρέπειας. Της δικής μου, γιατί ο «ξένος» στάθηκε στο ύψος του και διεκδίκησε την αξιοπρέπεια του, ενώ εγώ γράφω για να καλύψω την απραξία μου.

Αυτό είμαστε τελικά, ένας λαός γεμάτος ρατσιστές, δειλούς και ανθρωπάκια;

 


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ