Καθισμένοι στα στενά της Παλιάς Λευκωσίας, με την πλάτη να ακουμπά σε κάποιο οδόφραγμα της Πράσινης Γραμμής και πίνοντας δυο παγωμένες μπίρες, ανοίγουμε κουβέντα για την αντίστιξη των γεγονότων, τη σημειολογία τού να χαλαρώνεις εκεί που κάποτε πηγαινοέρχονταν σφαίρες, καθώς και το νόημα τού να εξαγνίζονται κατ’ αυτό τον τρόπο τα σημεία των καιρών.
Γράφει ο Χρήστος Μιχάλαρος
Καμία αμφιβολία στην ατμόσφαιρα, κανένας ενδοιασμός για την έκβαση του απογεύματος, καμία υπόνοια ότι κάτι μπορεί να μας ανακινήσει τη διάθεση.
Οδός Λιδίνης και Επτανήσου. Τους είδα να βγαίνουν από την Τεμπών και να παρατάσσονται ανάμεσα σε δύο αντικριστούς τοίχους, με μια παιδική μπασκέτα πάνω από τα κεφάλια τους.
Ένα τσούρμο άνθρωποι, πάνε να ταράξουν την κανονικότητα της στιγμής, το μυρίζομαι. Υπενθυμίζω την «κανονικότητα». Χαλαρώνουμε πίνοντας μπίρες -πάνω στην Πράσινη Γραμμή- ακουμπώντας την πλάτη μας στο οδόφραγμα.
Στις πλάτες τους, πόρτες από πάλαι ποτέ σπίτια και αποθήκες, γκράφιτι και συνθήματα με σπρέι. Αρχικά μοιάζουν με κάποιο σύλλογο ή κάποιο σχολείο. Έχουν μαζί τους μερικά παιδιά. Τους κοιτάζουμε αλλά δεν μας κοιτούν. Μια κοπέλα φορτώνει στα μπράτσα μια κιθάρα και αρχίζει το τραγούδι:
E mmu sirni e καρντιά να σου μιλήσω
fre ci ppu'vo κρατέρνο στη φζιχή
μα σου kanoscio fissa `n'es ta ammadia mmu
τζιε όλο το pansieri mmu θωρρεί.
Άλλοι τραγουδούν, άλλοι χαζεύουν, άλλοι απαθανατίζουν. Δεν καταλαβαίνω παρά τα μισά από κάθε στίχο, αναγνωρίζω όμως με λίγη προσπάθεια το τραγούδι. Εξάλλου, το άσμα στην Ελλάδα έχει κάνει δυο καριέρες: μια με τους En Cardia και μια με τον τον Γιώργο Νταλάρα.
Παντού υπάρχει ένας Νταλάρας, σκέφτομαι, πόσω μάλλον πάνω στην Πράσινη Γραμμή…
Σαν να μην είμαστε εκεί όλοι οι υπόλοιποι, σαν να ήταν μόνοι τους. Τραγουδούν, γρατζουνάνε την κιθάρα τους, τραβούν τα βιντεάκια τους, τελειώνουν κι εξαφανίζονται.
Και μένουμε εμείς να χάσκουμε, έχοντας εισπράξει κάτι όμορφες διφωνίες, μια απορία στο βλέμμα για τη διατάραξη της στιγμής και κάτι στίχους σε άπταιστα γκρεκάνικα της Κάτω Ιταλίας να μιλούν απλώς για τον πυρετό, τη φλόγα και το σκοτάδι που μόνο Εκείνη, η ωραία μπορεί να διώξει με τη δροσιά της από το μέτωπο του ερωτευμένου, όπως το νερό ανακουφίζει ένα διψασμένο γιασεμί.