Μίλα μου
«Δεν είδαμε ότι πίσω μας υπήρχε ένα φορτηγό που σκότωνε κόσμο»
«Αν υπάρχει κάτι που ίσως να πρέπει να αλλάξει ή να εξηγηθεί καλύτερα, πες μου. Ήμουν πολύ φορτισμένος όταν το έγραφα».
Δεν αλλάξαμε τίποτα, η ροή των γεγονότων όπως περιγραφόταν στο κείμενο, σε μετέφερε κατευθείαν στη Νίκαια, εκείνο το βράδυ, λίγο πριν την επίθεση, που όλοι γελούσαν και χόρευαν. Και ύστερα, μπροστά σ’ ένα διαλυμένο φορτηγό, τρυπημένο από τις σφαίρες και τη μυρωδιά από το αίμα στους δρόμους.
Ο Ανδρέας Πρόξενος, βρέθηκε στη Γαλλία στις 5 Ιουλίου, για να συμμετάσχει ως εκπρόσωπος του Κέντρου Επιχειρηματικότητας του Πανεπιστημίου Κύπρου, στην Ευρωπαϊκή Ακαδημία Καινοτομίας (E.I.A), στη Νίκαια.
Τρέξαμε προς το σπίτι πανικοβλημένοι και βλέπαμε ανθρώπους να σκορπίζονται φοβισμένοι προς όλες τις κατευθύνσεις. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε την αίσθηση πώς όλη η πλατεία ήταν γεμάτη τρομοκράτες.
«Όλα ήταν τέλεια. Γνώρισα και συνεργάστηκα με πολλούς και σημαντικούς ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Από φοιτητές, έως CEO μεγάλων εταιριών. Τίποτα δεν προμήνυε ότι αυτό το υπέροχο κλίμα, θα άλλαζε δραματικά λίγες μέρες αργότερα».
Ο Ανδρέας, ήταν εκεί στο σημείο της επίθεσης. Λίγο πριν, κοίταζε τα πυροτεχνήματα στον ουρανό της Νίκαιας και λεπτά αργότερα άκουγε ουρλιαχτά και έβλεπε νεκρούς στο δρόμο.
«Στις 14 Ιουλίου μαζί με την ομάδα που συμμετείχαμε στο διαγωνισμό, αποφασίσαμε να πάμε στην εκδήλωση που γινόταν στην πόλη, και να δούμε τα πυροτεχνήματα. Μετρούσαμε ήδη πολλές ώρες δουλειάς στην ακαδημία και είχαμε ανάγκη να ξεφύγουμε. Όταν έληξαν τα πυροτεχνήματα -5 λεπτά πριν την επίθεση- μαζευτήκαμε έξω από τα Mc Donald’s (το σημείο όπου σταμάτησε το φορτηγό), για να χρησιμοποιήσουμε το free wifi του σημείου. Λόγω πολυκοσμίας, όμως, δεν λειτουργούσε το δίκτυο και φύγαμε για το διαμέρισμα ενός ατόμου από την παρέα, που ήταν εκεί κοντά. Αυτό μας γλύτωσε από τα χειρότερα».
Δεν είδαμε ότι πίσω μας υπήρχε ένα φορτηγό σε τρελή πορεία που σκότωνε κόσμο. Ακούγαμε μόνο φωνές και πυροβολισμούς αστυνομικών.
«Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων -καθώς περπατούσαμε- νοιώθω ένα μεγάλο κύμα από το πλήθος του κόσμου να με σπρώχνει και να μην μπορώ να καταλάβω το γιατί. Γονείς έπαιρναν τα βρέφη από τα καροτσάκια και έτρεχαν πανικοβλημένοι, κόσμο να ουρλιάζει και να προσπαθεί να προστατευθεί. Στην αρχή και μέσα σ’ αυτό το χαμό, δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν είχα καταλάβει, μέχρι τη στιγμή που μπροστά μου ένας αστυνομικός σήκωσε το όπλο και σημάδευε κάτι, στην ευθεία που στεκόμουν. Τότε αντιλήφθηκα πώς πρόκειται για τρομοκρατική επίθεση, και άρχισα να φωνάζω στα παιδιά που ήμασταν μαζί, να τρέξουμε για να σωθούμε».
Όπως θυμάται ο Ανδρέας, για αρκετή ώρα μετά δεν είχαν καταλάβει τι ακριβώς γινόταν. Ποιας μορφής ήταν η τρομοκρατική επίθεση που δέχονταν. «Δεν είδαμε ότι πίσω μας υπήρχε ένα φορτηγό σε τρελή πορεία που σκότωνε κόσμο. Ακούγαμε μόνο φωνές και πυροβολισμούς αστυνομικών. Ήταν τρομοκρατικό χτύπημα ναι, αλλά τι ακριβώς;».
«Τρέξαμε προς το σπίτι πανικοβλημένοι και βλέπαμε ανθρώπους να σκορπίζονται φοβισμένοι προς όλες τις κατευθύνσεις. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε την αίσθηση πώς όλη η πλατεία ήταν γεμάτη τρομοκράτες. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάρω τηλέφωνο τους δικούς μου στην Κύπρο. Τους είπα ότι η πόλη είχε γεμίσει τρομοκράτες και ότι ελπίζω σε λίγο να τους έπαιρνα για να τους πω ότι όλα ήταν καλά. Ξέρω ότι τους προκάλεσα πανικό, κυρίως στη μητέρα μου, με την οποία μίλησα απευθείας. Αλλά δεν ήξερα αν θα ζούσα για να τους ξαναπάρω τηλέφωνο».
Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγω από τη θλίψη, το κλίμα ήταν πολύ βαρύ. Πήγαινα στην παραλία να ξεχαστώ λίγο, να καθαρίσει λίγο το μυαλό μου μέχρι να φύγω και έβλεπα στο δρόμο σημάδια από ξεραμένα αίματα και τα σημάδια των τροχών από την πορεία του φορτηγού.
Όταν έφτασαν στο σπίτι μετά από λίγα λεπτά, ο Ανδρέας θυμάται πώς οι δύο κοπέλες από την ομάδα τους έλειπαν, είχαν χαθεί μέσα στο πλήθος καθώς έτρεχαν και δεν μπορούσαν να τις εντοπίσουν. «Η αγωνία ήταν τεράστια. Ευτυχώς, λίγο μετά επικοινώνησαν μαζί μας, τηλεφωνικώς και μας ενημέρωσαν πώς είχαν μπει σε ένα ξενοδοχείο και κρύβονταν μαζί με δεκάδες άλλους ανθρώπους.
Δεν ήταν μόνο αυτές όμως. Υπήρχαν σε όλη την πόλη γνωστοί και φίλοι που συμμετείχαμε μαζί στο συνέδριο στη Νίκαια, και δεν ξέραμε αν είναι καλά. Αν ζουν... Οι περισσότεροι ήταν κρυμμένοι σε ξενοδοχεία και εστιατόρια. Στους δρόμους είχε δοθεί εντολή να μην κυκλοφορεί κανένας, πέραν της αστυνομίας».
Στους δρόμους ο έλεγχος που γινόταν όπως εξιστορεί στη CITY ο Ανδρέας, ήταν εξονυχιστικός. «Σε σημάδευαν με το όπλο και σε πλησίαζαν για να σου κάνουν σωματικό έλεγχο».
Ακόμα και αρκετή ώρα μετά, δεν είχαμε ιδέα τι πραγματικά είχε συμβεί. Το μάθαμε αργότερα από το διαδίκτυο.
Οι πληροφορίες συγκεχυμένες και πολλές. Ο Ανδρέας θυμάται να διαβάζει για ομήρους σε ξενοδοχεία και σε εστιατόρια, χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες. «Ευτυχώς τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ίσχυε, ήταν μόνο για να προκαλέσουν περισσότερο πανικό».
«Την επόμενη ημέρα, τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα, αφού δεν υπήρχε νέα επίθεση, ούτε κάποια άλλη ένταση. Εμείς επιστρέψαμε πίσω στις εστίες της Ακαδημίας και περιμέναμε να δούμε πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Από την ακαδημία υπήρχαν 4 τραυματίες, οι οποίοι είχαν σπάσει το πόδι τους, όταν πήδηξαν από τον δρόμο στην παραλία για να σωθούν από το φορτηγό. Είχαμε και 4 αγνοούμενους.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου, ο οποίος μας συνόδευε, διευθέτησε την άμεση επιστροφή μας στην Κύπρο, για λόγους ασφαλείας. Αρχικά θα επιστρέφαμε στις 26 και το μεταφέραμε στις 19 Ιουλίου».
Τις επόμενες δύο μέρες που παρέμειναν στη Νίκαια, τους ανακοίνωναν από τη Ακαδημία πώς οι αγνοούμενοι ήταν νεκροί. «Ένας μόνο είχε γλυτώσει και αυτός ήταν στο νοσοκομείο. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγω από τη θλίψη, το κλίμα ήταν πολύ βαρύ. Πήγαινα στην παραλία να ξεχαστώ λίγο, να καθαρίσει λίγο το μυαλό μου μέχρι να φύγω και έβλεπα στο δρόμο σημάδια από ξεραμένα αίματα και τους τροχούς από την πορεία του φορτηγού. Παντού φωτογραφίες μωρών που πέθαναν, λουλούδια και κεριά στη μνήμη τους και τους ανθρώπους τους να κλαίνε. Η Νίκαια έγινε μια πόλη θλίψης και πόνου.
Η μόνη μου έγνοια ήταν να στηρίξω όσους φίλους μου είχαν χάσει δικά τους πρόσωπα στο συμβάν. Έμενα μαζί τους μέχρι τα ξημερώματα να συζητάμε για άσχετα θέματα, για να ξεχαστούν, να ξεφύγουν. Φεύγοντας, υποσχεθήκαμε ότι όλο αυτό θα μας κάνει πιο δυνατούς και ότιδεν θα μας πάρει από κάτω».