Μια χωρισμένη Κύπρια μάνα μιλάει για το ρατσισμό και το σεξισμό που βίωσε

Πώς τα έβγαζε άραγε μια γυναίκα χωρισμένη με ένα παιδί πριν 20 χρόνια; Τι συνθήκες επικρατούσαν στην αγορά εργασίας και πώς την αντιμετώπιζαν οι εργοδότες της. 

 


Article featured image
Article featured image

«Από τότε που η Κύπρος γέμισε με αλλοδαπές σερβιτόρες, οι Κύπριες έρχονται σε δεύτερη μοίρα, γιατί δεν εργάζονται για «ψίχουλα» και δεν ανέχονται την εκμετάλλευση». 

Μια πατριαρχική και εξόχως συντηρητική κοινωνία, που κρύβει κάτω από το χαλί τις αδυναμίες και τα πάθη της, γίνεται τανάλια που πνίγει οτιδήποτε διαφορετικό και μη συμβατό με την πραγματικότητα της. 

Σε συνέντευξη της στο «Περιοδικό» το 1996, η Γιώτα Δημητρίου εξομολογείται την ιστορία της υιοθεσίας της, το διαζύγιο στα 30 της χρόνια, τις συνθήκες εργασίας τη νύχτα για μια γυναίκα και την προσπάθεια της να κρατήσει την αξιοπρέπεια της χωρίς να πουλήσει το κορμί της, για μερικά χρήματα. 

«Αν δεν ήμουν αγρίμι, και παρέδιδα τα όπλα με τις πρώτες αντιξοότητες, ή θα κατέληγα στο τρελάδικο ή στο κρεβάτι του ενός και του άλλου. Θα μπορούσα να επιλέξω το εύκολο χρήμα, αλλά δεν το επέτρεπε η αξιοπρέπεια μου».  

Όπως αναφέρει το άρθρο η Γιώτα για να τα βγάλει πέρα, εργαζόταν από τις 6 το πρωί και επέστρεφε στο σπίτι τα μεσάνυχτα, ενώ συναναστρεφόταν με ανθρώπους της νύχτας, η οποίοι ήταν οι εργοδότες που την είχαν αηδιάσει.  «Ορισμένοι εργοδότες και δυστυχώς αυτοί δεν είναι λίγοι στο χώρο των κέντρων αναψυχής και των μπυραριών, βλέπουν τη γυναίκα απλά ως αντικείμενο –ως βιτρίνα και ένα όμορφο στολίδι στο χώρο της δουλειάς που χρειάζονται για να τραβά κόσμο, όπως ακούμε να λένε συχνά». 

Η Γιώτα εργαζόταν το πρωί ως κάτοικόν φροντιστήρια, το μεσημέρι ως σχολική τροχονόμος, αλλά έψαχνε και τρίτη δουλειά για να μπορεί να αποπληρώνει τις δόσεις και τις υποχρεώσεις της. «Είμαι αναγκασμένη να εργάζομαι και τα βράδια. Δεν παραπονιέμαι γι’ αυτό, αλλά αυτή η ανάγκη είναι που δημιουργεί το μαρτύριο το οποίο ζω».



Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο:

 

 

 


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ