«Νοιαζόμαστε να βλέπουμε τον τόπο μας να ‘αναπνέει’, ειδικά αφού ο αέρας είναι και ο λόγος ύπαρξής μας», αναφέρει χαρακτηριστικά η διοργανώτρια του φεστιβάλ, Έλλη Μιχαήλ, με την οποία κάναμε μια όμορφη κουβέντα.
Γιατί Windcraft; Πως μεταφράζεται ο όρος στα ελληνικά;
Κατ’ ακρίβεια, το Windcraft μεταφράζεται πιο εύστοχα στα Κυπριακά, ως η τέγνη των πνευστών -ένας όρος που καλύπτει τις δεξιότητες, τα μυστικά, τη δημιουργικότητα, τη γοητεία που σχετίζεται με την εκτέλεση των πνευστών. Τόσο το φεστιβάλ όσο και ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός που βρίσκεται πίσω από αυτό και μοιράζεται το ίδιο όνομα (Windcraft Loud) πραγματεύονται όλες αυτές τις τεχνικές και πνευματικές πτυχές της τέχνης των πνευστών. «Πνευστουργήματα» το αποκάλεσε κάποιος φίλος.
Την έναρξη του φεστιβάλ θα κάνει μια ζυγιά από ζουρνά και νταούλι, δίνοντας το σήμα για να ξεκινήσει το διήμερο γλέντι!
Μπορεί ένα φεστιβάλ που εστιάζει κυρίως στα πνευστά να σταθεί από μόνο του και να έχει τη δυναμική ενός άλλου φεστιβάλ; Ή μήπως θεωρείς πως ακριβώς αυτή του η ιδιαιτερότητα είναι που το καθιστά μοναδικό και του δίνει λόγο ύπαρξης;
Σίγουρα τα πνευστά αποτελούν την κινητήρια δύναμη του φεστιβάλ, χωρίς όμως να το καθιστούν μονοδιάστατο ή μονότονο. Πρόκειται γενικότερα για ένα μουσικό φεστιβάλ που εμπλέκει διαφορετικές και πολύπλευρες παραστάσεις και εικόνες -μουσικά είδη από τζαζ, έθνικ, φανκ, μέχρι πιο εναλλακτικά ακούσματα, την μουσική παράδοση της Κύπρου και τα πνευστά της, την ιστορία, τα έθιμα, τους ανθρώπους του χωριού, τη φύση της περιοχής με τους ελαιώνες και τα περβόλια, δημιουργικά εργαστήρια, παραμύθια και παιχνίδια, εξερευνήσεις, περιπάτους, τοπικές γεύσεις, χειροτεχνίες, χορό, κέφι... Η έντονη παρουσία των πνευστών και ο δυναμικός ήχος τους, προσδίδουν στο φεστιβάλ τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του χωρίς να του αφαιρούν όλα τα υπόλοιπα που κάνουν ένα φεστιβάλ ελκυστικό.
Είναι καλό ή κακό που υπάρχουν τόσα πολλά μουσικά φεστιβάλ στην Κύπρο;
Είναι οπωσδήποτε θετικό το ότι διοργανώνονται μουσικά φεστιβάλ στην Κύπρο, γιατί σημαίνει ότι η μουσική σκηνή του νησιού εξελίσσεται. Πιστεύω ότι μέσω των φεστιβάλ δίνεται η ευκαιρία να τραφεί μια πολύ σημαντική σχέση -αυτή μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού. Στα φεστιβάλ, αφενώς οι μουσικοί μπορούν να «φτάσουν» πιο εύκολα ένα ευρύ κοινό, μεταδίδοντας την ενέργεια και το έργο τους, ενώ αφετέρως το ακροατήριο εκτίθεται συνεχώς σε νέες μουσικές εμπειρίες, ωριμάζει και ετοιμάζεται για να δεχτεί τις νέες τάσεις. Πρόκειται για μια αμφίδρομη σχέση που είναι απαραίτητη στη διαδικασία της μουσικής δημιουργίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται γενικά μια αυξημένη κίνηση στη μουσική παραγωγή στην Κύπρο, με όλο και περισσότερα ντόπια σχήματα και καλλιτέχνες να κυκλοφορούν προσωπικές δουλειές, τις οποίες έχουν την ευκαιρία να παρουσιάζουν στις σκηνές των διαφόρων φεστιβάλ. Δεν θεωρώ ότι είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι ο αριθμός των εναλλακτικών κυπριακών φεστιβάλ είναι πλέον αρκετά μεγάλος, έστω κι αν το κοινό στο οποίο απευθύνονται είναι σχετικά περιορισμένο. Το κάθε φεστιβάλ έχει τον δικό του, ξεχωριστό χαρακτήρα και προσφέρει συγκεκριμένες εμπειρίες που το κοινό δεν μπορεί να ζήσει στα υπόλοιπα φεστιβάλ.
Από τη δεύτερη χρονιά θυμάμαι έντονα την ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στο χάνι όταν ανέβηκαν στη σκηνή οι τελευταίοι καλεσμένοι. Για μια ώρα ό,τι άλλο γινόταν τριγύρω σταμάτησε -οι ομιλίες, οι κινήσεις, το φαγοπότι... Όλοι άκουγαμε σαν υπνωτισμένοι εκείνους τους υπέροχους ήχους που απλώνονταν στην αυλή. Μετά από τη συναυλία ήταν σαν να βγήκαμε από κάθαρση.
Πως έγινε η επιλογή του χωριού Κατύδατα Σολέας;
Με τα Κατύδατα με δένουν προσωπικοί δεσμοί, αφού είμαι 100% Κατυθκιώτισσα! Πίστευα ότι ο μόνος τρόπος για να ζωντανέψει, έστω και για λίγο, το χωριό -το οποίο είναι το πιο απομονωμένο από τα χωριά της Σολέας, λίγα μέτρα πριν την πράσινη γραμμή- ήταν με ένα φεστιβάλ που να φέρει κοντά επισκέπτες και να «ξυπνήσει» τους ντόπιους. Το πρώτο πείραμα πέτυχε, οι κάτοικοι του χωριού άνοιξαν τα σπίτια τους και την καρδιά τους και φιλοξένησαν με τον πιο ζεστό τρόπο μουσικούς και επισκέπτες. Ήταν μεγάλη υπόθεση να βλέπουν το χωριό τους -το οποίο λόγω της θέσης του δίπλα από το Μεταλλείο της Σκουριώτισσας αποτελούσε πριν κάποιες δεκαετίες κέντρο διερχομένων- ξανά γεμάτο κίνηση και ζωή.
Πίστευα ότι ο μόνος τρόπος για να ζωντανέψει, έστω και για λίγο, το χωριό -το οποίο είναι το πιο απομονωμένο από τα χωριά της Σολέας, λίγα μέτρα πριν την πράσινη γραμμή- ήταν με ένα φεστιβάλ που να φέρει κοντά επισκέπτες και να «ξυπνήσει» τους ντόπιους.
3η διοργάνωση φέτος. Κάνατε καθόλου σκέψεις να αλλάξετε τοποθεσία ή δεν φεύγετε απ’ εκεί;
Δεν μας βλέπω να αλλάζουμε σύντομα χώρο. Αν και μεγαλώνουμε σαν φεστιβάλ, η αναζήτηση μεγαλύτερων χώρων μάλλον θα ζήμιωνε αντί να ωφελούσε τη διοργάνωση. Τα διάφορα σημεία του χωριού είναι τόσο ιδιαίτερα, που ταυτίστηκαν με το φεστιβάλ. Αυτά είναι που δημιουργούν τη μαγευτική ατμόσφαιρα. Αν αναλογιστώ την ενέργεια που δίνουν οι πλινθόκτιστοι τοίχοι της αυλής του παλιού χανιού που φιλοξενεί τα περισσότερα συγκροτήματα, τη θέα που αντικρύζει κανείς ανεβαίνοντας στην κύρια σκηνή -με τους ελαιώνες και τον επιβλητικό λόφο του Μεταλλείου της Σκουριώτισσας να σβήνουν μέσα στη θάλασσα της Μόρφου- και την κατάνυξη που δημιουργείται στο ημιφώτιστο περβόλι όταν αυτό γεμίζει μουσικές, είμαι σίγουρη ότι έχουμε τον ιδάνικό χώρο για το είδος της εκδήλωσης! Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τις ίδιες συναυλίες σε ένα τεράστιο στάδιο ή μια μεγάλη αρένα -θα χανόταν η αμεσότητα, η επικοινωνία του κόσμου με τους μουσικούς, η μαγεία...
Φέτος, μετά και από το κακό που βρήκε τη Σολιά, με ποια συναισθήματα επιστρέφετε στο χωριό;
Σε όλους σφίγγεται η καρδιά όταν στη διαδρομή προς το χωριό αντικρύζουν τις καμένες πλαγιές. Αυτό που άφησε πίσω της η πυρκαγιά είναι μια μεγάλη πληγή που μας πονεί όλους. Ελπίζω να μην χρειαστεί να ξαναζήσουμε τέτοιου είδους καταστροφές. Σαν Windcraft νοιαζόμαστε να βλέπουμε τον τόπο μας να «αναπνέει», ειδικά αφού ο αέρας είναι και ο λόγος ύπαρξής μας. Δεν φανταζόμασταν τον προηγούμενο χειμώνα, όταν η ομάδα μας συμμετείχε σε δεντροφύτευση που διοργάνωσε η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία στην περιοχή, ότι λίγους μήνες μετά θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε τέτοιο μεγάλο κακό. Σαν ελάχιστη συνεισφορά, αποφασίσαμε, σε συνεννόηση με τον Φιλοδασικό Σύνδεσμο Κύπρου, να ενισχύσουμε το δασικό παρατηρητήριο της περιοχής μέσω της αγοράς εξοπλισμού με έσοδα και συνεισφορές που θα μαζευτούν από το φετινό φεστιβάλ.
Θα έχει κάποια ιδιαιτερότητα η φετινή διοργάνωση;
Η φετινή διοργάνωση θα κινηθεί στο πλαίσιο που θέσαμε τις προηγούμενες χρονιές, με ένα μουσικό πρόγραμμα από οκτώ μπάντες εξαιρετικών καλλιτεχνών από την Κύπρο, την Ελλάδα και τον Καναδά. Την έναρξη του φεστιβάλ θα κάνει μια ζυγιά από ζουρνά και νταούλι, δίνοντας το σήμα για να ξεκινήσει το διήμερο γλέντι!
Φέτος, θα φιλοξενήσουμε επίσης πολύ αξιόλογους συνεργάτες οι οποίοι θα παρουσιάσουν εργαστήρια –τον πνευστό Θοδωρή Ρέλλο εξ Ελλάδος ο οποίος θα ασχοληθεί με τους συναρπαστικούς μονούς ρυθμούς που συναντούμε στην παραδοσιακή μουσική της Ανατολκιής Μεσογείου, τον Γερμανό ντράμερ Roger Heinrich που θα μας εισαγάγει στον κόσμο των κρουστών και τους Μαρία Καμπέρη και Σάββα Θωμά που θα φέρουν κοντά τα μικρά παιδιά μέσω του χορού, του ρυθμού και των παραδόσεων μας. Βέβαια, θα έχουμε και μικρές εκπλήξεις που δεν θα αποκαλυφθούν ακόμα– αρκεί να πω ότι πρόκειται για διαδραστικές εξερευνήσεις και εικαστικές παρεμβάσεις στο χωριό.
ΔΕΣ ΕΔΩ ΤΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ WINDCRAFT MUSIC FEST
Δεν θεωρώ ότι είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι ο αριθμός των εναλλακτικών κυπριακών φεστιβάλ είναι πλέον αρκετά μεγάλος, έστω κι αν το κοινό στο οποίο απευθύνονται είναι σχετικά περιορισμένο.
Ποιος θα είναι ο κράχτης του φετινού φεστιβάλ;
Το φεστιβάλ θα κλείσει με τη συναυλία των πρωτοπόρων της ελληνικής έθνικ τζαζ σκηνής, Mode Plagal. Πρόκειται για ένα σχήμα που στα εικοσιπέντε και πλέον χρόνια της πορείας του δημιούργησε ένα ξεχωριστό μουσικό ιδίωμα και ένα προσωπικό ήχο που έχει σαν βάση του την ελληνική παραδοσιακή μουσική, με επιρροές από τις παραδόσεις της βυζαντινής, βαλκανικής, αφρικανικής, funk, blues, rock μουσικής.
Σημαντικό όνομα στις φετινές συμμετοχές του φεστιβάλ αποτελεί και ο Καναδός Zakari Frantz, γνωστός ως ο σαξοφωνίστας της επικής afrobeat μπάντας Souljazz Orchestra από την Οττάβα. Ο Zakari θα παρουσιάσει την πρώτη μέρα του φεστιβάλ το καινούριο του πρότζεκτ (Mythic Journey Quartet) σε συνεργασία με άλλους τρεις αξιόλογους Ελλαδίτες μουσικούς, το οποίο κινείται στους ρυθμούς της afrospiritual groove μουσικής.
Τι θα έλεγες σε κάποιον που δεν έτυχε να έρθει ποτέ στο Windcraft για να τον πείσεις να έρθει φέτος;
Το Windcraft είναι κάτι σαν ένα σπιτικό φεστιβάλ! Όσοι έρθουν θα συναντήσουν μια απλόχερη φιλοξενία, μια αμεσότητα, μια οικειότητα. Δεν πρέπει να περιμένουν να αντικρύσουν κάτι το φαντασμαγορικό ή το εξεζητημένο. Όλο το φεστιβάλ είναι βασισμένο στην απλότητα, δίνοντας σημασία στην ουσία και χωρίς να αλλοιώνει τις παραδοσιακές δομές του χώρου φιλοξενίας του.
Να αναφέρω επίσης ότι πρόκειται για ένα φεστιβάλ που δεν αποκλείει κανέναν. Οι δράσεις και οι συναυλίες είναι με τέτοιο τρόπο στημένες, ώστε να απευθύνονται σε άτομα κάθε ηλικίας, τόσο σε Κύπριους όσο και σε ξένους και να καλύπτουν διάφορα γούστα.
Όσοι δεν ήρθαν τις προηγούμενες χρονιές έχασαν πολλές και ανεπανάληπτες μουσικές στιγμές, από σχήματα που ακούμε από συχνά μέχρι πολύ σπάνια στην Κύπρο. Έχασαν μπάντες με χάλκινα πνευστά, όπως τις βλέπουμε μόνο στο εξωτερικό, να ξεχύνονται στα δρομάκια του χωριού. Έχασαν τους περιπάτους που κάναμε στη φύση ώστε να βρούμε τον κατάλληλο τόπο για το κάθε εργαστήρι, και τη διασκέδαση που είχαμε τραγουδώντας κυπριακά ή ακαταλαβίστικα, παίζοντας μουσική πάνω στο σώμα μας (body percussion) ή ηχοποιώντας παραμύθια που κληρονομήσαμε από τις γιαγιάδες μας. Έχασαν τις ιστορίες που διηγούνταν οι χωριανοί για τον τόπον τους και τις παλιές φωτογραφίες που μοιράστηκαν μαζί μας. Έχασαν το ζουμερό σουβλάκι, τα φαλάφελ του Φαλαφαμπή και το δροσερό μαχαλεπί. Αλλά δεν χρειάζεται να μαραζώνουν γιατί μπορούν να τα ζήσουν όλα φέτος!
Σαν ελάχιστη συνεισφορά, αποφασίσαμε, σε συνεννόηση με τον Φιλοδασικό Σύνδεσμο Κύπρου, να ενισχύσουμε το δασικό παρατηρητήριο της περιοχής μέσω της αγοράς εξοπλισμού με έσοδα και συνεισφορές που θα μαζευτούν από το φετινό φεστιβάλ.
Ποια θεωρείς ως την πιο δυνατή στιγμή των προηγούμενων διοργανώσεων; Ποια εικόνα είναι έντονα χαραγμένη στο μυαλό σου;
Σαν πιο δυνατή ανάμνηση από την πρώτη διοργάνωση κρατώ το αυθόρμητο μεταμεσονύχτιο τζαμάρισμα που στήθηκε στην πλατεία το πρώτο βράδυ. Μετά από μια γεμάτη ακούσματα μέρα, όταν όλοι αράξαμε για να χαλαρώσουμε στον καφενέ, άρχισαν σιγά σιγά να βγαίνουν τα όργανα -πνευστά, κρουστά, κιθάρες, φωνές, ό,τι έβρισκε ο καθένας που μπορούσε να παράξει ήχο. Όλοι, μουσικοί και μη, έπαιζαν μουσική μέχρι τα χαράματα. Ήταν μια στιγμή με μοναδική ενέργεια.
Από τη δεύτερη χρονιά θυμάμαι έντονα την ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στο χάνι όταν ανέβηκαν στη σκηνή οι τελευταίοι καλεσμένοι -ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος με την τρομπέτα του, ο Πέτρος Κλαμπάνης με το κοντραμπάσο, και ο Σταύρος Λάντσιας στο πιάνο και τα τύμπανα. Για μια ώρα ό,τι άλλο γινόταν τριγύρω σταμάτησε -οι ομιλίες, οι κινήσεις, το φαγοπότι... Όλοι άκουγαμε σαν υπνωτισμένοι εκείνους τους υπέροχους ήχους που απλώνονταν στην αυλή. Μετά από τη συναυλία ήταν σαν να βγήκαμε από κάθαρση, δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο για να κλείσει το φεστιβάλ.