Αν το Δημοτικό Θέατρο Λατσιών ήτανε καζίνο κι οι μάρκες εξαργύρωναν την ανοησία, η παρέα που καθότανε χθες βράδυ πίσω μου, στην σειρά 9, θα τίναζε την μπάνκα στον αέρα. «Ο Παπακωνσταντίνου εγέρασε», «Δε τον πόσο εγέρασε», «Ω! Πολλά καλό τούτο που είπε τωρά», «Α! Αρέσκει μου η Αντωνοπούλου», «Μα εγέρασε πολλά ο Παπακωνστανίνου, α!». Δυόμιση ώρες από εξαιρετικό θέαμα που τσιγκλούσε σε κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε το συναίσθημα και το έπιανε απ’ τα μαλλιά, δυόμιση ώρες που οι ανέραστοι μεσήλικες στην πίσω θέση ασχολούνταν με το γήρας του Παπακωνσταντίνου. Μετά από τον ανατριχιαστικά συμπυκνωμένο και δυναμικό επίλογο της παράστασης, περίμενα να ακούσω το τελευταίο τους σχόλιο. Γυρίζοντας πίσω, τους είδα να στέκονται και να χειροκροτούν δυνατά. Μες την μουρμούρα και την ασέβεια που μόστραραν για δυόμιση ώρες, η ελπίδα μου ήταν να μην χάσουν κι αυτοί το τρένο.
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έμοιαζε πιο νέος από ποτέ, μέσα από αισθαντικές ερμηνείες που πατούσαν γερά πάνω στην πολύχρονη πορεία του και την ιστορία τους την ίδια απ’ την μια και στην ελπίδα που διέπει το κάθε τραγούδι.
Το τρένο των «Εννέα και Πέντε» στην ομώνυμη παράσταση όλο και καθυστερεί. Την μία φταίει η κατά μέτωπο σύγκρουση του τρένου με την ελπίδα, την άλλη η διαφωνία της αριστερής με την δεξιά ράγα. Προσπαθούσαν να τα βρουν και να αποφασίσουν ποια είναι η πιο φιλοευρωπαϊκή. Η καθυστέρηση του τρένου των 9:05 έδωσε πολλές αφορμές στους μουσικούς, τους ερμηνευτές και στον συγγραφέα και μουσικό παραγωγό που βρίσκονταν εκεί και το περίμεναν, να γρατσουνίσουν την συλλογική μας μνήμη μέσα από εικόνες, μελωδίες και συναισθήματα, δηλαδή ιδέες. Την τίμια αυτή τριάδα που δύσκολα στην εποχή που διανύουμε την συναντάς στον ίδιο χώρο και χρόνο, ή καλύτερα, στο ‘τώρα’ σου.
Απ’ τις διαψεύσεις του παρισινού Μάη του ’68, στην διχοτόμηση του νησιού μας, στην μεταπολίτευση της Ελλάδας, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις και τους άντρες που έχουν ακόμα το θάρρος και την ευγένεια να στέκονται μπροστά στις γυναίκες όπως τα τετράχρονα μπροστά σε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εκεί μας ταξίδεψε το τρένο που δεν ερχόταν. Και στην αναμονή για τον ερχομό του, ο Οδυσσέας Ιωάννου επέμενε να μας σκουντάει και να μας μεταφέρει ένα συναίσθημα κορυφαίο, αυτό της χαρμολύπης. «Φόβος είναι αυτό που μας χωρίζει από αυτό που φοβόμαστε», «Εκείνοι που παλεύουμε δεν είμαστε εμείς, αλλά οι σιγουριές μας. Το 1981, όλοι ήθελαν την αλλαγή, αλλά κανένας δεν ήθελε να αλλάξει», «Δεν είμαστε οι μάχες που κερδίζουμε, αλλά οι μάχες που δίνουμε».
Και τα τραγούδια που αγαπάμε, που ποίησαν το μέσα μας, ειπωμένα με σεβασμό, γιατί «χρωστάμε περισσότερα στους ποιητές μας απ’ ότι στους δανειστές μας».
«Φόβος είναι αυτό που μας χωρίζει από αυτό που φοβόμαστε» -Οδυσσέας Ιωάννου
Ένα εξαιρετικά καλά δομημένο μουσικό πρόγραμμα που συμπλήρωνε την αφήγηση και την οδηγούσε παραπέρα. Απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, απ’ το εγώ στο εμείς, απ’ το πρώτο τραγούδι στο τελευταίο. Η παράσταση άνοιξε με Χατζιδάκι και την Οδό Ονείρων μιας εποχής που οι δρόμοι όπου κατοικούσαν οι άνθρωποι ήταν μικροί, ασήμαντοι, λυπημένοι, τυραννικοί αλλά απέραντα ευγενικοί. Που είχαν πολύ χώμα και πολλές ελπίδες. Και τους ανθρώπους το βράδυ, όταν δεν τους έπιανε ο ύπνος, όταν δεν ονειρεύονταν, τραγουδούσαν. Στην παράσταση μεσολάβησαν τόσα τραγούδια και παραδοχές όσα χρειάζονταν για να κλείσει με Ελύτη και Θεοδωράκη. Μετά από δυόμιση ώρες, όρθιοι οι θεατές τραγουδούν, ή υμνούν θα έλεγε κάποιος που βρέθηκε εκεί, το νοητό ήλιο της δικαιοσύνης, που εκτός απ’ το χριστιανικό «όχημα ηλίου του νοητού» έχει τη ηθική και «τα σπίτια πιο λευκά», άρα καθαρά.
Την μνήμη, τον έρωτα, την συνεχιζόμενη καταπάτηση κάθε ελευθερίας και δικαιοσύνης -αλίμονο την μέρα που θα γίνουν κι αυτά κλισέ- ο Παντελής Βούλγαρης τα σκηνοθέτησε επενδύοντας στην χαρμολύπη που διέπει κάθε εποχή. Η μπάντα επί σκηνής οδήγησε τη μουσική και στιχουργική αλληλεγγύη και τα γοητευτικά κείμενα του Οδυσσέα Ιωάννου αποτέλεσαν μία εκκωφαντική παραδοχή από παθήματα που η ελπίδα τα θέλει να γίνουν μαθήματα. Η Ρίτα Αντωνοπούλου, ερμηνεύτρια σπουδαία, στάθηκε δίπλα σε έναν Βασιλη Παπακωνσταντίνου που έμοιαζε πιο νέος από ποτέ, μέσα από αισθαντικές ερμηνείες που πατούσαν γερά πάνω στην πολύχρονη πορεία του και την ιστορία τους την ίδια απ’ την μια και στην ελπίδα που διέπει το κάθε τραγούδι. Γιατί τα τραγούδια, ακόμα και τα πιο επιφανειακά απαισιόδοξα, εγκυμονούν ελπίδες. Και η ελπίδα είναι προνόμιο και δικαιωματικά ανήκει σ’ αυτόν που επιλέγει να παραμένει νέος.
«Εκείνοι που παλεύουμε δεν είμαστε εμείς, αλλά οι σιγουριές μας. Το 1981, όλοι ήθελαν την αλλαγή, αλλά κανένας δεν ήθελε να αλλάξει [...] Δεν είμαστε οι μάχες που κερδίζουμε, αλλά οι μάχες που δίνουμε» -Οδυσσέας Ιωάννου
Τους κυριούληδες της σειράς 9 τους πέτυχα μετά τον τέλος της παράστασης στο φουαγιέ, να ψάχνουν για αναπτήρα. Δεν έστησα αυτί να ακούσω αν ασχολούνταν ακόμα με το πόσο γέρασε ο Παπακωνσταντίνου. Σκεφτόμουν μόνο εκείνο το τρένο που περίμεναν στην παράσταση και όλο δεν ερχόταν και όταν κάποια στιγμή το είδαν να σιμώνει, τους προσπέρασε. «Γιατί περιμέναμε άσκοπα;», αναρωτήθηκαν στην σκηνή. «Το περιμέναμε γιατί μας βόλευε να περιμένουμε κάτι».
Στις γερασμένες κοινωνίες που ζούμε, όπου ό,τι βολικό είναι και θεμιτό, το λιγότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μην γεράσουμε. Στην χθεσινή παράσταση δεν είδα τίποτα γέρικο. Μισού αιώνα μουσικές, αφηγήσεις, άνθρωποι, ήταν όλα νέα.
*Από συνομιλία του Μάνου Χατζιδάκι με τον δημοσιογράφο Θανάση Λάλα κατά την διάρκεια της πτήσης Αθήνα-Παρίσι, αρχές της δεκαετίας του ’90. Ο Μάνος Χατζιδάκις καθόταν στην θέση 2C.
Η παράσταση Εννέα και Πέντε θα παρουσιαστεί επίσης την Τετάρτη 11 και την Πέμπτη 12 Ιανουαρίου, στο Δημοτικό Θέατρο Λατσιών. Πληροφορίες 99694637.