Πρόσφατα, βρέθηκα σε μια συνάντηση, όπου ένας πατέρας έκανε λόγο για την επιθετική συμπεριφορά ενός παιδιού (δημοτικού) απέναντι σε άλλα παιδιά. Μάλιστα, κάποιοι από τους γονείς ήταν έτοιμοι να αναφέρουν το όνομα του παιδιού στους υπόλοιπους γονείς που δεν γνώριζαν για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Ευτυχώς, κάποιοι φώναξαν «Όχι». Αλήθεια, προς τι θα ωφελήσει να «φωτογραφήσουμε» έναν 10χρονο, του οποίου η επιθετική συμπεριφορά προφανώς και είναι αποκύημα μιας άλλης προβληματικής κατάστασης, ενδεχομένως μιας βίαιης συμπεριφοράς στην οποία και το ίδιο εκτίθεται, πέραν από την ενίσχυση ενός κουτσομπολιού στα πηγαδάκια μεταξύ γονέων (ίσως και μεταξύ των συμμαθητών του), ενός κουτσομπολιού που θα λέει ότι «ο τάδε είναι αλήτης». Φινίτο, το παιδάκι στιγματίστηκε χάρη σε εσένα και εμένα. Άρα, εγώ και εσύ είμαστε η ρίζα ενός προβλήματος, ενώ ο 10χρονος που κτυπάει άλλα παιδιά όχι. Άρα, εγώ και εσύ είμαστε μάλλον επικίνδυνοι, ενώ ο 10χρονος όχι.
Σοφό δεν είναι να μην αφήνεις τίποτα να πέσει κάτω και να επιλέγεις να σχολιάσεις με μένος καθετί που κυκλοφορεί εκεί έξω, είτε αυτό είναι σοβαρό όπως η έκρηξη σεξισμού κάποιου ή ο ρατσισμός μιας μερίδας συμπολιτών μας, είτε λιγότερο σοβαρό όπως π.χ. η επιλογή κάποιων να κάνουν αγιασμό στην καινούργια τους καφετέρια ή οι αρλούμπες που κάθε τρεις και λίγο ξεστομίζει ένας πρώην βουλευτής… Αν δεν έχεις επιχειρήματα, αν ο δικός σου ο λόγος κινδυνεύει να έχει ρατσιστική χροιά περισσότερη ακόμα και από του ίδιου του ρατσιστή, ή αν το κάνεις απλώς και μόνο για «να δείξεις το νου σου», χωρίς να έχεις σκοπό έστω να προβληματίσεις όσους θα ακούσουν αυτό που θα πεις ή όσους θα διαβάσουν αυτό που θα γράψεις, τότε κινδυνεύεις να γίνεις ακόμα πιο επικίνδυνος και πιο γραφικός από αυτόν που έβαλες στο στόχαστρο.
Το ότι η σημερινή εποχή ευνοεί απίστευτα τους έξυπνους διαλαλητές ευρηματικών συνθημάτων, οι οποίοι με κάθε ευκαιρία φροντίζουν να μας ενημερώσουν ή ακόμα και να μας πείσουν ότι τα δικά τους «πιστεύω», οι δικές τους θέσεις, οι δικές τους ιδέες, οι δικές τους πεποιθήσεις, οι δικές τους συμπάθειες, οι δικές τους γνώσεις και όλα τα υπόλοιπα δικά τους είναι πολύ καλύτερα (και σαφώς πολύ πιο πολιτικά ορθά) από όλων των υπόλοιπων, δεν σημαίνει κιόλας ότι ο δικός τους ρατσισμός, ο δικός τους φασισμός, υστερεί σε κάτι από τον ρατσισμό, τον φασισμό και την οπισθοδρομικότητα που οι ίδιοι υποτίθεται πως προσπαθούν να πολεμήσουν.
Κάποιος που εν έτει 2017 κάνει ακόμα ρατσιστικά σχόλια, είναι απλώς γραφικός -ίσως και επικίνδυνος αλλά αυτό ας το χειριστούν αυτοί που πρέπει να το χειριστούν. Αν εγώ όμως γράψω ένα κείμενο με το οποίο θα «πυροβολώ» με μένος τον ρατσιστή, τι θα αλλάξει; Όλοι έχουμε δει τι «παίζει» σε σχόλια κάτω από αναρτήσεις μερίδας φιλόζωων. Απίστευτη οργή, απίστευτο μίσος. Προς τι όλο αυτό; Υπάρχει περίπτωση να προκύψει κέρδος από μια τέτοια αντίδραση;
Σοφό, λοιπόν, δεν είναι να γίνουμε χειρότεροι από αυτόν που βάλαμε στο στόχαστρο. Σοφό δεν είναι να κάνουμε μανιέρα ένα σύνθημα ή να χρησιμοποιούμε και να ενισχύουμε μια τάση που επικρατεί, πολλές φορές μιλώντας εκ τους ασφαλούς όντας έξω από μια κατάσταση. Σοφό δεν είναι να χρησιμοποιούμε τις γνώσεις (δεν θα πω μόρφωση), τη θέση, την ιδιότητα, ή ακόμα και την επιστήμη, για να ακυρώσουμε πρόσωπα ή καταστάσεις.
Μαγκιά και σοφία είναι να ταυτιστείς συναισθηματικά (ή άλλως πως) με κάποιον και να κατανοήσεις τη συμπεριφορά και τα κίνητρά του. Κι όταν το κάνεις, τότε εύκολα ή δύσκολα θα εκμαιεύσεις την αλήθεια (του). Και τότε, πού ξέρεις, ίσως κιόλας να του ανοίξεις τα μάτια, ή να του ξεμπλοκάρεις τον εγκέφαλο. Αν πάλι δεν τα καταφέρεις, αν μη τι άλλο θα ξέρεις και θα λες πως προσπάθησες. Και αυτό θα το γνωρίζουν όλοι, ότι δηλαδή η δική σου αντίδραση ήταν πιο σοφή από την ίδια την (καταδικαστέα ή οπισθοδρομική) δράση και όχι χειρότερη.