Μια ιστορία αγάπης, όπως την ονόμασε ο Μανώλης Παπαδάκης, ο οποίος έτυχε να βρεθεί μπροστά στο σκηνικό και αργότερα έγραψε για όσα έζησε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook.
Μιας αγάπης άνευ όρων και ορίων, όπως διαβάσαμε σε ένα σχόλιο στο διαδίκτυο, περιγράφοντας ακριβώς τη σχέση του συγκεκριμένου πατέρα με την κόρη του.
Το κείμενο καθώς και η φωτογραφία ανέβηκαν στην σελίδα του Ορειβατικού Συλλόγου Χανίων από όπου έγινε γνωστή η συγκεκριμένη ιστορία του πατέρα με την κόρη του και ανήκουν όπως προαναφέραμε στον Μανώλη Παπαδάκη.
Γράφει ο Μανώλης Παπαδάκης
«Μανώλης και Σοφία …μια ιστορία αγάπης»
Τους συναντήσαμε στον Χριστό. Ο Χριστός είναι το τελευταίο πλάτωμα πριν τις σιδερόπορτες. Μια εκκλησία, πολλά δέντρα, ξύλινα τραπέζια, ξύλινα καθίσματα και πεντακάθαρο νερό πηγής. Αυτή, κάθονταν πάνω σε ένα τραπέζι και αυτός περιφερόταν στο χώρο σαν να ήθελε να μη ‘χάσει’ το ζέσταμα του.
- Πόση ώρα είναι μέχρι την έξοδο; με ρώτησε με ξενική προφορά.
- Μια ώρα περίπου, του απάντησα.
- Χώμα ή πέτρα;
- Πέτρα…
Της έδωσε ένα κομμάτι φρούτο απ’ αυτό που έτρωγε κι εκείνος, λέγοντας ότι καλά θα ήταν να ξεκινήσουν πριν ο ήλιος ανέβει ψηλά. Μετά της φόρεσε ένα σακίδιο στην πλάτη, την σήκωσε στην δική του πλάτη και ξεκίνησαν. Στην διαδρομή μιλάγανε για συναισθήματα. Και για παλιές ιστορίες.
Πότε πότε, αυτή του έδινε συμβουλές για το πως θα αποφύγει μια πέτρα. Εκείνος τις απέφευγε χαμογελαστός, σαν χορευτής των Μπολσόι, να μη φανεί η προσπάθεια.
Όταν κουράζονταν έβρισκε ένα πεζούλι, την ακουμπούσε μαλακά και της έβγαζε το σακίδιο από την πλάτη.
Ήρθαν από Αμερική.
Ο Μανώλης και η κόρη του ήρθαν από Αμερική για να περάσουν το φαράγγι μαζί.
Κι ας μην έχει υποδομές για Α.Μ.Ε.Α.
Τον ρώτησα αν θέλει κάποια βοήθεια. ‘Φωτογραφίες…’ μου είπε.
‘Δεν έχουμε φωτογραφίες μαζί…έτσι που βιάζονται όλοι να φτάσουν στο τέρμα, δεν προλαβαίνω να το ζητήσω από κανένα….’
Φωτογραφίες κάτω από τους τεράστιους βράχους, φωτογραφίες στο ποτάμι, φωτογραφίες στις σιδερόπορτες, πάντα αγκαλιά και πάντα χαμογελαστοί.
Μετά, αυτός βρήκε ένα πεζούλι, της φόρεσε αργά το σακίδιο στην πλάτη, την σήκωσε και συνέχισαν την κουβέντα τους.
Καθώς απομακρυνόταν, το φαράγγι πολλαπλασίαζε τις φωνές τους……Τους άκουγα ακόμα κι όταν δεν τους έβλεπα πια.
Με πληροφορίες από ekriti.gr