Γιατί όμως;
Όπως εξηγεί ο καθηγητής Douglas Hartley, χειρουργός ωτορινολαρυγγολόγος (ΩΡΛ) και καθηγητής ωτορινολαρυγγολογίας στο Πανεπιστήμιο του Νότινγκχαμ: «υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους ο ήχος φτάνει στον εγκέφαλό μας».
«Ο πρώτος τρόπος είναι όταν δονείται ο αέρας στο τύμπανο. Αυτός είναι ο τρόπος που ακούμε τους ανθρώπους γύρω μας να μιλούν και ο δεύτερος τρόπος που ακούμε την δική μας ομιλία μέσω των κρανιακών μας οστών».
«Όταν μιλάμε, οι δονήσεις μεταδίδονται στα κρανιακά οστά και αυτές οι δονήσεις πηγαίνουν στο εσωτερικό του αυτιού», εξηγεί ο Hartley.
«Αυτή η εσωτερική διαδρομή λέγεται οδός οστικής αγωγιμότητας. Όταν μιλάμε, πρόκειται για μια μοναδική διαδικασία, μιας και είναι ένας συνδυασμός ήχου των φωνητικών χορδών και του λάρυγγα, μέσω της αγωγιμότητας του αέρα, αλλά και μέσω της οστικής αγωγιμότητας που περνάει από το κρανίο μας».
«Η φωνή μας είναι μοναδική και κανείς δεν την ακούει, όπως την ακούμε εμείς», λέει ο Hartley.
«Αυτό που ακούμε μέσω μιας ηχογράφησης, είναι αυτό που ακούνε και όλοι οι άλλοι. Οπότε, ξαφνικά δεν είσαι πια εσύ, επομένως δεν σου αρέσει. Δεν είμαστε και τόσο καλοί ως ανθρώπινα όντα, όταν προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε πράγματα που είναι πολύ κοντά σε εμάς, αλλά δεν είναι ακριβώς σαν και εμάς. Γι' αυτό το βρίσκεις εκνευριστικό».
Με πληροφορίες από το Vice.