Ξεφυλλίζοντας τα τεύχη του «Περιοδικού» πριν λίγες μέρες, εντοπίσαμε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ρεπορτάζ του Άδωνη Παλλικαρίδη από το 1996, σχετικά με τη διαχείριση του νέου δρόμου Λεμεσού-Πάφου και τον ζωτικό ρόλο της σήραγγας σε περίπτωση πολεμικής κρίσης στην Κύπρο.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ το βασικό πρόβλημα που υπήρχε τότε, ήταν το ποιος τελικά θα είχε την τελική διαχείριση και ευθύνη για το μεγάλο έργο, αφού ενώ οι Βρετανοί στην αρχή είχαν διαβεβαιώσει την Κυπριακή Δημοκρατία ότι δεν θα είχαν καμία απαίτηση επί του έργου, στην πορεία άλλαξαν γνώμη αφού όπως υποστήριζαν κάποια χιλιόμετρα του νέου δρόμου άπτονταν των Βρετανικών Βάσεων, άρα θα έπρεπε να έχουν δικαίωμα αστυνόμευσης και νομής του συγκεκριμένου σημείου, που είναι κοντά στο χωριό Σωτήρα της Λεμεσού.
Ενώ, παράλληλα προέκυπτε και σοβαρό Εθνικό ζήτημα σχετικά με τη χρήση του δρόμου και της σήραγγας σε περίπτωση πολέμου, με τους Βρετανούς να μην αναγνώριζαν την Εθνική Φρουρά ως διάδοχο κατάσταση του κυπριακού στρατού. Θεωρούσαν λοιπόν ότι είχαν κάθε δικαίωμα να αποκόψουν τον δρόμο, όταν αυτός χρησιμοποιηθεί στρατιωτικά.
«Η ελληνική πλειοψηφία του κυπριακού λαού πρέπει να γνωρίζει την καθαρή αλήθεια και να επιμετρά τη βρετανική στάση στην αντίληψη του πολιτικού της μέλλοντος [….] όλα όσα γίνονται φαίνεται να πηγαίνουν χαμένα αν δεν αποφασιστεί έγκαιρα μαζί με την Αθήνα, για το πώς αντιμετωπίζονται οι βάσεις σε περίοδο κρίσης», υποστηρίζει ο δημοσιογράφος.
Ενώ σε συνέχεια του ρεπορτάζ γίνεται λόγος για ένα κονδύλι ύψους 20 εκατομμυρίων λιρών, το οποίο ενώ οι Βρετανοί είχαν υποσχεθεί να δώσουν για την κατασκευή του δρόμου, έδωσαν μόνο 7 εκατ. απαιτώντας μάλιστα να επιχορηγηθεί και ο δρόμος της Δεκέλειας. «Από την πλευρά τους τα Δημόσια Έργα ανέλαβαν να απομακρύνουν τη χάραξη του δρόμου από τα αγγλικά ραντάρ, υποστηρίζοντας παρόλα αυτά πως το να περάσει ο δρόμος μέσα από έδαφος των βρετανικών βάσεων θα ήταν ωφέλιμο για τη Δημοκρατία, αφού αυτόματα θα μείωνε την έκταση που ελέγχουν οι Βρετανοί», αλλά φευ.
Η απόφαση αυτή να μετακινήσουν τη χάραξη του δρόμου, όχι μόνο πρόσθεσε επιπλέον χιλιόμετρα στην απόσταση των δύο πόλεων, επιφόρτισε και το κυπριακό δημόσιο με μερικά εκατομμύρια λίρες, ενώ και πάλι από λάθος ή αδυναμία των σχεδιαστών και η νέα χάραξη του δρόμου περνούσε μέσα από τα όρια των Βάσεων, με αποτέλεσμα οι Βρετανοί να θεωρούν ότι στο συγκεκριμένο σημείο μπορούν να είναι οι νόμιμοι διαχειριστές.
Στην ανακάλυψη αυτής της ιδιαιτερότητας το τότε Υπουργείο Εξωτερικών, μετά βεβαίως που οι εργασίες κατασκευής του δρόμου βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο, έκανε προσπάθειες διεκδίκησης ολόκληρης της διαχείρισης του δρόμου από τη Δημοκρατία, αλλά μάταια με τους Βρετανούς να κατανοούν μεν το δίκαιο του αιτήματος, αλλά να μην τροποποιούν δε ούτε στο ελάχιστο τα σύνορα τους.
Τι γίνεται σε περίπτωση κρίσης;
Πολύ απλά η Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκεται υπό την αίρεση της βρετανικής ευαισθησίας. Κάτι που ισχύει και στην περίπτωση της περιοχής του Τροόδους, και της Δεκέλειας. Στην ουσία ο κυπριακός στρατός περιορίζεται πίσω από τις απαγορεύσεις τρίτων και δεν έχει την ευχέρεια να προετοιμαστεί κατάλληλα για την άμυνα των ελεύθερων περιοχών στην ενδοχώρα.
Ακολουθεί αυτούσιο το ρεπορτάζ του «Περιοδικού», το οποίο αναλύει όλες τις πτυχές του ζητήματος που είχαν προκύψει τότε: