Η κομπανία Φα Τριάς αναδεικνύει τον πλούτο του ρεμπέτικου

Χρησιμοποιώντας τη λέξη Ρεμπέτικο ως πρώτο συνθετικό του ονόματός της, η κομπανία Φα Τριάς πρωτοεμφανίζεται το καλοκαίρι του 2015 με σκοπό να μελετήσει και να προωθήσει με σεβασμό το ρεμπέτικο, αλλά και άλλα είδη όπως σμυρναίικα, πολίτικα, μουρμούρικα και άλλα αδέσποτα τραγούδια που δεν έχουν στενή μουσικολογική σχέση μεταξύ τους.

 


Article featured image
Article featured image

Οι εμφανίσεις της στην πόλη πολλές, τόσο σε μαγαζιά όσο και σε φεστιβάλ, με τον κόσμο που αγαπά το ρεμπέτικο να τη στηρίζει με την παρουσία του σε κάθε περίσταση.

Μια κουβέντα με τη Ρεμπέτικη Φα Τριάς ήταν αρκετή για να μάθουμε περισσότερα για το σχήμα που τιμά δεόντως την προγενέστερη λαϊκή μουσική (αρχές του 1900), αναδεικνύοντας τον πλούτο της σε διάφορα στέκια στην πόλη!

 

Προς τι το λογοπαίγνιο με το Φα Τριάς; Ποιανού έμπνευση ήταν και τι σημαίνει ακριβώς;

Η «Ρεμπέτικη Φα Τριάς» δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της Άννα Μοσφίλη στην οποία οφείλεται και η «έμπνευση» του ονόματος της ομάδας. Το «Φα Τριάς» αποτελεί ακριβώς ένα λογοπαίγνιο μεταξύ φθόγγων και αριθμών. Δανειστήκαμε τη νότα Φα από το πεντάγραμμο και προσθέτοντας τον αριθμό των ατόμων που απαρτίζουν την ομάδα, κάναμε την Φα Τριάς. Τη δικιά μας, δηλαδή, οικογένεια.


Ο «Ρεμπέτης» ζει μέσα σε μια έννομη τάξη, αλλά η ψυχή του νοσταλγεί μια ελεύθερη αταξία και φτερουγίζει προς αυτήν.


 

Πώς ορίζετε το ρεμπέτικο;

Θα έλεγα ότι είναι τραγούδι που μιλά στην καρδιά κάθε ανθρώπου που νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του, όποιος και αν είναι, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή την κοινωνική του θέση. Το ρεμπέτικο είναι ένα είδος μουσικής που έχει τις ρίζες του πολύ βαθιά. Έκανε μεγάλο ταξίδι μέσα στο χρόνο, στο χώρο και τα κοινωνικά στρώματα (εργάτες, ανθρώπους του υποκόσμου, πρόσφυγες και ξενιτεμένους, φτωχούς αλλά και άρχοντες). Εκεί, στα παράλια της Μικρά Ασίας, από το 1900 ήταν ένα τρόπος έκφρασης για τους ανθρώπους της κατώτερης κοινωνικής τάξης, πολύς κόσμος όμως τα αγάπησε τα «ρεμπέτικα» και τα σιγοτραγουδούσε. Γι’ αυτό λέγεται ότι η ονομασία του προέρχεται από τη λέξη «ρεμπέτ» που στα σέρβικα σημαίνει τον «ατίθασο» και «ανυπότακτο» ή από την λέξη «ρέμπελο» που σε ελεύθερη μετάφραση από τα ιταλικά σημαίνει «επαναστάτης». Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε με την καταστροφή της Σμύρνης, το 1922, με τον ερχομό των Μικρασιατών κυρίως από την Σμύρνη. Λίγα χρόνια αργότερα, γύρω στο 1934 εκεί στον Πειραιά, τα σμυρνέικα τραγούδια  σμίγουν και με το δημοτικό τραγούδι και μιλούν για την θλίψη, την διαμαρτυρία, τον έρωτα αλλά και το χασίς. Στην εποχή της κατοχής, το 1941 - 1946 και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο τα ρεμπέτικα τραγούδια ενθάρρυναν τους στρατιώτες. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και με το αξιόλογο έργο καλλιτεχνών, το ρεμπέτικο βρίσκει όλο και περισσότερη απήχηση στον ελληνικό λαό. Αν και κάποιοι ερευνητές θέλουν την πορεία του ρεμπέτικου να τελειώνει στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, το άκουσμά του, η δύναμη και η γοητεία της μουσικής του παραμένουν διότι δημιούργησε παράδοση αποτελώντας στοιχείο της ταυτότητας του Έλληνα.

 

Ένας ρεμπέτης είναι απαραίτητα και καλός άνθρωπος;

H Γκαίηλ Xολστ (Gail Holst) Aυστραλή μουσικολόγος και φιλόλογος, που ήρθε στην Eλλάδα το 1966 και έζησε αρκετό καιρό στην Kρήτη,  στην έρευνα για το βιβλίο της «Δρόμος για το ρεμπέτικο», ρώτησε πλήθος ανθρώπων για το τι είναι ο ρεμπέτης  και οι απαντήσεις δεν οδηγούσαν σε σαφή ιδέα: «Pεμπέτες και μάγκες είναι το ίδιο πράγμα, αλλά και διαφορετικό», «Πρέπει να είσαι χασικλής για να είσαι ρεμπέτης», «Οι αληθινοί ρεμπέτες ήταν όλοι του υποκόσμου», αλλά και «Οι αληθινοί ρεμπέτες είναι όλοι καλά ανθρωπάκια που αγαπάνε τους φίλους τους...», «Οι πραγματικοί ρεμπέτες ήταν καλοί νοικοκύρηδες». Το θέμα είναι ότι μέσα από τα τραγούδια είναι φανερό ότι ο «Ρεμπέτης» ζει μέσα σε μια έννομη τάξη, αλλά η ψυχή του νοσταλγεί μια ελεύθερη αταξία και φτερουγίζει προς αυτήν. Γι’ αυτό και η συμπεριφορά, η έκφραση  και εικόνα του υπήρξε κάπως διαφορετική πάντα σε σχέση με το περιβάλλον και τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες και αξίες. Χωρίς απαραίτητα να έχει σχέση με την έννοια του καλού ή του κακού.

 


Αν και κάποιοι ερευνητές θέλουν την πορεία του ρεμπέτικου να τελειώνει στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, το άκουσμά του, η δύναμη και η γοητεία της μουσικής του παραμένουν διότι δημιούργησε παράδοση αποτελώντας στοιχείο της ταυτότητας του Έλληνα.


Τι άλλα είδη μουσικής ακούτε όταν δεν ασχολείστε με το ρεμπέτικο;

Ο κάθε ένας από εμάς έχει και τα δικά του ακούσματα. Το σίγουρο είναι ότι όλοι μας εκτιμούμε το Αστικό Λαϊκό Τραγούδι.

 

Δική σας μουσική έχετε;

Δεν έχουμε ετοιμάσει ακόμα κάποια δουλειά δική μας, αλλά και αν σε κάποια στιγμή βγει κάτι μέσα από τη δική μας ομάδα σίγουρα θα έχει τη δική μας χαρακτηριστική εκδοχή χωρίς να μιμηθούμε κάποιον από τους πιο παλιούς λόγω ακριβώς της εκτίμησή μας προς αυτούς. Και βέβαια είναι κάτι που επιθυμούμε, χωρίς όμως πίεση. Να μας ωριμάσει ο χρόνος.

 

 

Σε κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ ρεμπέτικο, ποια 5 τραγούδια θα του βάζατε να ακούσει για να καταλάβει (ενδεχομένως και να αγαπήσει) τη μουσική με την οποία ασχολείστε;

Δύσκολη ερώτηση γιατί απλά δεν είναι εύκολο να τα ξεχωρίσεις. Είναι μεγάλη η ιστορία του ρεμπέτικου και πάρα πολλά τα τραγούδια που αποτελούν σταθμό στην πορεία του ελληνικού τραγουδιού. Έτσι όμως, εντελώς αυθόρμητα, δεν θα παρέλειπα:

Το χιλιοτραγουδημένο και με πολλές διασκευές «Τίκι τίκι τακ». Είναι αγνώστου δημιουργού από το 1905 και υπάρχουν ηχογραφήσεις από το 1910 στη Σμύρνη. Γύρω στο 1913 ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη με τον Γιάγκο Ψωματιανό.

Την «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου Βαμβακάρη, που γράφτηκε και φωνογραφήθηκε από τον ίδιο, το 1935.

Ένα τραγούδι με ερωτικό καημό και που δεν λείπει από κανένα μουσικό είδος. Μέσα όμως από το «Ο Πασατέμπος» μεταδίδεται με μια ιδιαιτερότητα το πικρό συναίσθημα. Τα τραγούδι σε στίχους Γιώργου Γιαννακόπουλου και μουσική Μανώλη Χιώτη, ηχογραφήθηκε το 1946 με την Ρόζα Εσκενάζυ και τον Ζαχαρία Κασιμάτη. Εκατοντάδες οι ηχογραφήσεις και πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις από δεξιοτέχνες οργανοπαίχτες και ερμηνευτές.

Ένα οργανικό αριστούργημα, σύνθεση του Ιωάννη Χαλκιά ή Τζακ Γκρέγκορυ που παίζει και το μπουζούκι. Είναι ιστορικό γιατί ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ το 1932 και όταν κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα είχε τέτοια επιτυχία που παρακίνησε τις δισκογραφικές εταιρείες να ηχογραφήσουν τραγούδια με μπουζούκι. Η μελωδία του επηρέασε συνθέτες στην Ελλάδα κι αναγνωρίζεται σε συνθέσεις όπως το «Μινόρε της Αυγής» ή το «Μινόρε της Ταβέρνας».

Και ίσως ένα δείγμα από την μεταπολεμική περίοδο, από την προσπάθεια των συνθετών και ερμηνευτών του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού να ενσωματώσουν στη δική τους μουσική "φιλοσοφία" το ρεμπέτικο. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετά υπέροχα τραγούδια, τα αρχοντορεμπέτικα, όπως το γνωστό τραγούδι «Το Τραμ το Τελευταίο» του Μιχάλη Σογιούλ που πρωτοτραγούδησε η Σπεράτζα Βρανά στην επιθεώρηση των Σακελλάριου (ο οποίος έγραψε και τους στίχους) – Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι – άνθρωποι» το 1948.

Από κει και πέρα, ένα ταξίδι μέσα από τους πολύτιμους θησαυρούς της σχετικής δισκογραφίας θα αναδείξει στον κάθε ενδιαφερόμενο το μεγαλείο της μουσικής αυτής παράδοσης.

 

 

ΠΟΙΟΙ

Την κομπανία αποτελούν οι Άννα Μοσφίλη (τραγούδι, παραδοσιακά κουτάλια), Μάριος Γεωργίου (μπουζούκι), Γιώργος Ανδρέου (μπαγλαμάς, κιθάρα, φωνή) και Χαράλαμπος Χαραλάμπους (τραγούδι, κιθάρα).

 

ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ

Στις 27 Αυγούστου η Ρεμπέτικη Φα Τριάς σε συνεργασία με τον Δημήτρη Λαλαίο παρουσίασε στη Λάρνακα ένα αφιέρωμα στη Σωτηρία Μπέλλου, με τίτλο «Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα». Το εν λόγω αφιέρωμα θα παίξει επίσης Λευκωσία και Λεμεσό, μετά τον Σεπτέμβριο.

Κατά τ’ άλλα, το σχήμα μπορείτε να το απολαύσετε κάθε Σάββατο στα «Καρβουνομαγειρέματα» (στη Λήδρας), σε ένα πρόγραμμα με ρεμπέτικα και νησιώτικα μαζί με τον Γιώργο Αντωνίου, ενώ από την πρώτη βδομάδα του Οκτωβρίου, κάθε Τετάρτη, θα εμφανίζονται στο «Μαγείρων Τέχνη» και κάθε Πέμπτη στο «Τσιπουράκι Μεζεδάκι», στη Λευκωσία.

Περισσότερα για τις εμφανίσεις τους στο Facebook


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ