Ο Απρίλιος είναι ο μήνας ευαισθητοποίησης για τον καρκίνο των όρχεων, ο οποίος μεταξύ άλλων εμφανίζεται συχνότερα στους νέους έως 35 ετών.
Ωστόσο και παρά τη μεγάλη συχνότητα εμφάνισής του σε αυτές τις ηλικίες, ο πλειοψηφία των αντρών γνωρίζει ελάχιστα, έως και καθόλου για τις επιπτώσεις αλλά και για τα συμπτώματά του.
Ο λόγος που προκύπτει αυτό, οφείλεται κυρίως στο ότι εξακολουθεί να είναι θέμα - ταμπού το οποίο λίγοι τολμούν να συζητήσουν, ακόμη και με το γιατρό τους, ενώ ακόμη χειρότερα οι περισσότεροι δεν προχωρούν καν σε αυτοεξέταση.
Τα καλά νέα, εντούτοις, είναι ότι ο καρκίνος των όρχεων είναι ιάσιμος σε ποσοστό πάνω από 98%, στα αρχικά στάδια.
Ποια είναι όμως τα συμπτώματα που «προδίδουν» ότι κάποιος έχει καρκίνο στους όρχεις;
Η Εταιρεία Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ) ενημερώνει για τα συμπτώματα, συνιστώντας αυτοεξέταση μία φορά το μήνα.
Συχνά συμπτώματα του καρκίνου των όρχεων είναι:
- Πρήξιμο ή και διόγκωση στον έναν ή και στους δύο όρχεις που μπορεί να συνοδεύεται από πόνο στους όρχεις ή το όσχεο, αν και αυτό δεν είναι απαραίτητο. - Αίσθημα «βάρους» στο όσχεο.
- Ήπιος πόνος ή αίσθημα πίεσης στο κάτω μέρος της κοιλίας ή στη βουβωνική χώρα. Σε σπάνιες περιπτώσεις, οι όγκοι των γεννητικών κυττάρων μπορεί να προκαλέσουν διόγκωση ή πόνο στους μαστούς. Σε πιο προχωρημένα στάδια τα συμπτώματα μπορεί να είναι πόνος στη μέση ή στην κοιλιά ή δύσπνοια.
Η ΕΟΠΕ εξηγεί ότι θα μπορούσε να είναι απολύτως φυσιολογικό ο ένας όρχις να είναι ελαφρώς μεγαλύτερος από τον άλλον, ή να κρέμεται ελαφρά χαμηλότερα από τον άλλο. Επίσης, ορισμένες μη κακοήθεις παθήσεις, όπως ή φλεγμονή, μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα παρόμοια με εκείνα του καρκίνου των όρχεων.
Η φλεγμονή του όρχεος (ορχίτιδα) και η φλεγμονή της επιδιδυμίδας (επιδιδυμίτιδα) μπορεί να προκαλέσουν οίδημα και πόνο στον όρχι. Και οι δύο μπορεί να προκληθούν από ιογενείς ή βακτηριακές λοιμώξεις.
Οι εξετάσεις, στις οποίες υποβάλλονται οι ασθενείς για να αποκλεισθεί ο καρκίνος των όρχεων, είναι το υπερηχογράφημα οσχέου, καθώς και οι εξετάσεις αίματος άλφα φετοπρωτεΐνη (AFP), βήτα χοριακή γοναδοτροπίνη (βήτα-hCG) και γαλακτική δεϋδρογενάση (LDH).
Από ΑΠΕ-ΜΠΕ