Κείμενο / φωτογραφίες: Δημήτρης Τοκαρής
Ο τρόπος που μιλά φανερώνει έναν άνθρωπο εξαιρετικά καλλιεργημένο και παρόλο που διανύει πια την ένατη δεκαετία της ζωής του, διακρίνεται για το μνημονικό, την πνευματική του διαύγεια και μια ιδιαίτερη αριστοκρατική φινέτσα, σαν να ξεπήδησε από τις σελίδες κάποιου βιβλίου μιας άλλης εποχής.
Αποτελεί ίσως την πιο καλτ φιγούρα της κυπριακής τηλεόρασης. Από την «Οικογένεια Σολωμού», όπου έγινε σλόγκαν η θρυλική ατάκα «ε Σολωμεεε» που φώναζε στον αείμνηστο Παπαμαρκίδη, μέχρι το «Φόντο Κόκκινο», που αποτέλεσε και την τελευταία του εμφάνιση σε βασικό ρόλο στη μικρή οθόνη.
Είχε φυσικά ήδη διαγράψει μια μεγάλη πορεία στο θέατρο και το ραδιόφωνο, ενώ στην πρώτη του παράσταση παρών ήταν και ο Μακάριος ο οποίος, όπως ομολόγησε στον σκηνοθέτη, απόλαυσε ιδιαίτερα την ερμηνεία του πρωτάρη Χρίστου Παπαδόπουλου.
Πώς όμως πήρε την απόφαση να γίνει ηθοποιός; «Από μια ατυχή συγκυρία», μου εξομολογείται. «Ήμουν πλασιέ στην εταιρεία Λανίτης, τη δεκαετία του ‘50. Μια μέρα, σε ένα ορεινό χωριό, οι Βρεττανοί διέταξαν κατ’ οίκον περιορισμό. Παρόλο που εμείς ήμασταν απλώς περαστικοί, δεν μας άφηναν να φύγουμε. Μας κράτησαν εκεί για τρεις μέρες. Είχαν συλλάβει αρκετούς άνδρες του χωριού σαν ύποπτους για διασύνδεση με την ΕΟΚΑ και από τα βασανιστήρια κάποιος πέθανε. Ήταν μια πολύ τραυματική εμπειρία. Αμέσως μετά παραιτήθηκα από τη δουλειά και έφυγα για την Αθήνα, αποφασισμένος να σπουδάσω ηθοποιός, πραγματοποιώντας έτσι ένα παιδικό όνειρό μου. Δεν μετάνιωσα ποτέ αυτή την επιλογή μου, πάντα μου άρεσε να ψυχαγωγώ τον κόσμο, ενώ μέσα από τη δουλειά μου έγινα φίλος με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Σωτήρης Μουστάκας».
Είναι φιλόζωος, μα συνάμα βαθιά φιλάνθρωπος. Θα μπορούσε να ζει στη χλιδή, ζει όμως την πιο λιτή ζωή, με τα απολύτως απαραίτητα. Το πατρικό του σπίτι βρίσκεται κοντά στον Δημόσιο Κήπο της Λεμεσού, απέναντι από τη θάλασσα και έχει πίσω ένα τεράστιο περιβόλι. Του πρόσφεραν εκατομμύρια, μα ποτέ δεν μπήκε στον πειρασμό να το πουλήσει. Η απόφασή του ήταν να το δωρίσει στον Δήμο Λεμεσού! Έβαλε μόνο ένα όρο: να μετατρέψουν το σπίτι σε μουσείο εις μνήμη του πατέρα του -που υπήρξε πρόξενος της Ισπανίας- και το περιβόλι σε πάρκο για να παίζουν τα παιδιά!
Κάθομαι απέναντί του και νιώθω πολύ μικρός μπροστά στην καλοσύνη και τον αλτρουισμό αυτού του ανθρώπου.
Ζητώ να μου πει τη γνώμη του για τους ουρανοξύστες με τους οποίους γέμισε η Λεμεσός. «Είναι πολύ ψηλοί και στα ψηλά ζαλίζομαι» μου απαντά χαμογελώντας. «Δεν χρειαζόμαστε άλλο τσιμέντο, αλλά περισσότερα πάρκα για τα παιδιά και μουσεία που θα διαφυλάξουν την πολιτιστική μας κληρονομιά».
Διακρίνω την αγάπη του για τα παιδιά και ρωτώ αν έχει μετανιώσει που δεν παντρεύτηκε. «Δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι για γάμο», μου απαντά. «Φοβάμαι πως δεν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω στην τεράστια ευθύνη της δημιουργίας οικογένειας».
Νιώθει γεμάτος από τη ζωή που έζησε, ευτυχισμένος από την αγάπη που πήρε από τον κόσμο. Μοναδικό του παράπονο είναι πως δεν μπορεί πια να περπατάει με τις ώρες και να κολυμπά καθημερινά, όπως έκανε μέχρι πρόσφατα, διότι ταλαιπωρείται από Αστάθεια. Αυτός είναι και ο λόγος που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αγαπημένο του μεταφορικό μέσο, το ποδήλατο.
Επιμένει να με κεράσει γλυκό του κουταλιού και πριν φύγω με ξεναγεί στο περιβόλι του. Εδώ γεννήθηκε, εδώ έπαιζε παιδί πριν 80 και τόσα χρόνια. Το ατενίζει με περηφάνεια, γιατί ξέρει πως όταν ο ίδιος θα φύγει ο τόπος θα γίνει πάρκο, θα γεμίσει με παιδικές φωνές και γέλια και βλέπω πως τούτη η σκέψη σχηματίζει ένα φωτεινό χαμόγελο στο καλοκάγαθο πρόσωπό του.
Μακάρι να είχαμε πολλούς Χρίστους Παπαδόπουλους!