Αγαπημένοι μου, τι να σας πρωτοπώ...
Ξυπνάω ένα Οκτωβριανό πρωί και με συνεπαίρνει η συνηθισμένη ρουτίνα μου, κατούρημα, δόντια, αποσμητικό, ντύσιμο, ένα αμυδρό βάψιμο (για να κρύψω το σπυρί-λες και δεν μου έφτανε η πρώτη εφηβεία ήθελα και δεύτερη), καφέ στο χέρι, αμάξι, δουλειά.
Μπαίνοντας στο αμάξι κατεβάζω το καθρεφτάκι για να με ελέγξω, μπας και βγαίνω έξω σαν τη Μαντόνα απ’ τα 90s.
Κατεβάζω που λέτε το καθρεφτάκι, και πέρα από τη τσίμπλα που δεν βγήκε με το πρώτο φως, βλέπω μια γραμμή άνω του δεξιού φρυδιού. Αποκλείεται, σκέφτομαι, απ’ το μαξιλάρι θα ‘ναι (που ξυπνάω κάθε πρωί scarface). Κάνω μια πισινή και φεύγω.
Μετά από ένα δίωρο σκληρής δουλειάς (με ακολουθεί το αφεντικό να ξέρετε), πάω τουαλέτα και κοιτάζω τον καθρέφτη. Η γραμμή εκεί, σαν τη γραμμή των οριζόντων, όπου και να κοιτάξω τη βλέπω. Βγαίνω έξω έντρομη και ψάχνω τη φίλη μου. Μωρή δες με προσεκτικά, έχω κάτι πάνω μου; (και της δείχνω το επίμαχο σημείο). Ναι, μου λέει, μια ρυτίδα! Έτσι, στη ψυχρά αγαπημένοι μου, χωρίς σάλτσες, χωρίς δισταγμό, χωρίς μια αγκαλιά. Βρε δε βαριέσαι μου λέει, 100 ευρώ.
- 100 ευρώ τι; Θα γυρίσεις το χρόνο πίσω;
- Όχι, χρυσή μου 100 ευρώ μπότοξ!
Με το που λέει τη λέξη μπότοξ κάνω εικόνα Μαρινέλα-Φλορινιώτη. Τι λες θεότρελη, που ακόμα δεν κήδεψα τα 30 θα πάω για μπότοξ. Άμα κάνω από τώρα, στα επόμενα άντα τι θα κάνω; Πλαστική, μου λέει, όπως κάνουν όλες.
Ένα έχω να σας πω μελαγχόλησα... Έκανα και μια μονόλεπτη σιγή, προς τιμή του χρόνου του πανδαμάτορος και έφυγα (ναι, απ’ τη δουλειά, αν δεν είναι λόγος να φύγεις η πρώτη σου ρυτίδα, τότε ποιος είναι;).
Μετά από πολύωρες συζητήσεις επί του θέματος με τις κολλητές (γιατί εμείς είμαστε ποιοτικές, όχι σαν τις άλλες που συζητούν για λογοτεχνία και ποίηση), καταλήξαμε στο ότι άμα θέλω να αντισταθώ στον εχθρό (χρόνο)… μόνο με φωτιά και με νυστέρι.
Με αυτά και με αυτά, κλείνω, αγαπημένοι μου, ραντεβού σε πλαστικό. Ποιος να μου το ‘λεγε, εγώ ή γκόμενα, η δήθεν, η αλλού, να σκιάζομαι στο πέρασμα του χρόνου. Ωριμότης, φίλε μου. Γιατί με την ωριμότητα έρχεται ο φόβος (και κάτι αρθριτικά, τίποτες άλλο).
Περάστε κυρία μου, μου λέει ο Γιατρός (το γράφω με κεφαλαίο γιατί θίγονται αυτοί, είναι βλέπετε παιδιά ανώτερου Θεού), καθήστε. Μετά από τις συστάσεις, με βάζει να ξαπλώσω, πιάνει το φακό και αρχίζει να μουρμουρίζει.. Χμ.. . Εδώ... Λίγο εδώ... Και λίγο εδώ... Μια χαρά, λίγο το πόδι της χήνας, λίγο πάνω από τα φρύδια. Μια ένεση όλη κι όλη.
Καλέ, πια χήνα τι λέει σπουδαγμένος άνθρωπος; Το πόδι της χήνας, τρέχει να επεξηγήσει, είναι οι ρυτίδες του ματιού. Έχω και εκεί; Πόσα να αντέξω η καψερή.
Σε δύο λεπτά θα είστε αγνώριστη. Ξαπλώστε.
Παίρνω βαθιά ανάσα και ξαπλώνω. Και ενώ συναρμολογούσε τα όπλα του για να σκοτώσει τον χρόνο, πέρασε από μπροστά μου όλη η ενήλικη ζωή μου, με νυστέρια και γάζες, ένα υποκριτικό χαμόγελο αλλά και ένας θυμός στο βλέμμα ανεξήγητος (τα παράπλευρα του μπότοξ).
Σηκώνομαι, παίρνω τσάντα και φεύγω.
Και γιατί να νικήσω τον χρόνο παρακαλώ; Ο χρόνος είναι με το μέρος μου. Όλοι, λίγο χρόνο παραπάνω δεν ζητάμε; Απλά έχει τίμημα. Όσος περισσότερος σου δοθεί, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το τίμημα. Και ναι, αγαπημένοι μου, θέλω να γεράσω και να έχω χιλιάδες ρυτίδες. Κάθε χρόνος εν ζωή να είναι πραγματική γιορτή, ανεξάρτητα αν ο χρόνος σου φέρνει για δώρο ρυτίδες.
Ο χρόνος δεν είναι κεκτημένο προνόμιο των ανθρώπων, κάνει επιλογές και καλό είναι να ζούμε δίχως να του πηγαίνουμε κόντρα.
Υ. Γ. Σε καμία περίπτωση δεν κρίνω όποιον γουστάρει να κάνει μπότοξ και τα συναφή. Όλοι είναι ελεύθεροι να ζουν όπως θέλουν.
Συννεφιασμένη Κυριακή