Ο Τζόζεφ Πούλιτζερ είδε το πρώτο φως της ημέρας στις 10 Απριλίου του 1847, στο μικρό χωριό της Ουγγαρίας Μακό, αποτελώντας καρπό του έρωτα του Φούλοπ και της Ελίζ Πούλιτζερ. δύο εκ των γνωστότερων Εβραίων που ζούσαν στην περιοχή.
Ο Φούλοπ Πούλιτζερ, έμπορος σιτηρών στο επάγγελμα, ήταν αρκετά εύπορος, τόσο ώστε να μπορέσει να συνταξιοδοτηθεί νωρίς και συγκεκριμένα το 1853 και να μετακομίσει με την οικογένειά του στη Βουδαπέστη και να προσφέρει στα παιδιά του και στον Τζόζεφ την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση.
Το 1858, τα δεδομένα αλλάζουν άρδην και μάλιστα προς το χειρότερο. Ο πατέρας του Τζόζεφ πεθαίνει και η επιχείρηση της οικογένειας χρεοκοπεί. Η Ελίζ παντρεύεται ξανά, ενώ ο μεγαλώνοντας, ο Τζόζεφ επιδιώκει να ενταχθεί σε κάποιο μισθοφορικό στρατό, χωρίς όμως αποτέλεσμα λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας, αλλά και κακής όρασης.
Από τη στιγμή που δεν γίνεται δεκτός σε ευρωπαϊκό στρατό, αποφασίζει, όπως γράφει η wikipedia, να καταταγεί στον αμερικανικό και να πολεμήσει στον εμφύλιο, σε ηλικία μόλις 17 ετών, χωρίς μάλιστα να έχει γνώση της αγγλικής γλώσσας.
Τα χρόνια περνούν, ο Πούλιτζερ κάνει διάφορες προχειροδουλειές σε Νέα Υόρκη και Σεν Λούις, απλώς για να επιβιώσει. Από νεκροθάφτης μέχρι και φροντιστής μουλαριών, ο δραστήριος Τζόζεφ άρχισε σιγά σιγά να εξασκεί ενεργά το αγαπημένο του χόμπι. Δαιμόνιος ρεπόρτερ γαρ, έγινε μέλος της Westliche Post και απέκτησε και μερίδιό της έναντι 3.000 δολαρίων.
Η αγάπη του για τη δημοσιογραφία και η σταδιακή αύξηση των προσωπικών του εσόδων τον οδήγησαν αρχικά στην απόφαση να αγοράσει τις εφημερίδες St. Louis Dispatch και St. Louis Post και εν συνεχεία να τις ενώσει και να δημιουργήσει τη St. Louis Post-Dispatch που συνεχίζει να είναι μέχρι σήμερα η καθημερινή εφημερίδα του Σεν Λούις.
Αυτή ήταν η αρχή του προσωπικού του θριάμβου. Ο Πούλιτζερ υπηρέτησε όσο κανείς μέχρι τότε το μαχητικό ρεπορτάζ, πολέμησε όσο κανείς μέχρι τότε τα συμφέροντα και μόχθησε όσο κανείς μέχρι τότε ώστε να νικηθούν η διαφθορά και οι απάτες παντός είδους.
Το 1883 προχώρησε στην αγορά της New York World μιας εφημερίδας γνωστής για τα χρέη της και για τη συνεχή χασούρα της. Ο Πούλιτζερ άλλαξε μέσα σε μια νύχτα την τύχη της, αναδεικνύοντας ιστορίες που σήμερα θυμίζουν αρκετά αυτό που ονομάζουμε «κίτρινο Τύπο». Η κυκλοφορία ανεβαίνει αμέσως και εκτινάσσεται στην κορυφή της κυκλοφορίας όταν προσλαμβάνει ως σκιτσογράφο τον Ρίτσαρντ Άουτκολτ.
Ο Πούλιτζερ ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική (από τους Ρεπουμπλικανούς μεταπήδησε στους Δημοκρατικούς και υπηρέτησε τη Νέα Υόρκη ως Γερουσιαστής) και θέλησε να αφήσει κάτι πίσω του.
Το 1892, σύμφωνα με το Nieman Lab, πρόσφερε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια ένα ποσό για τη δημιουργία της πρώτης σχολής δημοσιογραφίας στον κόσμο. Το Πανεπιστήμιο απέρριψε την προσφορά και το όνειρο του Πούλιτζερ να χτιστούν οι βάσεις ώστε να δημιουργηθεί μια νέα γενιά μαχητικών δημοσιογράφων τέθηκε εν αμφιβόλω.
Όταν έφυγε από τη ζωή, στις 29 Οκτωβρίου του 1911, αφήνοντας πίσω του τη σύζυγό του Κέιτ Ντέιβις και επτά παιδιά, το όνειρό του δεν είχε εκπληρωθεί. Ένα χρόνο αργότερα, το Πανεπιστήμιο του Κολούμπια αποφάσισε να αξιοποιήσει τα δύο εκατομμύρια δολάρια που είχε αφήσει στη διαθήκη του ο Πούλιτζερ, ιδρύοντας τελικά Μεταπτυχιακή Σχολή Δημοσιογραφίας.
Το 1917, έξι χρόνια μετά τον θάνατο του, θεσπίστηκαν τα βραβεία Πούλιτζερ, τα οποία έχουν δοθεί σε τεράστιες προσωπικότητες της δημοσιογραφίας, αλλά και της λογοτεχνίας.