Του Δόκτορος Χάρη Αρμεύτη,
«Η κατάσταση της ήταν σοβαρή από την πρώτη μέρα. Αμφοτερόπλευρα πνευμονικά διηθήματα στην ακτινογραφία ,ταχυπνοϊκή με μάσκα οξυγόνου….79 ετών, χωρίς ιδιαίτερα υποκείμενα νοσήματα.
Στο πρώτο «καλημέρα» που της είπα ξαφνιάστηκε και δεν απάντησε και πως να μην ξαφνιαστεί αντικρίζοντας κάποιον άγνωστο ντυμένο με μια ολόσωμη άσπρη στολή και μάσκα.
Με τα παιδιά της και τον άντρα της μίλησε για τελευταία φορά πριν από οκτώ μέρες μια και δεν μπορούσαν να την δουν γιατί απλά απαγορεύεται. Την επόμενη μέρα η συχνότητα αναπνοών της αυξήθηκε, το οξυγόνο μειώθηκε και αποφασίσαμε να την διασωληνώσουμε.
Βάλαμε τη στολή, τη μάσκα, τα προστατευτικά γυαλιά και μπήκαμε στο ψυχρό δωμάτιο του 5oυ ορόφου. Της είπαμε καλημέρα, πάλι δεν απάντησε και λίγο πριν έρθει ο αναισθησιολόγος μου μίλησε για πρώτη και τελευταία φορά «Πότε θα γίνω εγώ καλά γιε μου»; Της απάντησα με δυσκολία με το συνηθισμένο που λέμε σε τέτοιες περιπτώσεις «υπομονή και σε λίγες μέρες θα είσαι καλά…».
Ήξερα όμως ότι απλά της έδινα θάρρος αποχαιρετώντας την μέχρι να κυλήσει στις φλέβες της το αναισθητικό που θα την παρέσερνε στο βαθύ ύπνο για να τοποθετηθεί με περισσότερη ευκολία ο σωλήνας στην τραχεία και μετά να αναλάβει το μηχάνημα να αναπνέει για την ίδια, για ένα ταξίδι που από το ξεκίνημα του οι πιθανότητες γυρισμού ήταν περιορισμένες.
Κανένας δικό της δεν ήταν δίπλα της, κανένας δεν της κράτησε το χέρι, κανένας δεν της ψιθύρισε ένα τελευταίο σ’ αγαπώ, κανένας δεν την αποχαιρέτησε. Παρόντες στο ψυχρό της δωμάτιο ήταν τρεις άγνωστοι με άσπρες φόρμες και καλυμμένα πρόσωπα.
Για τους ασθενείς αυτή η πανδημία αποτελεί μια τρομακτική εμπειρία μοναξιάς και εγκατάλειψης. Ξεκινώντας από την είσοδο στο νοσοκομείο, στον θάλαμο νοσηλείας δεν υπάρχει κανένας δικός τους άνθρωπος να τους δώσει κουράγιο, ένα ποτήρι νερό ή να φωνάξει για βοήθεια σε μια δύσκολη στιγμή.
Δυστυχώς ο θάνατος από τον κορωνοϊό βιώνεται μοναχικά καθώς αλλάζει ένα βασικό στοιχείο του πολιτισμού μας, που είναι το καταλυτικό γεγονός του τέλους της ζωής να το βιώνουμε συλλογικά για να καταπραΰνει τον πόνο και να βοηθά να ξεπεράσουμε την θλίψη.
Πολιτισμός δεν είναι άλλο από το «εμείς» στη ζωή και το θάνατο. Αυτές τις κρίσιμες ώρες δεν δίνουμε μόνο τη μάχη για την υγεία και τη ζωή. Δίνουμε επίσης μάχη για να κρατήσουμε όρθιο τον πολιτισμό. Για να κρατήσουμε ζωντανό το «εμείς». Για να μη μετατραπούμε από έλλογα όντα σε φοβισμένα αγρίμια που κοιτάζουν μόνο την προσωπική επιβίωση τους σε βάρος των άλλων.
Σήμερα ίσως όσο ποτέ άλλοτε, πρέπει να στηρίξουμε τους δίπλα μας, τους μοναχικούς ασθενείς και όλους αυτούς που βιώνουν την απώλεια μόνοι, που αναγκάζονται να αποχαιρετούν τους αγαπημένους τους μέσα από μια σφραγισμένη σακούλα, που δεν κατάφεραν να τους ψελλίσουν τα τελευταία λόγια αγάπης. Οι ασθενείς «φεύγουν» μόνοι. Αλλά σχεδόν μόνοι είναι και οι οικείοι τους στον τελευταίο αποχαιρετισμό.
Το πιο δυνατό μήνυμα αυτά τα Χριστούγεννα δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό της αγάπης και της στήριξης προς όλους αυτούς που δίνουν χωρίς βοήθεια την μάχη ενάντια στον θάνατο. Για όλους αυτούς που αφιέρωσαν την ζωή τους με δυσκολίες και στερήσεις για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Για τους γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες …. του καθενός από εμάς.
Την αγάπη μας τη δείχνουμε προστατεύοντας τους για να συνεχίσουμε να τους έχουμε κοντά μας και τα επόμενα Χριστούγεννα. Τίποτα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία ή άλλοθι όταν έχουμε να κάνουμε με τη διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής.
Ας μην ξεχάσει κανείς αυτές τις ώρες, αυτές τις μέρες, τις αξίες της αλληλεγγύης, του σεβασμού, του ανθρωπισμού, της δέσμευσης, της υπομονής. Το έχουμε ως υποχρέωση απέναντι σε όλους αυτούς που έφυγαν μόνοι και αβοήθητοι, που έφυγαν τρομαγμένοι.»