LGBTI
Λευκωσία: Άντρας κατήγγειλε αστυνομικό για ομοφοβική και απαξιωτική συμπεριφορά
Ο πολίτης αναφέρει πως δέχτηκε ομοφοβική επίθεση και καταγγέλλει πως η αστυνομική διερεύνηση ήταν ανεπαρκής.
Κεντρική φωτογραφία από Unsplash
Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού Λοττίδου, υπέβαλε μια έκθεση στον Αρχηγό της Αστυνομίας, η οποία εισηγείται την ευαισθητοποίηση και την εξειδικευμένη εκπαίδευση των αστυνομικών που τους ανατίθενται υποθέσεις διερεύνησης ομοφοβικών και τρανσφοβικών αδικημάτων.
Η Επίτροπος εισηγείται επίσης, την ένταξη και την κατάρτιση αστυνομικών όλων των βαθμίδων σε ένα σχετικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, καθώς υποστηρίζει πως είναι αναγκαία η έκδοση σχετικών κατευθυντήριων οδηγιών προς όλο το Σώμα της Αστυνομίας για τον τρόπο που χειρίζεται τέτοιου είδους περιπτώσεις.
Σκοπός των εν λόγω συστάσεων είναι η διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης μεταξύ όλων των πολιτών και η προστασία των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων χωρίς διακρίσεις.
Αφορμή για τις εισηγήσεις ήταν μια καταγγελία για εκφοβισμό
Αφορμή για τις προαναφερόμενες εισηγήσεις της Επιτρόπου αποτέλεσε μια καταγγελία που υπέβαλε στο γραφείο της ένας άνδρας, ο οποίος κατήγγειλε την απαξιωτική και αδιάφορη συμπεριφορά μέλους της Αστυνομίας. Σύμφωνα με την καταγγελία, ο παραπονούμενος δέχθηκε ομοφοβική επίθεση κατά τη διάρκεια της βραδινής του βόλτας από το γραμμικό πάρκο του Πεδιαίου ποταμού προς τον Δημοτικό Κήπο. Ο άνδρας καταγγέλλει πως η συμπεριφορά του εμπλεκόμενου αστυνομικού είχε ομοφοβική διάθεση σε σημείο που αισθάνθηκε ότι υφίστατο εκφοβισμό και περαιτέρω θυματοποίηση, ενώ στη συνέχεια ανέφερε πως η αστυνομική διερεύνηση της καταγγελίας του ήταν ανεπαρκής.
Τι ανέφερε ο παραπονούμενος
Ο παραπονούμενος ισχυρίζεται πως δέχτηκε επίθεση και ξυλοδαρμό από τρία άτομα, τα οποία φέρονται να του επιτέθηκαν επειδή θεώρησαν πως ήταν ομοφυλόφιλος. Οι δράστες τελικά τον άφησαν να φύγει, απειλώντας τον μάλιστα ότι θα τον σκοτώσουν. Ο καταγγέλλων υποστήριξε ότι μπήκε τότε στο αυτοκίνητό του και κάλεσε την Αστυνομία, ενώ ο αστυνομικός, που ανταποκρίθηκε στην κλήση του, φέρεται να τον ρώτησε «τι γυρεύεις στο πάρκο;». Ακολούθως, ο παραπονούμενος, όπως ισχυρίστηκε, μετέβη στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λευκωσίας, όπου και εκεί ο επί καθήκοντι αστυνομικός τον ρώτησε «τι γύρευε στον κήπο έτσι ώρα», ενώ ήταν γενικότερα ειρωνικός και απαξιωτικός έναντί του, καθώς και έναντι φιλικού του προσώπου που τον συνόδευε.
Εντέλει, η καταγγελία του καταγράφηκε και ενημερώθηκε ότι έπρεπε να μεταβεί αμέσως στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών για σκοπούς ιατρικής εξέτασης και να προσέλθει στον Σταθμό για λήψη κατάθεσης την επόμενη βάρδια του αστυνομικού, που είχε καταγράψει το περιστατικό.
Ακολούθως, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ο παραπονούμενος μετέβη στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όταν ο εμπλεκόμενος αστυνομικός επικοινώνησε, τηλεφωνικώς, μαζί του και του ανέφερε ότι είχαν εντοπιστεί «τρεις Πακιστανοί» και «ένας Γεωργιανός» και ζήτησε από αυτόν να πάει στον Σταθμό για αναγνώριση, με τον πρώτο να αναφέρει ότι ήταν σε σειρά αναμονής για ιατρική εξέταση και δεν θα μπορούσε να πάει στον Σταθμό τη δεδομένη στιγμή.
Ο παραπονούμενος υποστήριξε ότι όταν προσήλθε την καθορισμένη μέρα στον Σταθμό για λήψη κατάθεσης η όλη στάση του εμπλεκόμενου αστυνομικού ήταν ειρωνική και απαξιωτική.
Σημείωσε ακόμη ότι σε μεταγενέστερο στάδιο (1 ή 2 ώρες μετά τη λήψη κατάθεσης) ο εμπλεκόμενος αστυνομικός επικοινώνησε εκ νέου με τον παραπονούμενο και του ανέφερε ότι υπήρχε η επιλογή, εφόσον πρώτα λαμβανόταν σχετική έγκριση, να προσέλθει στον Σταθμό για αναγνώριση (μέσω παράταξης φωτογραφιών) «του Γεωργιανού», ο οποίος ταίριαζε, κατά τον αστυνομικό, στην περιγραφή του παραπονούμενου για έναν από τους δράστες της επίθεσης.
Ο παραπονούμενος, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς, απάντησε ότι η αναγνώριση θα ήταν δύσκολη, δεδομένου ότι ο ψηλός από τους εμπλεκόμενους στην επίθεση φορούσε μαντήλι και δεν είχε δει το πρόσωπο του, χωρίς όμως να αρνηθεί την προοπτική αναγνώρισης μέσω παράταξης φωτογραφιών.
Τα σχόλια της Αστυνομίας
Στο πλαίσιο διερεύνησης του παραπόνου, η Επίτροπός ζήτησε και τα σχόλια της Αστυνομίας, η οποία από πλευράς της ανέφερε ότι με βάση τις θέσεις του αστυνομικού ο παραπονούμενος αρνήθηκε να συνεργαστεί με την Αστυνομία για τον εντοπισμό των προσώπων που του επιτέθηκαν.
Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι, μετά το πέρας της κατάθεσης, αστυνομικός τηλεφώνησε στον παραπονούμενο και του ζήτησε να προσέλθει στον σταθμό για να παραδώσει τα ρούχα που φορούσε κατά την επίθεση, ως τεκμήριο, καθώς και να μεταβούν μαζί στο σημείο, όπου έγινε το περιστατικό, με τον παραπονούμενο «παραδόξως» να αρνείται κάθε συνεργασία.
Καταγράφεται ακόμη ότι ο αστυνομικός περπάτησε στην περιοχή, με στόχο τον εντοπισμό κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης, τα οποία να καλύπτουν το σημείο της επίθεσης και διαπίστωσε ότι υπάρχουν κλειστά κυκλώματα στον χώρο του Ανώτατου Δικαστηρίου και της Βουλής, αλλά κανένα από αυτά δεν καλύπτει το σημείο στο οποίο, κατά τον ισχυρισμό του παραπονούμενου, έγινε το επεισόδιο ούτε τους εξωτερικούς χώρους του πάρκου.
Επισημαίνεται ακολούθως ότι έγιναν διάφορες εξετάσεις, με σκοπό την εξιχνίαση της υπόθεσης χωρίς αποτέλεσμα και συγκεκριμένα χωρίς να εντοπιστεί οποιοσδήποτε ύποπτος που να ταιριάζει με την παραγραφή που έδωσε ο παραπονούμενος. «Ως εκ των ανωτέρω οι εξετάσεις της Αστυνομίας οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο και ο παραπονούμενος ενημερώθηκε σχετικά».
Οι διαπιστώσεις της Επιτρόπου
Στην Έκθεση, η οποία έχει στόχο να παρατηρήσει κατά ποσό λήφθηκε υπόψη το ρατσιστικό κίνητρο και εάν ακολουθήθηκε η διαδικασία, που προβλέπεται στην ισχύουσα εγκύκλιο και από τη συνεκτίμηση των στοιχείων, που τέθηκαν υπόψη του Γραφείου της Επιτρόπου, σημειώνονται τα πιο κάτω:
- Παρά την απολύτως θεμιτή έννοια του ακρωνυμίου «ΛΟΑΤΙ», εντούτοις η γενικευμένη χρήση του από τον εμπλεκόμενο αστυνομικό στην κατάθεσή του δεν ήταν η ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις, αφού πουθενά ο παραπονούμενος δεν αναφέρει στο παράπονό του ότι είναι άνθρωπος που ανήκει στην ΛΟΑΤΙ κοινότητα, εκτός αν ο λόγος αναφοράς ήταν η διεύρυνση του ρατσιστικού κινήτρου, το οποίο όμως δεν διαφάνηκε ότι διερευνήθηκε στην παρούσα περίπτωση .
- Είναι, δε, σχεδόν βέβαιο, ότι, σε περίπτωση που ο παραπονούμενος θεωρείτο ετεροφυλόφιλος, καμία αναφορά δεν θα γινόταν στον σεξουαλικό του προσανατολισμό με την αντίστοιχη αναφορά σε αυτόν, ως «ο ετεροφυλόφιλος Άνθρωπος».
- Ταυτόχρονα, πουθενά στην κατάθεσή του ο εμπλεκόμενος αστυνομικός, δεν αναφέρει ότι η επίθεση, που δέχθηκε ο παραπονούμενος είχε, σύμφωνα με την κατάθεσή του, ομοφοβικό κίνητρο. Το ίδιο ισχύει και σε ότι αφορά τη σχετική καταχώρηση στο Ημερολόγιο Ενέργειας του Σταθμού. Η παράλειψη αυτή είναι άκρως σημαντική, δεδομένου ότι το κίνητρο μιας τέτοιας επίθεσης αποτελεί, σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο, επιβαρυντικό παράγοντα σε ότι αφορά την ποινή, σε περίπτωση καταδίκης των δραστών. Με αφορμή το εν λόγω παράπονο , υπενθυμίζεται πως η μη λήψη υπόψη του οποιουδήποτε ρατσιστικού κινήτρου κατά την διερεύνηση της καταγγελίας από την Αστυνομία ενδεχομένως να αποτρέπει τα ΛΟΑΤΙ άτομα από το να καταγγέλλουν ομοφοβικές συμπεριφορές, φοβούμενα περαιτέρω θυματοποίηση και χλευασμό.
Τα συμπεράσματα της Επιτρόπου
Στα συμπεράσματα της η Επίτροπος τονίζει ότι αποτελεί καθήκον κάθε σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των πολιτών και την προστασία των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων χωρίς διακρίσεις. Στο πλαίσιο αυτό, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΙ προσώπων δεν αποτελούν ειδικά προνόμια, αλλά θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ η κάθε δράση που στοχεύει στην εξάλειψη των διακρίσεων στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου, εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σεβασμού της κάθε μορφής ετερότητας και προστασίας των δικαιωμάτων όλων των μελών μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Τονίζεται, επιπλέον, ότι, παρά τις, αδιαμφισβήτητα, σημαντικές βελτιώσεις σε νομοθετικό επίπεδο αναφορικά με το θέμα της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΙ κοινότητας, τα φαινόμενα βίας και μίσους εναντίον των προσώπων αυτών εξακολουθούν να υφίστανται . Γι αυτό και τα σχετικά περιστατικά θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αναγνωρίζονται και να αξιολογούνται ως ομοφοβικά/τρανσφοβικά αδικήματα, χωρίς να υποτιμάται η σοβαρότητα και η βιαιότητά τους.
Προς αυτή την κατεύθυνση αυτή, σημειώνεται ότι καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η ενδελεχής και ευαισθητοποίηση και εξειδικευμένη εκπαίδευση των αστυνομικών που είναι επιφορτισμένοι με τη διερεύνηση ομοφοβικών/τρανσφοβικών αδικημάτων, με στόχο την καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης, συνεργασίας και ασφάλειας ανάμεσα στα θύματα και τις διωκτικές αρχές, ούτως ώστε να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της απουσίας καταγγελιών (underreporting). Υπογραμμίζεται ότι η παράλειψη ουσιαστικής αντιμετώπισής τους δεν μπορεί παρά να συνιστά ένα σοβαρό πλήγμα στο κράτος δικαίου.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έκθεση ΕΔΩ.