Τα άτομα που αντιμετωπίζουν οξεία επισιτιστική ανασφάλεια έχουν φτάσει τα 345 εκατ. παγκοσμίως

Τη στιγμή που περίπου 828 εκατ. άνθρωποι πέφτουν για ύπνο πεινασμένοι κάθε βράδυ, ο αριθμός όσων αντιμετωπίζουν οξεία επισιτιστική ανασφάλεια έχει εκτοξευθεί σε 345 εκατ., ενώ συνολικά 50 εκατ. άνθρωποι σε 45 χώρες βρίσκονται στο χείλος του λιμού.

Article featured image
Article featured image


Ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται αντιμέτωποι με οξεία επισιτιστική ανασφάλεια σε όλον τον κόσμο έχει υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας τα 345 εκατομμύρια (σε 82 χώρες) από το 2019, λόγω της πανδημίας της Covid-19, των συγκρούσεων και της κλιματικής αλλαγής, ανακοίνωσε την Τετάρτη το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP).

Πριν από την κρίση της πανδημίας, 135 εκατομμύρια άνθρωποι υπέφεραν από λιμό παγκοσμίως, δήλωσε στο πρακτορείο Reuters η Κορίν Φλάισερ, η περιφερειακή διευθύντρια του WFP. Έκτοτε, ο αριθμός αυτός εκτοξεύθηκε και αναμένεται ότι θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, λόγω της κλιματικής αλλαγής και των πολέμων.

Ο αντίκτυπος των περιβαλλοντικών προκλήσεων είναι ένας άλλος αποσταθεροποιητικός παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει στην έλλειψη τροφίμων, σε συγκρούσεις και μαζική μετανάστευση.

«Ο κόσμος δεν μπορεί να το αντέξει οικονομικά αυτό», είπε η Φλάισερ. «Βλέπουμε ότι έχουν δεκαπλασιαστεί οι εκτοπισμένοι παγκοσμίως λόγω της κλιματικής αλλαγής και των συγκρούσεων και φυσικά αυτά είναι αλληλένδετα. Και για αυτό ανησυχούμε πραγματικά για τις επιπτώσεις που θα έχουν συνδυαστικά η Covid-19, η κλιματική αλλαγή και ο πόλεμος στην Ουκρανία», είπε.


Στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, ο πόλεμος στην Ουκρανία είχε τεράστιο αντίκτυπο
, συνέχισε η Φλάισερ, εξηγώντας ότι η περιοχή αυτή εξαρτάται από τις εισαγωγές τροφίμων.

«Η Υεμένη εισάγει το 90% των αναγκών της σε τρόφιμα. Και το 30% από αυτά προέρχονται από χώρες της Μαύρης Θάλασσας», υπενθύμισε. Το WFP στηρίζει 13 εκατομμύρια από τα 16 εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν ανάγκη από επισιτιστική βοήθεια, αλλά η βοήθεια που παρέχει καλύπτει μόνο τις μισές καθημερινές ανάγκες ενός ατόμου λόγω έλλειψης κεφαλαίων. Το κόστος είχε αυξηθεί κατά 45% κατά μέσο όρο από μετά την πανδημία.

Το Ιράκ, από την πλευρά του, χρειάζεται περίπου 5,2 εκατομμύρια τόνους σιταριού, αλλά παράγει μόνο 2,3 εκατομμύρια τόνους. Η έλλειψη πρέπει να καλυφθεί με εισαγωγές, που όμως κοστίζουν ακριβά. Παρά την κρατική υποστήριξη, η σοβαρή ξηρασία και η έλλειψη νερού θέτουν σε κίνδυνο την ευημερία των μικροϊδιοκτητών σε όλο το Ιράκ, κατέληξε η Φλάισερ.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ