Πρόσωπα
Όλες οι φορές που ο έκπτωτος βασιλιάς Κωνσταντίνος «πρόσφερε» στην Ελλάδα
Η αναγγελία του θανάτου του αναμφίβολα αποτελεί θλιβερό γεγονός για τους οικείους του, ωστόσο η εξιδανίκευση και η μυθοποίησή του δεν συνάδουν ούτε με τη σημερινή ημέρα ούτε με καμία άλλη.
Ο Κωνσταντίνος Β΄ (Αθήνα, 2 Ιουνίου 1940 - 10 Ιανουαρίου 2023) ήταν Βασιλιάς της Ελλάδας από το 1964 έως το 1973, οπότε με δημοψήφισμα καταργήθηκε η μοναρχία και κηρύχθηκε έκπτωτη η δυναστεία από τη Χούντα των Συνταγματαρχών. Με το Δημοψήφισμα του 1974 εξέπεσε οριστικά του αξιώματός του στην Ελλάδα, καθώς οι πολίτες επέλεξαν με ποσοστό 69,2% την Αβασίλευτη Δημοκρατία ως μορφή του πολιτεύματος. Από το 1967, μετά το αποτυχημένο αντικίνημα κατά της δικτατορίας που οργάνωσε στις 13 Δεκεμβρίου, ζούσε αυτοεξόριστος στην Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τα τελευταία χρόνια αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα.
Ως βασιλιάς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορίας με σημαντικότερη την εμπλοκή του στα γεγονότα της Αποστασίας, όταν συγκρούστηκε με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, με αποτέλεσμα την παραίτηση του τελευταίου.
Τα 161 εκατομμύρια ευρώ
Στράφηκε κατά του ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 161,1 εκατομμύρια ευρώ και τελικά μετά από δικαστικές διαμάχες κατάφερε να αποζημιωθεί με 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003.
Όλα άρχισαν το 1992 όταν με συμφωνία με την τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη προβλεπόταν εκχώρηση της περιουσίας του τέως βασιλιά σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την εξαγωγή μεγάλου αριθμού της κινητής περιουσίας στο εξωτερικό.
Το 1994 ήρθε η ανάκληση αυτής της απόφασης από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Επιπροσθέτως, αφαίρεσε από τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο την περιουσία του στην Ελλάδα, αλλά και την ελληνική ιθαγένεια με τον νόμο 2215/1994.
Η βασιλική οικογένεια προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια και στο Συμβούλιο της Επικρατείας ενάντια στον ν. 2215/1994. Δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο, αλλά το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή της. Το 1997, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, συμφώνησε τελικά με το ΣτΕ.
Από το 1994, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, μαζί με ακόμα οκτώ μέλη της βασιλικής οικογένειας, κατέθεσε προσφυγή εις βάρος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο ισχυριζόμενος ότι ο νόμος 2215/1994 παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η βασιλική οικογένεια ισχυριζόταν πως με τη δήμευση της περιουσίας της χωρίς αποζημίωση, παραβιάστηκαν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα, ενώ κατήγγειλαν πως είχαν υποστεί εξευτελιστική μεταχείριση με την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας και την επιβολή του επωνύμου «Γλύξμπουργκ».
Στην προσφυγή του ο Κωνσταντίνος ζητούσε 161 εκατ. ευρώ. Το ελληνικό κράτος έδωσε τελικά 12 εκατ., τα οποία κατέβαλε από τον προϋπολογισμό «φυσικών καταστροφών», κάνοντας πολιτικό υπαινιγμό.
Η «αντιδικτατορική» του δράση
Και ενώ οι υποστηρικτές του θέλουν να τον παρουσιάζουν ότι πολέμησε τη δικτατορία. Μάλιστα λένε «κοιτάξτε τη φωτογραφία με τους συνταγματάρχες πόσο συνοφρυωμένος είναι», μια έρευνα από τον καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Μόενς Πελτ φέρνει στη δημοσιότητα έγγραφα σύμφωνα με τα οποία, ο Γλύξμπουργκ ήθελε πάση θυσία να μείνει στον θρόνο και να είναι βασιλιάς.
Έτσι από τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα προκύπτει ότι ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη δικτατορία και ιδιαίτερα με τον Παπαδόπουλο μέσω του Γερμανού και του Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα για να καταστήσει σαφές ότι:
-Ήταν πρόθυμος να επιστρέψει άνευ όρων στην Ελλάδα και να συγκυβερνήσει με τους πραξικοπηματίες. Δεχόταν μάλιστα, όταν επιστρέψει, να τεθεί υπό εικοσιτετράωρη καθημερινή επιτήρηση από ανθρώπους έμπιστους της δικτατορίας.
-Ήταν αντίθετος με κάθε διεθνή πίεση προς τη δικτατορία για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών. Στις πιέσεις αυτές συμπεριλαμβάνονταν η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης και η διακοπή της Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Ο Κωνσταντίνος προσφερόταν μάλιστα να εργαστεί για την αναστολή κάθε διεθνούς κριτικής εναντίον της επανάληψης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Χαρακτήρισε «αντιπατριωτική πράξη» κάθε τέτοια κριτική από Έλληνες.
-Αποδεχόταν το δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 και το θεωρούσε ως ένα ικανοποιητικό πλαίσιο άσκησης των πολιτικών ελευθεριών.
-Δεν σκόπευε να αποκαταστήσει τους αξιωματικούς που είχαν υποστηρίξει τον ίδιο στο λεγόμενο αντιπραξικόπημα του Δεκεμβρίου 1967.
-Επιδίωκε συνάντηση με τον Παπαδόπουλο εκτός Ελλάδας για τον διακανονισμό της επιστροφής του.
Η σφοδρή σύγκρουση με τον Γεώργιο Παπανδρέου
Στις 7 Μαΐου 1965, ενόσω από τη μια εξυφαίνονταν σενάρια ανατροπής της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου και από την άλλη γινόταν ολοένα και πιο συγκεχυμένο το πολιτικό σκηνικό στην Κύπρο, συνεκλήθη το Συμβούλιο του Στέμματος, προκειμένου να γίνει μια ανασκόπηση της κατάστασης σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και να επιχειρηθεί η διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής σε ό,τι αφορούσε το Κυπριακό Ζήτημα.
Ο πρωθυπουργός και αρχηγός της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ), Γεώργιος Παπανδρέου, ήταν της άποψης ότι ενδεχόμενη πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία ήταν ένα αβέβαιο και πολύ επικίνδυνο εγχείρημα, που θα οδηγούσε στον ενταφιασμό της Ένωσης με την Κύπρο.
Οι υποθέσεις «Περικλής» και «ΑΣΠΙΔΑ»
Θέλοντας, μάλιστα, να διαφυλάξει την πειθαρχία και τη σύμπνοια στους κόλπους του στρατεύματος, ο Παπανδρέου χειρίστηκε με προσεκτικό και υπεύθυνο τρόπο τις υποθέσεις «Περικλής» (εμπλοκή των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων στην εκτέλεση του σχεδίου που αποσκοπούσε στη νίκη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961) και «ΑΣΠΙΔΑ» (συνωμοτική παραστρατιωτική οργάνωση που είχε συγκροτηθεί από κατώτερους αξιωματικούς, απέβλεπε στην ανατροπή του βασιλιά Κωνσταντίνου και συνδεόταν στενά, κατά τον Γεώργιο Γρίβα, με τον Ανδρέα Παπανδρέου), παραπέμποντας και τις δύο σε στρατοδικείο.
Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν όξυνση των σχέσεων αφενός μεν ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τα Ανάκτορα, αφετέρου δε ανάμεσα στην Ένωση Κέντρου και την ΕΡΕ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Μέσα σε αυτήν την ιδιαίτερα φορτισμένη ατμόσφαιρα, στις 28 Ιουνίου, η κυβέρνηση Παπανδρέου ζήτησε και έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Η ρήξη των δύο ανδρών
Ο Γέρος της Δημοκρατίας, αφού προειδοποίησε το Παλάτι ότι δεν ήταν διατεθειμένος να ανεχτεί την ύπαρξη στεγανών διαμερισμάτων στους κόλπους της κυβέρνησής του, αλλά ούτε και συνδιοίκηση του κράτους, έλαβε την απόφαση να προβεί στην απομάκρυνση του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Πέτρου Γαρουφαλιά, και να αναλάβει ο ίδιος το συγκεκριμένο κρίσιμο χαρτοφυλάκιο.
Όμως, ο Γαρουφαλιάς όχι μόνο αρνήθηκε να υποβάλει την παραίτησή του, προκειμένου να διευκολύνει τους χειρισμούς του Παπανδρέου, αλλά και ισχυρίστηκε ότι έπαιρνε διαταγές από το βασιλιά και όχι από τον πρωθυπουργό.
Από τη δική του πλευρά, ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα απομάκρυνσης του Γαρουφαλιά.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, δημιουργήθηκε μείζονα πολιτική κρίση, καθώς οι κινήσεις του βασιλιά εξέφευγαν της συνταγματικής νομιμότητας και έθεταν εκ των πραγμάτων ζήτημα εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού.
Οι τρεις επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ των δύο ανδρών στο χρονικό διάστημα 8-15 Ιουλίου φανέρωναν απλώς το βαθύτατο ρήγμα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στην πολιτειακή και την πολιτική ηγεσία της χώρας.
Ο μεν Κωνσταντίνος κατηγορούσε τον πρωθυπουργό για άμεση ή έμμεση ανάμειξη σε συνωμοσία με σκοπό την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, ο δε Παπανδρέου απέρριπτε τις σχετικές κατηγορίες, καθώς και το δικαίωμα του βασιλιά να επεμβαίνει στο κυβερνητικό έργο.
Η παραίτηση Παπανδρέου και η κυβέρνηση των αποστατών
Στις 15 Ιουλίου 1965, κι αφού είχε προηγηθεί η διαγραφή του Γαρουφαλιά από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, ο Γεώργιος Παπανδρέου, εμμένοντας στις προαναφερθείσες απόψεις του και παρά τις εκκλήσεις ηγετικών στελεχών του κόμματός του, ακολούθησε τον δρόμο της ρήξης με τα Ανάκτορα ανακοινώνοντας στον βασιλιά ότι την επομένη επρόκειτο να υποβάλει εγγράφως την παραίτησή του.
Όμως, ο βασιλιάς δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει χρόνο. Το ίδιο βράδυ ανακοινώθηκε ραδιοφωνικώς η ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον πρόεδρο της Βουλής, Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, που έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος «πρωθυπουργός της Αποστασίας».
Το σχέδιο του Κωνσταντίνου και των αμερικανικών κύκλων για την απομάκρυνση των Παπανδρέου, την απόσπαση βουλευτών από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου και τη συγκρότηση μιας φιλοβασιλικής κυβέρνησης με την υποστήριξη της ΕΡΕ είχε γίνει πραγματικότητα.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου χαρακτήρισε τη νέα κυβέρνηση, την αποκληθείσα κυβέρνηση των αποστατών, ομάδα προδοτών και κάλεσε τον ελληνικό λαό σε πάνδημη ειρηνική εκδήλωση εναντίον της προδοσίας.
Η οξύτατη πολιτική κρίση που είχε προκληθεί αφενός μεν σηματοδότησε την έναρξη της ταραχώδους περιόδου που έμελλε να ακολουθήσει και έμεινε στην ιστορία ως «Ιουλιανά», αφετέρου δε οδήγησε στο λεγόμενο Δεύτερο Ανένδοτο Αγώνα, με χιλιάδες Αθηναίους να κατεβαίνουν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για το «βασιλικό πραξικόπημα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση Νόβα καταψηφίστηκε από τη Βουλή στις 5 Αυγούστου, ενώ την ίδια τύχη είχε και η επακολουθήσασα κυβέρνηση Τσιριμώκου στις 28 Αυγούστου.
Με πληροφορίες από aftodioikisi.gr, tovima.gr & wikipedia