Ένα ηφαιστειακό νησί στην Ισλανδία έγινε εργαστήριο ζωής
Η ιστορία του νησιού προσφέρει ελπίδα και μαθήματα ανθεκτικότητας.
Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025
3
λεπτά
Το πλήρωμα του πλοίου Ísleifur II μόλις είχε τελειώσει το ψάρεμα στα νότια παράλια της Ισλανδίας, όταν αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μέσα στο μισοσκόταδο ενός πρωινού του Νοεμβρίου του 1963, ένα σκοτεινό σύννεφο απλώθηκε πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Οι ψαράδες έτρεξαν στο ραδιόφωνο, πιστεύοντας πως κάποιο άλλο πλοίο είχε πάρει φωτιά, αλλά δεν υπήρχε κανένα σήμα κινδύνου.
Ξαφνικά, το τράτα τους άρχισε να παρασύρεται ανεξήγητα. Ο μάγειρας ξύπνησε έντρομος τον καπετάνιο, πιστεύοντας ότι είχαν παγιδευτεί σε μια δίνη. Όταν όμως κοίταξαν μέσα από τα κιάλια, είδαν στήλες στάχτης να εκρήγνυνται από το νερό, ένα ηφαίστειο είχε ξεσπάσει κάτω από τη θάλασσα.
Μέχρι να ανατείλει ο ήλιος, η στάχτη είχε σκοτεινιάσει τον ουρανό και ένας υποθαλάσσιος ύφαλος άρχισε να αναδύεται. Την επόμενη μέρα, είχε ήδη ύψος 10 μέτρων, και μία ακόμη αργότερα 40. Ένα νέο νησί γεννιόταν.
Δύο μήνες μετά, η μαύρη βραχώδης μάζα είχε μήκος πάνω από ένα χιλιόμετρο και ύψος 174 μέτρα. Ονομάστηκε Σούρτσεϊ (Surtsey), από τον γίγαντα της φωτιάς Σούρτρ της σκανδιναβικής μυθολογίας.
Οι κάτοικοι του κοντινού αρχιπελάγους Βέστμαν παρακολουθούσαν το φαινόμενο, καθώς κεραυνοί έπεφταν στο ηφαίστειο που εξακολουθούσε να εκρήγνυται για σχεδόν δύο χρόνια. «Είναι εξαιρετικά σπάνιο να σχηματιστεί ένα νησί από έκρηξη και να επιβιώσει. Συμβαίνει μία φορά κάθε 3.000 έως 5.000 χρόνια στην περιοχή αυτή», εξηγεί η γεωγράφος Όλγκα Κολμπρουν Βιλμουνταρντότιρ του Ινστιτούτου Φυσικών Επιστημών της Ισλανδίας.
Η εμφάνιση της Σούρτσεϊ αποτέλεσε μοναδική επιστημονική ευκαιρία: για πρώτη φορά, οι ερευνητές μπορούσαν να παρατηρήσουν πώς η ζωή αναδύεται από το μηδέν, χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση.
Το 1965, η κυβέρνηση κήρυξε τη Σούρτσεϊ προστατευόμενη περιοχή. Μόνο επιστήμονες και ελάχιστοι δημοσιογράφοι επιτρεπόταν να την επισκεφθούν, υπό αυστηρή επίβλεψη. Εκείνη τη χρονιά εντοπίστηκε το πρώτο φυτό, ένα θαλάσσιο ραδίκι που είχε ξεβραστεί από τα κύματα.
«Οι πρώτοι επιστήμονες που πάτησαν το πόδι τους εκεί είδαν σπόρους και φυτικά υπολείμματα να έχουν ξεβραστεί στις ακτές. Ακόμη και πουλιά πλησίαζαν από περιέργεια, ενώ το ηφαίστειο συνέχιζε να βρυχάται», θυμάται η Βιλμουνταρντότιρ.
Αρχικά, οι επιστήμονες πίστευαν ότι φύκη και βρύα θα ήταν οι πρώτοι εποικιστές, δημιουργώντας ένα στρώμα εδάφους για τα επόμενα φυτά. Όμως το στάδιο αυτό παραλείφθηκε. Μετά από δέκα χρόνια, είχαν εμφανιστεί περίπου δέκα είδη φυτών, αλλά η πρόοδος σταμάτησε, μέχρι που ήρθαν οι γλάροι.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μαυροπλάτες γλάροι άρχισαν να φωλιάζουν στο νησί. Οι κουτσουλιές τους έφεραν σπόρους και θρεπτικά στοιχεία, δημιουργώντας εύφορες πράσινες εκτάσεις πάνω στον μαύρο βράχο. «Αυτό που βλέπουμε είναι εντυπωσιακό», λέει ο Πάβελ Βάσοβιτς, διευθυντής βοτανικής στο Ινστιτούτο Φυσικών Επιστημών. «Αποδείχθηκε ότι ακόμη και φυτά χωρίς σαρκώδεις καρπούς μπορούν να μεταφερθούν από τα πουλιά μέσω των περιττωμάτων τους».
Σήμερα, ακόμη και φώκιες έχουν κάνει το νησί καταφύγιό τους, γεννώντας τα μικρά τους στις ακτές και εμπλουτίζοντας το έδαφος με άζωτο μέσω των φυσικών τους αποβλήτων. Ωστόσο, οι επιστήμονες προειδοποιούν πως η Σούρτσεϊ δεν θα διαρκέσει για πάντα. Οι ακτές της φθείρονται συνεχώς από τα κύματα και ως το τέλος του αιώνα προβλέπεται ότι μεγάλο μέρος της θα έχει χαθεί.
Η βιοποικιλότητά της θα κορυφωθεί και στη συνέχεια θα μειωθεί, αφήνοντας πίσω έναν απότομο, βραχώδη σχηματισμό. Παρ’ όλα αυτά, το μήνυμά της θα μείνει ζωντανό: ακόμη και στα πιο αφιλόξενα μέρη, η ζωή βρίσκει τρόπο να επιστρέψει. «Η Ισλανδία προσφέρει κάτι πολύτιμο στην ανθρωπότητα διατηρώντας τη Σούρτσεϊ ανέπαφη», τονίζει η Βιλμουνταρντότιρ. «Όταν βρίσκομαι εκεί, ακούω μόνο τα πουλιά και βλέπω τις φώκιες να ξεπροβάλλουν από τη θάλασσα. Είναι σαν να βρίσκεσαι στην αρχή του κόσμου».