Το «χωριό του Βιάγκρα» στην Ιρλανδία «απειλείται» και αυτός είναι ο λόγος

Σοβαρά τα πράγματα.

Article featured image
Article featured image

Όταν η Pfizer ξεκίνησε την ανάπτυξη του Βιάγκρα στη νοτιοδυτική Ιρλανδία, τη δεκαετία του 1970, μετέτρεψε το ήσυχο ψαροχώρι Ρινγκασκίντι σε βιομηχανική δύναμη και έδωσε ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της κομητείας Κορκ.

Αλλά σήμερα, η φαρμακευτική βιομηχανία –και η ευρύτερη περιοχή της κομητείας του Κορκ, που εξαρτάται από αυτήν– βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα των δασμών που έχει επιβάλλει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Καθώς επιχειρεί να μειώσει το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, ο Τραμπ δηλώνει αποφασισμένος να ανακτήσει την παραγωγή φαρμάκων για την απώλεια βάρους, τις θεραπείες του καρκίνου, και άλλων φαρμακευτικών προϊόντων – και απειλεί με την επιβολή δασμών έως και 250% στον κλάδο, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του Politico.

irelan.png



Η ιρλανδική φορολογική πολιτική, σύμφωνα με τον πρόεδρο, «έκλεψε» από τις ΗΠΑ τα φάρμακα. Από το σύνολο των σκευασμάτων αξίας 213 δισ. δολαρίων (180 δισ. ευρώ) που εισάγουν οι ΗΠΑ, το μεγαλύτερο μερίδιο προέρχεται από την Ιρλανδία – η οποία αποτελεί παγκόσμιο ηγέτη στην παραγωγή επώνυμων φαρμάκων, λόγω του ελκυστικού φορολογικού καθεστώτος που διέπει τον εν λόγω κλάδο.

Η Ιρλανδία, ως μια από τις πιο ανοιχτές οικονομίες της Ευρώπης, είναι ιδιαιτέρως ευάλωτη στην επιβολή δασμών. Η μόνη παρηγοριά των ντόπιων είναι η συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Λευκού Οίκου του περασμένου Ιουλίου, η οποία θεωρητικά περιορίζει τους αμερικανικούς δασμούς στις εισαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων από την ΕΕ στο 15% – και εξαιρεί τα γενόσημα φάρμακα.

Η κομητεία του Κορκ φιλοξενεί επτά από τις δέκα μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως. Πάνω από 11.000 άνθρωποι εργάζονται στον κλάδο, με δεκάδες χιλιάδες επιπλέον σε βοηθητικές θέσεις. Μόνο στο χωριό Ρινγκασκίντι φιλοξενούνται οι Pfizer και Johnson & Johnson, η Sterling Pharma Solutions που παράγει φάρμακα για τη Novartis, καθώς και μικρότερες εταιρείες, όπως οι Recordati, BioMarin και Hovione.

Όταν η Pfizer κατέφθασε στο χωριό το 1969, οι εργαζόμενοί της περνούσαν τα μεσημεριανά διαλείμματά τους κατασκευάζοντας ένα γήπεδο μίνι γκολφ για την τοπική κοινότητα. Η γειτονική κωμόπολη, Καριγκαλίν, πριν από 50 χρόνια φιλοξενούσε μόνο ένα εργοστάσιο κεραμικής. Σήμερα είναι η βάση πολλών φαρμακευτικών βιομηχανιών.

Στη δεκαετία του 1980, η άφιξη των πολυεθνικών εταιρειών στην πόλη του Κορκ – τη δεύτερη μεγαλύτερη της Ιρλανδίας – άμβλυνε τον αντίκτυπο του κλεισίματος των μονάδων παραγωγής της αυτοκινητοβιομηχανίας Ford και της εταιρείας παραγωγής ελαστικών Dunlop. Αμερικανικές εταιρείες φαρμάκων και πληροφορικής οδήγησαν στην ανάπτυξη της πόλης, η οποία πλέον αποτελεί έδρα του τεχνολογικού γίγαντα Apple.

Σε εθνικό επίπεδο, η επιτυχία του φαρμακευτικού κλάδου συνέβαλε στην τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης στην επονομαζόμενη «εποχή του Κέλτικου Τίγρη» – από τη δεκαετία του 1990 έως τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Αυτή οφειλόταν στις μεγάλης κλίμακας ξένες επενδύσεις, ιδίως από τις ΗΠΑ, στους χαμηλούς εταιρικούς φόρους, στο εξειδικευμένο αγγλόφωνο εργατικό δυναμικό, και στην ένταξη της χώρας στην ΕΕ.

Ειδικά η συμβολή των φαρμακευτικών εταιρειών στη χώρα είχε τριπλή ευεργετική επίπτωση – δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας υψηλής αξίας με υψηλές αποδοχές, αναπτύχθηκε ένα οικοσύστημα προμηθευτών και υπεργολάβων, και αυξήθηκαν κατακόρυφα τα κρατικά έσοδα. Παράλληλα, το Κορκ μετατράπηκε σε διεθνή κόμβο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στους τομείς της φαρμακευτικής.


Από την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, αυτή η ατμομηχανή της ιρλανδικής οικονομίας δέχεται λεκτικές –μέχρι στιγμής– επιθέσεις, αποκαλύπτοντας πόσο η ιρλανδική οικονομική επιτυχία εξαρτάται από την ικανότητα της χώρας να παραμείνει κεντρικός προορισμός για τις αμερικανικές εταιρείες – οι οποίες, πέρα από τα φορολογικά οφέλη που απολαμβάνουν, έχουν μεταφέρει στη χώρα τα κέρδη και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας τους.

Ο Τραμπ δήλωνε τον Αύγουστο στο CNBC ότι «θέλουμε τα φαρμακευτικά προϊόντα μας να κατασκευάζονται στη χώρα». Στο πλαίσιο της υπόσχεσής του να μειώσει τις τιμές των φαρμάκων και να επαναφέρει την παραγωγή στις ΗΠΑ, ξεκίνησε τον περασμένο Απρίλιο μια έρευνα στον φαρμακευτικό τομέα, βάσει του Αρθρου 232 του νόμου για την επέκταση του εμπορίου, ώστε να διερευνήσει τον αντίκτυπο των εισαγωγών στην εθνική ασφάλεια – και να επιβάλει δασμούς, εάν χρειαστεί.

Οι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι είναι απίθανο ο Τραμπ να επιβάλει δασμό τόσο υψηλό όσο ο απειλούμενος του 200%, ή 250%. Ωστόσο, ο πρώτος «χαμηλότερος δασμός», επιπέδου όχι πάνω από 15% –υπό την προϋπόθεση ότι ο πρόεδρος θα τηρήσει τους όρους της οικονομικής συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ– θα μπορούσε να ακολουθηθεί από έναν εξαιρετικά αβάσταχτο δασμό ύψους 50% μετά από ένα ή δύο χρόνια.

Το μήνυμα πέρασε ήδη στις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες. Γίγαντες του κλάδου, όπως η Eli Lilly και η Johnson & Johnson ανακοίνωσαν φέτος νέες επενδύσεις στις ΗΠΑ. Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η δασμολογική πολιτική του Τραμπ κινδυνεύει να αυξήσει τις τιμές των φαρμάκων στη χώρα και να οδηγήσει σε ελλείψεις, αντί να ωθήσει σε μεγάλης κλίμακας μετεγκαταστάσεις, που είναι ο κεντρικός στόχος της.

Παρότι το δασμολογικό όριο του 15% που προβλέπεται από τη συμφωνία ΕΕ – ΗΠΑ προσφέρει στον κλάδο μια ανακούφιση, οι εταιρείες πρέπει να κάνουν δύσκολους συνδυαστικούς υπολογισμούς. Τα προϊόντα που κατασκευάζονται στην Ιρλανδία θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να μεταφερθούν στις ΗΠΑ, ενώ από άλλα σημεία του πλανήτη μπορούν να μετεγκατασταθούν ευκολότερα στην Αμερική.

Προς το παρόν, αυτά τα σενάρια παραμένουν υποθετικά, αλλά το στίγμα τους έχει αρχίσει ήδη να διαφαίνεται. Με τις εταιρείες να σπεύδουν να εξάγουν τα προϊόντα τους στις ΗΠΑ, οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων από την Ιρλανδία προς την Αμερική έχουν ήδη αυξηθεί κατά σχεδόν 50% τους πρώτους πέντε μήνες του τρέχοντος έτους. Οι «γεωπολιτικές ανησυχίες» θεωρούνται μία από τις τρεις κορυφαίες απειλές για τις ιρλανδικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα.

Οι φαρμακευτικοί κολοσσοί, ως επί το πλείστον, παραμένουν σιωπηλοί. Μόνο η Novartis, η οποία προμηθεύεται από την Sterling Pharma Solutions, που εδρεύει στην Ιρλανδία, προειδοποιεί ότι «η εισαγωγή δασμών ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας πρόσθετων εμποδίων που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν περαιτέρω την πρόσβαση σε θεραπείες που σώζουν ζωές».

Αντιδρώντας στη συμφωνία μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ, η Ιρλανδική Ένωση Φαρμακευτικής Υγείας προειδοποιεί ότι «οι δασμοί στα φάρμακα θα προσθέσουν ένα σημαντικό νέο κόστος εκεί που δεν υπήρχε πριν, και θα αποτελέσουν τροχοπέδη για τις επενδύσεις, τις θέσεις εργασίας και την καινοτομία». Εργαζόμενοι σε φαρμακευτικό εργοστάσιο του Κορκ λένε στο Politico ότι η παραγωγή του επιβραδύνθηκε τους τελευταίους δύο μήνες, λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί στον σχεδιασμό.

Παράλληλα, οι εταιρείες έχουν μεταφέρει σε δημοτικούς συμβούλους του Κορκ ότι οι μελλοντικές επενδύσεις που σχεδίαζαν για το 2030 έχουν ήδη αναβληθεί, μέχρι να ξεκαθαρίσει το καθεστώς των δασμών. Πολιτικοί του ιρλανδικού κοινοβουλίου ζητούν «συνεχή διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης και συνεργασίας» με την Ουάσινγκτον και «ανανέωση της ελκυστικότητας της χώρας για άμεσες ξένες επενδύσεις».

Στις Βρυξέλλες, νομοθέτες από την Ιρλανδία παροτρύνουν την ΕΕ να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του μπλοκ. Ζητούν μείωση της υπερβολικής γραφειοκρατίας για τις επιχειρήσεις και ανάπτυξη των σχεδιαζόμενων μέτρων της Κομισιόν για την εξασφάλιση πρόσβασης σε νέες αγορές μέσω εμπορικών συμφωνιών. Αυτές οι πρωτοβουλίες ίσως καθορίσουν το μέλλον της οικονομικής βιωσιμότητας των τοπικών κοινοτήτων της κομητείας του Κορκ.

Πηγή: Protagon.gr (μέσω Politico)

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ