Ο Ενρίκο Τόστι-Κρότσε οδηγούσε στο Βιγιαρίκα, στη νότια Χιλή, όταν άκουσε στο ραδιόφωνο ότι η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε από το Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει τα περίφημα Γλυπτά του Παρθενώνα.
«Όταν άκουσα την είδηση, είπα: “Ουάου, εγώ έχω ένα μικρό κομμάτι του Παρθενώνα”», είπε ο Τόστι-Κρότε, σύμφωνα με το The Art Newspaper.
Η ιστορία του θραύσματος
«Ο πατέρας μου ήταν μέλος του Ιταλικού Ναυτικού, ταξίδευε εκτενώς στη Μεσόγειο, και τη δεκαετία του 1930 επισκέφτηκε την Αθήνα», θυμάται ο Tosti-Croce. «Ανέβηκε στην Ακρόπολη σε εκείνο το ταξίδι και πήρε μαζί του αυτό το κομμάτι ως σουβενίρ. Μου είπε πως ήταν από τον Παρθενώνα».
Ο 78χρονος σήμερα Ενρίκο Τόστι-Κρότσε έφτασε στο λιμάνι του Βαλπαραΐσο στη Χιλή το 1950, ξεκινώντας από τη Γένοβα και περνώντας μέσω Μπουένος Άιρες, σε ηλικία δυόμισι ετών, μαζί με τη μητέρα και τη μικρότερη αδερφή του. Ο πατέρας του, Γκαετάνο Τόστι-Κρότσε, είχε φτάσει εκεί έναν χρόνο νωρίτερα.
Ο Γκαετάνο Τόστι-Κρότσε ήταν μέλος του Ιταλικού Ναυτικού και αρχιμηχανικός στο υποβρύχιο Console Generale Liuzzi, το οποίο βυθίστηκε από βρετανικά αντιτορπιλικά, νότια της Κρήτης, στις 27 Ιουνίου 1940 – μόλις 17 ημέρες μετά την είσοδο της Ιταλίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Γκαετάνο ήταν μεταξύ των διασωθέντων, στη συνέχεια αιχμαλωτίστηκε και στάλθηκε από τους Βρετανούς στην Ινδία. Μετά τον πόλεμο επαναπατρίστηκε και το 1947 γεννήθηκε ο Enrico. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Γκαετάνο επέστρεψε στην Ιταλία, αποστρατεύτηκε από το ναυτικό και μετανάστευσε στη Χιλή.
Μαζί με την οικογένεια, πέρασε τον Ατλαντικό κι ένα κομμάτι μαρμάρου βάρους 1,2 κιλών –ένα τραπεζοειδές θραύσμα διακοσμημένο με άνθη λωτού– το οποίο ο Γκαετάνο είχε πάρει από την Ακρόπολη όταν επισκέφθηκε την Αθήνα με το ναυτικό τη δεκαετία του 1930. Το κομμάτι αυτό παρέμεινε ως διακοσμητικό στις διάφορες κατοικίες της οικογένειας.