Πρωτεΐνες στο ανθρώπινο σώμα αποκαλύπτουν προειδοποιητικά σημάδια για Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον

Η ανάλυση μεγάλου συνόλου βιολογικών δεδομένων αποκαλύπτει στοιχεία που θα βοηθήσουν στην ανίχνευση και την καταπολέμηση νευροεκφυλιστικών παθήσεων.

Article featured image
Article featured image

Μια διεθνής έρευνα για τις πρωτεΐνες του ανθρώπινου σώματος αποκάλυψε νέα δεδομένα σχετικά με τη γήρανση, αλλά και τρόπους εντοπισμού και αντιμετώπισης νευρολογικών ασθενειών όπως η νόσος Αλτσχάιμερ και το Πάρκινσον.

Η μελέτη, βασισμένη στη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη πρωτεϊνών που έχει ποτέ δημιουργηθεί, φέρνει την επιστημονική κοινότητα «πιο κοντά από ποτέ στη στιγμή που η διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ θα πάψει να αποτελεί θανατική καταδίκη», δήλωσε ο Μπιλ Γκέιτς, φιλάνθρωπος και συνιδρυτής της Microsoft, που συμμετείχε στη χρηματοδότηση του έργου.

Τα ευρήματα, που δημοσιεύτηκαν την Τρίτη σε σειρά επιστημονικών άρθρων στο Nature Medicine, εντάσσονται σε μια δυναμικά αναπτυσσόμενη διεθνή προσπάθεια να αξιοποιηθούν μεγάλα βιολογικά δεδομένα με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης, ώστε να εντοπιστούν πρώιμοι βιοδείκτες και να αντιμετωπιστούν ασθένειες που έως σήμερα θεωρούνται εξαιρετικά δύσκολες στη θεραπεία.

Οι ερευνητές εντόπισαν μια χαρακτηριστική πρωτεΐνη –ή βιοδείκτη– που συνδέεται με φορείς μιας συγκεκριμένης γενετικής παραλλαγής που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης Αλτσχάιμερ. Παράλληλα, μελέτησαν πώς μεταβάλλονται με την ηλικία τα επίπεδα πρωτεϊνών συνδεδεμένων με γνωστικές λειτουργίες και εντόπισαν πρότυπα αλλαγών στα επίπεδα πρωτεϊνών σε διάφορες νευροεκφυλιστικές ασθένειες.

«Το πιο άμεσο και ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι τα μοτίβα πρωτεϊνικών ανωμαλιών που προβλέπουν τις νευροεκφυλιστικές ασθένειες αποκαλύπτουν νέες πτυχές της βιολογίας που διέπει την ανάπτυξή τους», δήλωσε ο καθηγητής κλινικής νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, Τσαρλς Μάρσαλ. «Αυτό ανοίγει τον δρόμο για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων και, εν τέλει, για την ανάπτυξη νέων θεραπειών.»

Η έρευνα για τις νευροεκφυλιστικές ασθένειες σημειώνει ραγδαία ανάπτυξη

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Global Neurodegeneration Proteomics Consortium (GNPC), μιας πρωτοβουλίας που ξεκίνησε το 2023, συγκεντρώνοντας ερευνητικά ιδρύματα με την υποστήριξη της Johnson & Johnson και του Gates Ventures.

Ο Σάιμον Λόβστοουν, επικεφαλής παγκόσμιου ερευνητικού έργου ανακάλυψης και μετάφρασης φαρμάκων στην Johnson & Johnson, σημείωσε ότι μετά από δεκαετίες αργής προόδου, η έρευνα για τις νευροεκφυλιστικές ασθένειες σημειώνει ραγδαία ανάπτυξη. «Η κλίμακα και το βάθος του συνόλου δεδομένων, σε συνδυασμό με εναρμονισμένα κλινικά δεδομένα, δημιουργούν έναν μοναδικό πόρο, ικανό να μεταμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο μελετούμε, ανιχνεύουμε και θεραπεύουμε τις νευροεκφυλιστικές νόσους», είπε.

Η κοινοπραξία έχει δημιουργήσει ένα σύνολο δεδομένων που περιλαμβάνει περίπου 250 εκατομμύρια μοναδικές μετρήσεις πρωτεϊνών και 35.000 βιολογικά δείγματα από 23 ερευνητικές ομάδες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, καθώς και άλλα ανωνυμοποιημένα κλινικά δεδομένα. Τα δεδομένα αυτά είναι διαθέσιμα δωρεάν για ερευνητές και ενδιαφερόμενους μέσω διαδικτύου.

Οι νευροεκφυλιστικές νόσοι εκτιμάται ότι επηρεάζουν πάνω από 50 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, ενώ ο αριθμός αυτός προβλέπεται να διπλασιαστεί έως το 2050, κυρίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Οι περιπτώσεις Αλτσχάιμερ —η συχνότερη αιτία άνοιας— και Πάρκινσον —νόσος που επηρεάζει την κίνηση και άλλες λειτουργίες— παρουσιάζουν ιδιαίτερα αυξητικές τάσεις.

Η σπουδαιότητα της χρήσης μεγάλων όγκων δεδομένων για τη μελέτη των νευροεκφυλιστικών ασθενειών υπογραμμίστηκε από την Αμάντα Χέσλεγκρέιβ, κύρια ερευνήτρια στο UK Dementia Research Institute και υπεύθυνη του «Εργοστασίου Βιοδεικτών» του University College London.

Το σκέλος της έρευνας που εξετάζει τη «βιολογική αλληλεπικάλυψη» μεταξύ Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον θα μπορούσε να ενισχύσει νέες προσπάθειες ταυτόχρονης αντιμετώπισης των δύο ασθενειών, δήλωσε ο Σάιμον Στοτ, ερευνητικός διευθυντής στον οργανισμό Cure Parkinson’s. Ο φορέας αυτός συνεργάζεται με τον οργανισμό Alzheimer’s Research UK για την εξερεύνηση φαρμάκων με πιθανή κοινή δράση.

«Οι βιοδείκτες είναι απολύτως κρίσιμοι όχι μόνο για την κατανόηση της υποκείμενης βιολογίας των ασθενειών αυτών, αλλά και για την επιτυχία των κλινικών δοκιμών με στόχο την αντιμετώπισή τους», σημείωσε ο Στοτ και πρόσθεσε «μέσω αυτών μπορούμε να παρακολουθούμε την πορεία των ασθενών κατά τη διάρκεια των κλινικών δοκιμών και να διαπιστώνουμε κατά πόσο το υπό δοκιμή φάρμακο έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα».


Πηγή: Lifo

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ