Ο Τουμπού δεν έβρισκε κρητικές λύρες στην Κύπρο και άρχισε να φτιάχνει ο ίδιος

«‘Τουμπού’ είναι το παρατσούκλι που μου έμεινε από το σχολείο. Ετοιμάζαμε ένα σκετσάκι και, επειδή ήμουν μεγαλόσωμος, μου ζήτησαν οι δάσκαλοι να υποδυθώ τον παππού. Έπρεπε να φορέσω βράκα, μπότες, να κρατώ μπαστούνι και να καμπουριάζω. Εγώ δεν ήθελα να καμπουριάζω και το πήραν στην πλάκα οι φίλοι μου και μου φώναζαν ‘καμπούρα’, ‘κάμπα’ κι άλλα και, πως κατέληξε, έμεινε ηχητικά ένα ‘Τουμπού’. Οι φίλοι μου με φωνάζουν έτσι ακόμα, το ίδιο και όσοι με γνωρίζουν σήμερα, νομιζόμενοι πως πρόκειται για το επίθετό μου. Ακόμα και η μάνα μου με φωνάζει ‘Τουμπού’ καμιά φορά».

 


Article featured image
Article featured image

Ο Χρίστος (Χαραλάμπους) ο Τουμπού είναι στα τριάντα και κάτι. Εργαζόταν για χρόνια ως διανομέας σε ιδιωτική εταιρία ώσπου κάποια στιγμή αποφάσισε να παρατήσει τη δουλειά του και να ασχοληθεί αποκλειστικά με την οργανοποιία. Μπαίνοντας στο εργαστήρι του, και με έντονη εκείνη την ελκυστική μυρωδιά του ξύλου να σου γαργαλάει την μύτη, θα δεις κρεμασμένα διάφορα παραδοσιακά όργανα. Ο ίδιος ωστόσο τρέφει μία ιδιαίτερη αγάπη για τις κρητικές λύρες.

Ένα ταξίδι στην Κρήτη, η μετέπειτα επιθυμία του να μάθει να παίζει λύρα και η… έλλειψη του εν λόγω μουσικού οργάνου απ’ την χώρα μας, άνοιξε γι’ αυτόν ένα δημιουργικό παράθυρο στην ζωή του. Γεννώντας μαζί και μία ενδιαφέρουσα ιστορία.

 

Πρώτη φορά ακούω για κάποιον που φτιάχνει κρητικές λύρες στην χώρα μας.

Όντως, δεν είναι συνηθισμένο. Προσωπικά ασχολούμαι με την οργανοποιεία την τελευταία δεκαετία, παρόλα αυτά την τελευταία τριετία αποτελεί την βασική μου δουλειά.

 

Τι έκανες προηγουμένως;

Ήμουν υπάλληλος, διανομέας συγκεκριμένα, σε ιδιωτική εταιρία. Πριν από τρία χρόνια πήρα την απόφαση να ασχοληθώ σε καθημερινή βάση με αυτό που αγαπώ. Άφησα την δουλειά μου και αφιερώθηκα εξ ολοκλήρου στην οργανοποιεία και την μελέτη των πολλαπλών πτυχών των παραδοσιακών οργάνων. Οι κρητικές λύρες είναι και ο κεντρικός, θα έλεγα, πυρήνας, της ασχολίας μου αυτής.

 

Τι προκάλεσε το ενδιαφέρον σου για την κρητική λύρα συγκεκριμένα;

Στα 21 μου είχα ταξιδέψει στην Κρήτη για να επισκεφτώ κάποιους συγγενείς. Μου είχε κάνει εντύπωση η κρητική μουσική, στις ταβέρνες, στα ραδιόφωνα, στα γλέντια. Είχα εντυπωσιαστεί κι απ’ τον κόσμο, όταν παρατήρησα την αγάπη που έχουν για την παράδοσή τους, την χαρά τους όταν άκουγαν τον γνώριμο γι’ αυτούς ήχο της λύρας αλλά γενικότερα και την περηφάνια τους για οτιδήποτε ντόπιο, απ’ το φαγητό μέχρι το ποτό. Με είχε εξιτάρει η εικόνα αυτή.

 

 

Γιατί νομίζεις σου προκάλεσε τόση εντύπωση;

Μάλλον γιατί δεν είναι γνώριμο, ως βίωμα, στην Κύπρο. Να νιώθεις έντονα πως ο κόσμος χαίρεται την παράδοσή του, να μπαίνει στην διαδικασία να την εξελίξει ή να νιώθει περήφανος γι’ αυτήν. Μας διακατείχε, για χρόνια, μία μανία, και μία λατρεία μαζί, για υλικά και συμπεριφορές που απείχαν πολύ απ’ την ιστορία μας. Αυτό είναι κάτι που νομίζω -ή θέλω να νομίζω- πως αλλάζει με τον καιρό. Σε εκείνο το ταξίδι μου στην Κρήτη, ένιωσα πως η πλειονότητα του κόσμου ήταν, μ’ ένα σύγχρονο τρόπο, δεμένη με την παράδοσή της.


Είχα την επιθυμία να μάθω να παίζω κρητική λύρα, μια επιθυμία τόσο δυνατή που έκανα δυο-τρεις μέρες να κοιμηθώ 


Και πως επηρέασε το ταξίδι εκείνο την μετέπειτα πορεία σου;

Επέστρεψα στην Κύπρο και είχα βάλει βαθιά μέσα μου την εμπειρία και το συναίσθημα που βίωσα εκεί. Πολύ σύντομα μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να μάθω να παίζω κρητική λύρα, μια επιθυμία τόσο δυνατή που έκανα μάλιστα δυο-τρεις μέρες να κοιμηθώ.

 

Έκανες δυο μέρες να κοιμηθείς επειδή ήθελες να μάθεις να παίζεις κρητική λύρα;

Ναι, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό. Κοίτα, ανέκαθεν μου άρεσε η μουσική παρόλα αυτά δεν είχα ποτέ την επιθυμία να μάθω να παίζω ένα όργανο. Όταν αποφάσισα πως θέλω να μάθω το συγκεκριμένο, ναι, έπεφτα το βράδυ για ύπνο και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Ήθελα οπωσδήποτε να μάθω να παίζω λύρα.

 

Λύρα είχες;

Όχι κι εκεί αρχίζει, ας το πούμε, η όλη ιστορία για να καταλήξω σήμερα μες σε αυτό το εργαστήρι. Πέρασα απ’ τα μουσικά καταστήματα για να βρω λύρα κι εντόπισα πως δεν πουλούσε κανείς. Τότε ήταν που σκέφτηκα πώς θα μπορούσα να φτιάξω μία μόνος μας.

 

 

Είχες ποτέ επαφή με το ξύλο που είναι και η πρώτη ύλη; Είχες κάποιες βασικές γνώσεις;

Γνώσεις όσον αφορά στην οργανοποιεία δεν είχα παρόλα αυτά είχα μία κάποια επαφή με το ξύλο. Ο πατέρας μου είναι πελεκάνος κι έτυχε πολλές φορές να ασχοληθώ με την πρώτη ύλη. Βέβαια, το να φτιάχνεις ένα έπιπλο ουδεμία σχέση έχει με την δημιουργία ενός οργάνου. Άρχισα, σχεδόν μανιωδώς, να το μελετώ, να κοιτάζω σχέδια, να διαβάζω ιστορία, τεχνικές και άλλες πληροφορίες. Άρχισα να περιεργάζομαι το ξύλο χωρίς να ξέρω που θα καταλήξει αυτή μου η απόπειρα. Κάποια στιγμή, ένας φίλος μου είπε πως έμαθε για κάποιον που φτιάχνει παραδοσιακά όργανά και κρητικές λύρες στην Κύπρο. Επρόκειτο για τον κύριο Λεωνίδα Σπανό, ένα σπουδαίο καλλιτέχνη και γλύπτη. Τον επισκέφτηκα στο σπίτι του στο Δάλι, είδα την δουλειά του και εντυπωσιάστηκα και στην κουβέντα μας πάνω του είπα πως θέλω να μάθω να παίζω λύρα και πως προσπαθούσα να φτιάξω μία μόνος μου γιατί δεν έβρισκα πουθενά για να αγοράσω. Έπειτα τον ρώτησα αν μου πουλούσε μία και η πρώτη του αντίδραση ήταν να μου αρνηθεί και να μου πει πως δεν πουλάει τα όργανα που φτιάχνει.

 

Απογοητεύτηκες;

Αρχικά ναι αλλά μετά του αφηγήθηκα πως είχα κάνει τρεις μέρες να κοιμηθώ γιατί σκεφτόμουν πως ήθελα να μάθω να παίζω λύρα. Τότε μου είπε, θα σου δώσω μία απ’ αυτές που φτιάχνω, να πας να δεις τι να κάνεις και όταν μου την επιστρέψεις θα το δούμε. Έτσι κι έγινε. Πήρα την λύρα στα χέρια μου και άρχισα να την περιεργάζομαι κατασκευαστικά. Συνέχισα να φτιάχνω την δική μου και παράλληλα άρχισα να ψάχνω για δάσκαλο. Κάποια στιγμή έμαθα πως σε μία ταβέρνα στη Λεμεσό διοργανώνονταν κρητικές βραδιές. Έκλεισα αμέσως τραπέζι και βρέθηκα εκεί. Κάπως έτσι γνώρισα τον κρητικό οργανοπαίχτη Γιάννη Φραγκιαδουλάκη, έναν εξαιρετικό μουσικό. Αφού μιλήσαμε, κατέληξα να πηγαινοέρχομαι για τρία χρόνια στην Λεμεσό, για μαθήματα. Κοντά του πήρα τις πρώτες μου γνώσεις για την λύρα. Λέω «πρώτες» γιατί πιστεύω πως ένα όργανο δεν σταματάς να το μαθαίνεις ποτέ. Πρόκειται για μία συνεχή πορεία.

 

 

Και με την κατασκευή της λύρας σου τι έγινε;

Συνέχισα την διαδικασία και μάλιστα το γεγονός ότι έμαθα να παίζω κιόλας με βοήθησε στο να συνδέσω πολλές πληροφορίες που αφορούν απ’ τον ήχο στο μέγεθος του οργάνου κ.ά. Έκτοτε μεσολάβησαν πολλά όργανα και πολλές ώρες εξάσκησης. Ξέρεις, κάθε φορά που φτιάχνεις ένα όργανο είναι και μία διαφορετική διαδικασία. Βεβαίως υπάρχουν κάποιες σταθερές που πρέπει να ακολουθηθούν αλλά ένα όργανο δεν είναι ποτέ ίδιο με ένα άλλο, ούτε εξωτερικά, ούτε ηχητικά. Το  κάθε όργανο, όπως και ο κάθε άνθρωπος, έχει την δική του φωνή.

 

 

Με την λύρα του κυρίου Σπανού τι έγινε;

Με την δική του λύρα άρχισα μαθήματα και στην πορεία πειραματιζόμουν και με τις δικές μου κατασκευές. Τις έπαιρνα στον δάσκαλό μου στην Λεμεσό και τις συζητούσαμε. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να συζητάς, τόσο με άλλους οργανοπαίχτες όσο και με κόσμο που αρέσκεται στην μουσική. Για τον ήχο του οργάνου, την εμφάνισή του... Στον κύριο Σπανό επέστρεψα την λύρα του ότι ένιωσα πως άρχισα να μαθαίνω κι ενθουσιάστηκε. Μου είπε «Αφού την θέλεις, σου ανήκει. Πλήρωσέ με όποτε θες».


Την πολίτικη λύρα την έπαιζαν στην Πόλη οι Έλληνες και οι Τούρκοι, με τους Τούρκους να την αποκαλούν «λύρα των Ρωμιών» 


Πώς θα περιέγραφες την όλη διαδικασία της οργανοποιίας;

Ενδιαφέρουσα, δημιουργική, μαγευτική... Έχω αφιερώσει και αφιερώνω ακόμα πάρα πολύ χρόνο για να μαθαίνω συνεχώς και επεξεργάζομαι σήμερα το υλικό μου με ακόμα περισσότερη αγάπη. Όσον αφορά στην λύρα, κατασκευαστικά αποτελείται από δύο κύρια μέρη, το σκάφος –το ηχείο δηλαδή- και το καπάκι. Ανά χρονολογία υπάρχουν διαφορετικά είδη κατασκευών, κι ένα παράδειγμα είναι η λύρα του Σταγάκη, ενός σπουδαίου οργανοποιού. Είναι και οι αφηγήσεις που συνοδεύουν τις κατασκευές αυτές. Η συγκεκριμένη φτιάχτηκε όταν κάποια στιγμή αντιλήφθηκαν πως το βιολί εκτόπιζε την λύρα απ’ την Κρήτη. Παλαιότερα υπήρχαν τα λυράκια, πιο μικρά και κατάλληλα για κλειστούς, εσωτερικούς δηλαδή χώρους. Στα γλέντια, όταν κατάλαβαν πως τα λυράκια δεν είχαν την ένταση του βιολιού, το τελευταίο άρχισε να τα εκτοπίζει ως όργανο. Έτσι, γεννήθηκε η λύρα, που δεν υστερεί σε τίποτα από πλευράς ήχου, έντασης και ομορφιάς απ’ το βιολί. Τροποποίησαν τα λυράκια, κάτι βεβαίως που δεν έγινε σε μία μέρα αλά σταδιακά, λίγο πριν την δεκαετία του ΄60. Στο λυράκι προστέθηκε αρχικά η κεφαλή, ο πάπυρος όπως ονομάζεται στο βιολί, μετά η γλώσσα, η λεγόμενη γραβάτα, ενώ σταδιακά μεγάλωσε και το σκάφος. Τα λυράκια που προηγήθηκαν ήταν μικρά γιατί ο κάθε οργανοπαίχτης συνήθιζε να τα φτιάχνει μόνος του.

 

Εδώ προκύπτουν και διαφοροποιήσεις στην εμφάνιση;  

Και στην εμφάνιση και στον ήχο. Ο καθένας πρόσθετε πάνω και κάτι δικό του. Χρησιμοποιούσε διαφορετικό ξύλο, επεξεργαζόταν καλλιτεχνικά το λυράκι του διαφορετικά. Το ίδιο συνέβη και με τις λύρες. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές, όπως η πολίτικη λύρα, αυτή που έπαιζαν στην Πόλη οι Έλληνες και οι Τούρκοι, με τους τούρκους να την αποκαλούν «λύρα των Ρωμιών». Υπάρχει η αιγαιοπελαγίτικη λύρα, η σαμιώτικη, η ποντιακή, η κρητική... Είναι πολλές οι παραλλαγές και διαφορετικός ο ήχος. Η πολίτικη, για παράδειγμα, είναι πιο μικρή και η χροιά, θα έλεγε κανείς, πως είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη φωνή.

 

 

Είχαμε ποτέ κυπριακή λύρα;

Δεν είμαστε σίγουροι. Στην Κύπρο βρέθηκε ένας πολύ μικρός αριθμός το 1960 από τον Σίμων Καρά, στην Λεμεσό συγκεκριμένα. Ο Καράς ήταν ελλαδίτης, γύριζε τα νησιά και μάζευε διάφορα αντικείμενα που είχαν να κάνουν με την παραδοσιακή μουσική. Μια άλλη περίπτωση που γνωρίζουμε είναι αυτή του Μαλακού, ο οποίος ήταν από την Κερύνεια και πριν από την εισβολή είχε φέρει την λύρα του στις σημερινές ελεύθερες περιοχές η εγγονή του. Αυτή έγινε δωρεά στο μουσείο της Αρχιεπισκοπής και μοιάζει πολύ με το λυράκι της Κω. Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι κατά πόσο οι λύρες αυτές φτιάχτηκαν στην Κύπρο. Έχουμε φωτογραφίες που μαρτυρούν πως υπήρχε κόσμος που έπαιζε λύρα στην Κύπρο παλαιότερα αλλά δεν έχει διασταυρωθεί εάν ήταν Έλληνες επισκέπτες ή Κύπριοι.


Μέσα από αφηγήσεις, όπως το έπος του Διγενή Ακρίτα, γνωρίζουμε πως στην Κύπρο είχαμε τον ταμπουρά, την πανδούρα ή πανδουρίδα, όπως ονομάζεται 


Ωστόσο είχαμε κάποιο συγγενικό όργανο;

Αυτό που ξέρουμε, τουλάχιστον μέσα από αφηγήσεις όπως το έπος του Διγενή Ακρίτα και παλαιότερες, είναι πως στην Κύπρο είχαμε τον ταμπουρά. Την πανδούρα ή πανδουρίδα, που με την πάροδο των χρόνων ονομάστηκε ταμπούρα ή ταμπουράς. Στην οικογένεια των ταμπουροειδών ανήκει και το λαούτο. Ο ταμπουράς, βέβαια, προϋπήρχε των έγχορδων όπως το μπουζούκι και το λαούτο που έχουν μεγάλο σκάφος. Τα λαούτα στην Κύπρο οι παλιοί τα αποκαλούσαν ταμπουρά. Το λαούτο, το βιολί, το πιδκιαύλι, η ταμπουτσιά, είναι στην ουσία τα παραδοσιακά μας όργανα απ’ την πρόσφατη εποχή. Η ταμπουτσιά ήταν στην ουσία ένα κόσκινο πάνω στο οποίο προστέθηκε δέρμα ζώου και έτσι κατέληξε στο κρουστό που ξέρουμε. Μετά την εισβολή ήταν που εκτοπίστηκε από τα παραδοσιακά μας γλέντια.

 

Εκτός από λύρες φτιάχνεις και άλλα όργανα;

Ναι, φτιάχνω τζουράδες, μπαγλαμάδες... Φτιάχνω κυρίως παραδοσιακά όργανα και μ’ αρέσει που το καθένα κουβαλά την δική του ιστορία. Οι μπαγλαμάδες, για παράδειγμα, δημιουργήθηκαν επί Χούντας γιατί ως γνωστόν απαγορευόταν τόσο η μουσική όσο και οι συνευρέσεις εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα. Οι μπαγλαμάδες μετακινούνταν πιο εύκολα απ’ ότι το μπουζούκι ή ο τζουράς, ήταν δηλαδή πιο εύκολο να τους κρύψεις στην καμπαρτίνα σου για παράδειγμα και να πας σε ένα κουτούκι για να παίξεις μουσική. Τα παραδοσιακά όργανα με τα οποία ασχολούμαι, μου αρέσουν γιατί κουβαλούν αυτές τις ιστορίες. Μέσα απ’ αυτή την διαδικασία, είτε ως οργανοποιός είτε ως οργανοπαίχτης, μου δίνεται η ευκαιρία να μαθαίνω πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα.

 

 

Ποιό είναι το συναίσθημά σου όταν ολοκληρώνεται ένα όργανο;

Μόνο ως μαγικό θα μπορούσα να στο περιγράψω. Το άκουσμα του ήχου είναι μαγικό. Παρόλα αυτά να σου πω πως εξίσου μαγική είναι και η διαδικασία κατασκευής γιατί πέραν των τεχνικών, μπαίνεις και σε μία διαδικασία συλλογισμού.

 

Δηλαδή;

Την ώρα που φτιάχνεις ένα όργανο –και πρόκειται για μία διαδικασία χρονοβόρα- είσαι συνεχώς σε μία διαδικασία σκέψης, τουλάχιστον έτσι το βιώνω προσωπικά. Είναι σαν το υπό κατασκευή όργανο να σου δίνει πληροφορίες. Πιάνω συχνά τον εαυτό μου, κατά την διάρκεια της κατασκευής, να σκέφτομαι, για παράδειγμα, την διαδικασία που ακολουθούσε κάποιος που έφτιαχνε το όργανο παλιά. Κοιτάζοντας την μαεστρία που κουβαλούν τα παλαιότερα όργανα συλλογίζομαι τον χρόνο που απαιτείτο για να ολοκληρωθούν, τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν, την καλλιτεχνική τους ανησυχία, τον δημιουργικό τους κόπο. Σκέφτομαι πολλές φορές πόσο πολύ θα εκτιμούσε το δημιούργημά του αυτός που το έφτιαξε και μετά εκείνος που το έπαιζε, σε περίπτωση που δεν ήταν το ίδιο άτομο. Κοίτα σήμερα, με τα βιομηχανοποιημένα, που ακόμα και η ύλη έχασε την αξία της.

 

Θέλεις να πεις περισσότερα γι’ αυτή σου την διαπίστωση;

Ναι γιατί πρόκειται για κάτι που με απασχολεί τακτικά. Σήμερα έχουμε να επιλέξουμε μέσα από μία πληθώρα αντικειμένων και όταν υπάρχουν τα χρήματα μπορούμε να αποκτήσουμε αυτή την πληθώρα αντικειμένων ή μέρος της. Τα πλείστα όμως είναι αναλώσιμα με την έννοια πως αν σπάσουν απλά θα τα αντικαταστήσεις και πάει τελείωσε. Δεν έχεις να λυπηθείς τον κόπο σου ή να εξαρτάσαι συναισθηματικά από αυτά. Τελικά μπορεί και να μην είμαστε υλιστές όπως λένε αφού κι η ύλη, όπως την εννοούμε, έχει χάσει κι αυτή την αξία της, έγινε κι αυτή αναλώσιμη.

 

Πόσο χρόνο παίρνει για να φτιάξεις μία λύρα;

Είναι μία χρονοβόρα διαδικασία που έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες. Απ’ το σχεδιασμό, την ξυλεία, τα εργαλεία, την λεπτομέρεια, την ακρίβεια που απαιτείται... Είναι πολλά. Κι επειδή ακριβώς είναι μία χρονοβόρα διαδικασία, απαιτείται να δίνει κάποιος και έμφαση στην ποιότητα.         


Μετά από την φωτιά, κάτω από τη στάχτη, ξεμένει κάτι που σιγοκαίει. Επιμένω να ασχολούμαι γιατί νιώθω πως μπορούμε να αναζωπυρώσουμε την φωτιά


Φαντάζομαι πως το ξύλο που χρησιμοποιείται διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο.

Πολύ σημαντικό, ναι. Στην λύρα χρησιμοποιούνται δύο είδη ξύλων, ένα πιο σκληρό -από καρυδιά, μουριά κλπ- για το σκάφος και ένα πιο μαλακό, απ’ την οικογένεια του πεύκου, όπως ξύλο από έλατο ή κέδρο, για το καπάκι. Μέσα από αναφορές των παλιών αλλά και από την δική μου προσωπική εμπειρία θεωρώ πως το ξύλο από ερυθρελάτη και άλλα συγγενικά του, είναι τα πιο κατάλληλα για την κατασκευή οργάνων. Με τον καιρό ο κάθε οργανοποιός αναπτύσσει τις δικές τους θεωρίες για όλα αυτά.

 

Μπορείς να μας δώσεις ένα παράδειγμα;

Μία δική μου διαπίστωση είναι πως ο κυπριακός κέδρος προσφέρει την πιο κατάλληλη ξυλεία για να φτιάξει κανείς λύρα για την Κύπρο. Διαθέτει περισσότερη ρητίνη, πράγμα που κάνει το ξύλο του πιο ανθεκτικό στις απότομα αυξανόμενες θερμοκρασίες της χώρας μας. Άμα προσέξεις τα όργανα που είναι φτιαγμένα από κοινά ξύλα, θα παρατηρήσεις πως πολύ συχνά σκεβρώσουν ή ξεκουρδίζονται πιο εύκολα. Έχει να κάνει με τις καιρικές συνθήκες, την υγρασία κ.ά. Για να χρησιμοποιήσεις ένα ξύλο στην κατασκευή οργάνων πρέπει να είναι εντελώς στεγνό, νεκρό δηλαδή. Κι όσο πιο παλαιωμένο, τόσο το καλύτερο. Αυτό αποδίδει τα μέγιστα αργότερα, στον ήχο.

 

Συνεχίζεις μέχρι σήμερα την μελέτη σου όσον αφορά στην ιστορία των οργάνων ή περιορίζεσαι περισσότερο στο κατασκευαστικό κομμάτι;

Τα δύο λειτουργούν παράλληλα. Εντοπίζω συνεχώς βιβλία πάνω στο θέμα που με απασχολεί και επιδιώκω να έρχομαι σε επαφή με κόσμο που ασχολείται ή έχει βιώματα και αναμνήσεις απ’ όλα αυτά. Δεν ξέρω αν θεωρείται επιστροφή στις ρίζες μας όλη αυτή η διαδικασία αλλά, νομίζω, πως με κάποιο σύγχρονο τρόπο επιτυγχάνεται το τελευταίο διάστημα μία επιστροφή. Μπορεί να μας έκανε καλό και η κρίση…

 

Γιατί το λες αυτό;

Κοίτα, μετά από μία φωτιά, κάτω από τη στάχτη, ξεμένει κάτι που σιγοκαίει. Έστω κι ένα καρβουνάκι να είναι, σιγοκαίει. Ο λόγος που προσωπικά επιμένω να ασχολούμαι είναι γιατί νιώθω πως μπορούμε να αναζωπυρώσουμε την φωτιά. Όχι μόνο της παράδοσης αλλά και των συνειδήσεών μας. Περάσαμε αρκετά χρόνια να ζούμε σε ένα ξέφραγο αμπέλι και τελευταία παρατηρώ πως αρχίσαμε δειλά δειλά να το σκαλίζουμε. Μας ξερίζωσαν λίγο όλα αυτά τα εντυπωσιακά ξενόφερτα αλλά ο κόσμος επιστρέφει, συνδυάζει, αναρωτιέται.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ