«Αν δεν ‘βιώσεις’ την ιστορία, δεν μπορείς να τη μάθεις»

«Όταν ετέλιωσα τις σπουδές μου και είπα ότι εννά πάω πίσω Κύπρο να δουλέψω, ούλλοι ελέαν μου ότι εννά κάμω πελλάρα. Τζίνο που τους είπα ήταν ότι πάω πίσω στην Κύπρο για να χτίσω έναν καλύττερο αύριο για εσάς που έννα έρτετε πιο μετά. Να έβρετε έναν πιο όμορφο τόπο, πιο ουσιαστικό. Το να μείνεις έξω να δουλέψεις εν η εύκολη λύση. Το δύσκολο είναι να έρτεις πίσω, να παλέψεις, να διεκδικήσεις και να κερδίσεις ούλλα τζίνα που δικαιούσαι. Όχι μόνο για σένα, για ούλλους».

 


Article featured image
Article featured image

Φωτογραφίες/Βίντεο: Θεοδώρα Ιακώβου

 

Αυτό ήταν ίσως το πιο όμορφο κομμάτι της κουβέντας που κάναμε με τη Σουζάνα, και μου έδωσε λίγο αφότου τελειώσαμε την κουβέντα μας και την χαιρετίσω. Χωρίς πολλή σκέψη, χωρίς να την ρωτήσω κάτι. Αυθόρμητα, ακριβώς όπως λειτουργεί, όταν θέλει κάτι πολύ.


Τους Τούρκους δεν τους θέλουν ούτε οι Τ/κ, νιώθουν ότι είναι ξένοι οι οποίοι έρχονται κουβαλητοί στη χώρα τους (σ.σ Κύπρο) και επεμβαίνουν στις ζωές τους.


Η αφορμή για τη συνάντηση μας ήταν η «συνηθισμένη». Ένα κορίτσι 25 χρονών που σπούδασε την τέχνη της κεραμικής και διατηρεί εργαστήριο κεραμικής στο κέντρο της Λευκωσίας, επιλέγοντας ένα δύσκολο δρόμο, μέσα από ένα παραδοσιακό επάγγελμα που «πεθαίνει» όπως συνηθίζουν να λένε. Κι ενώ στην αρχή οι ερωτήσεις κινήθηκαν γύρω από την δουλειά και τις δυσκολίες της, η πορεία της κουβέντας μάς πήγε αλλού. Στη σχέση της με την «άλλη» πλευρά, τους Τ/κ, την επαφή και τη σχέση που έχτισε μαζί τους όλα αυτά τα χρόνια.

 

Πώς είναι να δουλεύεις μόλις λίγα μέτρα μακριά από την πράσινη γραμμή;

Έχω την τύχη οι γονείς μου να είναι Μαρωνίτες και οι παππούδες μου να ζουν στον Κορμακίτη. Αυτό σημαίνει ότι απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου είχα πάντα επαφές με τους απέναντι και δηλώνω από τους τυχερούς ανθρώπους που δεν νιώθω μίσος για τους Τουρκοκύπριους. Εννοείται πως μέσα μου έχω πικρία για όσα έγιναν, αλλά όχι μίσος δεν νιώθω.

 


Όταν συνεργάστηκα με Τ/κ δεν εντόπισα διαφορές και έχθρες, εκεί είδα μόνο ανθρώπους να ασχολούνται με την τέχνη.


Πως ήταν αυτή η επαφή;

Ο παππούς μου είχε χωράφια και είχε Τούρκους υπαλλήλους έτσι είχαμε άμεση συναναστροφή μαζί τους, ενώ πιο μικροί όταν πηγαίναμε ποτζιή παίζαμε στα χωράφια με τα «τουρκούθκια» όπως τα λαλούσαν. Περνούσαμε ώρες μαζί. Αργότερα μεγαλώνοντας, όταν άρχισα να ενδιαφέρομαι για την παράδοση ο παπάς μου με έπαιρνε σε διάφορους μάστρους στα κατεχόμενα για να δω πως φτιάχνουν τις τόνενες καρέκλες και άλλα παραδοσιακά αντικείμενα. Όταν άρχισα να ασχολούμαι με την αγγειοπλαστική και ήθελα να μάθω από πρώτο χέρι πως γίνεται όλο αυτό, πήγα Κερύνεια στο εργαστήριο του Χασάν και του Οσμάν και δούλεψα τζιαμε ένα καλοκαίρι.  Ξέρεις πόση χαρά είχαν που μια Ελληνοκύπρια «εκαταδέχτηκεν» να πάει ποτζιή να δουλέψει μαζί τους; Πόσο με αγκάλιασαν;

Μάλιστα μαζί τους και με έναν ακόμη Ε/κ κάναμε το πρώτο δικοινοτικό εργαστήριο κεραμικής στο Κορμακίτη κι εκεί ήρθαν άτομα από τις δύο κοινότητες για να μάθουμε κεραμική. Όταν συνεργάστηκα με Τ/κ δεν εντόπισα διαφορές και έχθρες, εκεί είδα μόνο ανθρώπους να ασχολούνται με την τέχνη.

 



Έχουμε τελικά διαφορές μεταξύ μας που αξίζει να μας κρατούν χωριστά;

Ξέρεις, όποτε ακούω για διαφορές μεταξύ Ε/κ και Τ/κ γελάω γιατί αυτό είναι μια πρόφαση που θεωρώ πως προκύπτει κυρίως από τη δική μας πλευρά. Θα σου πω κάτι που είναι η άποψη μου και ίσως κάποιους να τους ενοχλήσει, αλλά δεν μπορώ να μην το πω. Αυτό που κατάλαβα όσα χρόνια συναναστρέφομαι συνομήλικους μας Τ/κ και Ε/κ είναι πως το πρόβλημα τελικά το έχουμε εμείς.


Με ρωτάνε πολλές φορές «μα γιατί μας μισείτε; Γιατί δεν θέλετε να έχουμε σχέσεις;» Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Το μόνο που θέλουν είναι μια ευκαιρία, να τους γνωρίσουμε.


Εμείς (οι Ελληνοκύπριοι) είμαστε πιο καχύποπτοι και επιφυλακτικοί απέναντί τους. Εμείς βγάζουμε προς τα έξω μίσος και απέχθεια πολλές φορές και παρότι μπορώ να αντιληφθώ ότι έχουμε ένα λόγο να το κάνουμε, εξακολουθώ να μην το δικαιολογώ.

Ξέρεις πόσο άσχημα νιώθουν οι νέοι Τ/κ των 20 και των 30 χρόνων με όλο αυτό; Με ρωτάνε πολλές φορές «μα γιατί μας μισείτε; Γιατί δεν θέλετε να έχουμε σχέσεις;» Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Το μόνο που θέλουν είναι μια ευκαιρία, να τους γνωρίσουμε. Και για να το διαχωρίσω αναφέρομαι σε Τ/κ, όχι σε Τούρκους. Γιατί τους Τούρκους δεν τους θέλουν ούτε οι Τ/κ, νιώθουν ότι είναι ξένοι οι οποίοι έρχονται κουβαλητοί στη χώρα τους (σ.σ Κύπρο) και επεμβαίνουν στις ζωές τους.

Οι Τ/κ θεωρούν πως είναι Κυπραίοι και αυτό είναι στο τέλος της ημέρας. Τους Τούρκους δεν τους θέλουν εδώ, και το ότι μιλάνε την ίδια γλώσσα αυτό δεν σημαίνει κάτι. Αυτό είναι κάτι το οποίο το έζησα, δεν μεταφέρω μαρτυρίες τρίτων. Οι Τ/κ είναι Κυπραίοι, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ, όπως εμείς. Θεωρούν την Κύπρο χώρα τους, όπως ακριβώς κι εμείς, ζουν εδώ όσα χρόνια ζούμε κι εμείς. Γιατί να μεν τους θέλουμε;


Αυτό που κατάλαβα όσα χρόνια συναναστρέφομαι συνομήλικους μας Τ/κ και Ε/κ είναι πως το πρόβλημα τελικά το έχουμε εμείς.


Η νέα γενιά θεωρείς ότι δεν έχει μίσος μέσα της;

Μια μερίδα κι από τις δύο πλευρές έχει. Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι πώς μπορείς να μισείς κάτι που δεν ξέρεις και πώς είναι δυνατόν να παλεύεις για κάτι το οποίο δεν έχεις δει ποτέ; Το μίσος της νέας γενιάς είναι φτιαχτό. Αναπαράγεται από διάφορες οργανώσεις και μεταφέρεται από τις προηγούμενες γενιές.

 


Πώς μπορείς να μισείς κάτι που δεν ξέρεις και πώς είναι δυνατόν να παλεύεις για κάτι το οποίο δεν έχεις δει ποτέ;


Αν αρνείσαι να πάεις να δεις τη χώρα σου, να περάσεις το οδόφραγμα τζαι να μάθεις τι υπάρχει στην άλλη πλευρά, τι ακριβώς μισείς; Ποιους μισείς από τη στιγμή που δεν γνωρίζεις καν, τους τόπους σου; Πώς φωνάζεις «θέλω πίσω την Αμμόχωστο, την Κερύνεια, την Μόρφου», αλλά δεν έχεις δει ποτέ τις θάλασσες τους, ή δεν έχεις μυρίσει ποτέ τις πορτοκαλιές τους; Τζαι για να το κάμω πιο απλό, τζίνοι που αξίζαν το μίσος σου επεθάναν, οι παραπάνω τουλάχιστον. Η νέα γενιά τι φταίει; Όπως κι εμείς έτσι κι αυτοί πάνε όλοι για σπουδές, μορφώνονται και επιστρέφουν στην πατρίδα τους για ένα καλύτερο αύριο.

 

Θεωρείς ότι η τέχνη μπορεί να συμβάλει στην απαλοιφή όλων αυτών των αντιθέσεων;

Ένας καλλιτέχνης οφείλει να μην έχει στεγανά και δεσμά. Πρέπει να είναι ελεύθερος να δημιουργεί για το κοινό καλό. Κι επειδή αγαπώ την ιστορία και την παράδοση του τόπου μου δεν θα αφήσω τίποτα να με κρατήσει πίσω. Μάλιστα αυτή την περίοδο διοργανώνουμε σε συνεργασία με τα Ηνωμένα Έθνη, ένα τετρακοινοτικό πρόγραμμα αποτελούμενο από Ε/κ, Τ/κ, Αρμένιους και Μαρωνίτες, οι οποίοι με βασικό άξονα την κεραμική θα μάθουν για την ιστορία της Κύπρου από την χαλκολιθική έως την ελληνική εποχή, η οποία εν κοινή.


Την γιαγιά μου την γνώρισα μαυροφορούσα με κουρούκλα, έπαιρνε μας μαζί με τον παππού μου στα χωράφκια, τζαι εβάλλαν μας μέσα στα καλάθκια με τις μπανάνες τζαι πάνω στα γαϊδούρια. Ήμουν μαζίν της όταν έκαμνε τον τραχανά, όταν έκαμνε τα χαλούμια.


Αυτό όλο το δέσιμο σου με την παράδοση πώς το εκλάμβαναν οι καθηγητές σου όταν σπούδαζες Αγγλία;

Ήταν περίεργο γι’ αυτούς, αφού παρατηρούσαν πως όλοι οι Κυπραίοι που πήγαιναν εκεί δημιουργούσαν με βάση την παράδοση. Δεν μπορούσαν να το κατανοήσουν γιατί πολύ απλά αυτοί δεν έχουν τέτοιου είδους παράδοση που να τους δένει με τον τόπο τους.

Μας έλεγαν «μα γιατί το κάνετε αυτό; Είσαστε στην Αγγλία, ασχοληθείτε με κάτι πιο μοντέρνο, πιο διαφορετικό». Εγώ ήμουν ξεκάθαρη από την αρχή, θέλω να φέρω τον αρχαίο πολιτισμό της Κύπρου στο σήμερα. Επέμενα γιατί αντιλαμβανόμενη την έλλειψη των Άγγλων σε θέματα παράδοσης, εκτίμησα ακόμη περισσότερο την ιστορία και τις ρίζες μας.


Η μεγαλύτερη αναγνώριση της δουλειάς μου ήρθε από τον καθηγητή μου, ο οποίος με αμφισβήτησε περισσότερο απ’ όλους.


Και τελικά δικαιώθηκες!

Ναι, στο τέλος των σπουδών μου τα έργα μου αναγνωρίστηκαν και βραβεύτηκαν. Η μεγαλύτερη αναγνώριση όμως ήρθε από τον καθηγητή μου, ο οποίος με αμφισβήτησε περισσότερο απ’ όλους και όταν πήρα το βραβείο για το έργο μου, ήρθε, μου έσφιξε το χέρι και μου έδωσε συγχαρητήρια λέγοντάς μου ότι πλέον είχε αντιληφθεί γιατί επέμενα τόσο πολύ σε αυτό.

 





Όλη αυτή η αγάπη σου για την παράδοση πώς προέκυψε;

Δεν προέκυψε, ήταν μια κατάσταση η οποία δημιουργήθηκε σταδιακά λόγω του τρόπου που μεγάλωσα. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που τηρούσε τις παραδόσεις και τα έθιμα, άρα αναπόφευκτα εν μπορούσα να μεν επηρεαστώ. Την γιαγιά μου την γνώρισα μαυροφορούσα με κουρούκλα, έπαιρνε μας μαζί με τον παππού μου στα χωράφκια, τζαι εβάλλαν μας μέσα στα καλάθκια με τις μπανάνες τζαι πάνω στα γαϊδούρια. Ήμουν μαζίν της όταν έκαμνε τον τραχανά, όταν έκαμνε τα χαλούμια.

 

Αυτός ήταν και ο λόγος που επέλεξες να στήσεις το εργαστήριο σου σε μια τόσο παραδοσιακή γειτονιά της πρωτεύουσας;

Κυρίως αυτός. Με εμπνέει αυτή η αυθεντικότητα που έχουν οι παλιές γειτονιές της Λευκωσίας, η απλότητα τους. Όχι μόνο σε θέματα αρχιτεκτονικής, αλλά τζαι ότι έχει να κάμει με τον κόσμο που ζει δακάτω. Συνάντησα πάρα πολύ όμορφους ανθρώπους, αυθεντικούς. Κάθε πρωί που έρκομαι ακούω ένα σωρό καλημέρες. Κάθουνται τον καφενέ τζαι φωνάζουν μου να πάω να με κεράσουν. Άμαν χρειαστώ καμιά βοήθεια τζαι ζητήσω τους να έρτουν να μου δείξουν κάμνουν το με μεγάλην ευχαρίστηση. Εν άνθρωποι δοτικοί.

 

Στις αρχές δεν αντιμετώπισες καχυποψία λόγω ηλικίας;

Τζίνο που ήβρα ήταν μια μεγάλη αγκαλιά και ενθουσιασμό. Όταν τους έλεγα με τι ασχολούμουν και ότι το σπούδασα, εντυπωσιάζουνταν που μια «μιτσιά εσπούδασεν τούτη την τέχνη».

 



 

Πιστεύεις ότι η στροφή ή καλύτερα η επιστροφή στην παράδοση και στις ρίζες μας, που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια είναι παροδική ή μια ουσιαστική επαφή που χάσαμε και την ξαναβρήκαμε;

Δεν νομίζω ότι εν μόδα που θα περάσει. Θα πω κάτι τετριμμένο, το οποίο όμως πιστεύω. Σε αυτή τη διαδικασία επιστροφής θεωρώ πως βοήθησε η κρίση και η αίσθηση ότι πλέον δεν έχουμε την άνεση να ξοδεύουμε ασύδοτα. Λόγω αυτού αρχίσαμε να ψάχνουμε εναλλακτικούς τρόπους, για να περνάμε καλά. Οπότε θυμηθήκαμε τα χωρκά μας, πηγαίνοντας εκεί τα γνωρίσαμε, τα εκτιμήσαμε και τελικά τα αγαπήσαμε και μας άρεσε όλο αυτό. Γι’ αυτό θεωρώ ότι δεν είναι παροδικό, γιατί ο κόσμος άρχισε να εκτιμά το παλιό, παραδοσιακό. Από τα χωριά έως τα παλιά αντικείμενα της γιαγιάς και του παππού. Μόδα μπορώ να σου πω ότι είναι τα παραδοσιακά φεστιβάλ, αλλά και πάλι αυτό δεν είναι κακό γιατί δίνει την ευκαιρία στους νέους να μάθουν πράγματα για τα οποία είχαν άγνοια και γι’ αυτό δεν ασχολούνταν.


Το πρόβλημα με τους Κυπραίους είναι ότι παρόλο που εκτιμούν το χειροποίητο δεν εκτιμούν τον κόπο του καλλιτέχνη και ψάχνουν το φτηνό.


Θεωρείς ότι η γνώση και η επαφή με την παράδοση είναι μια καλή αρχή για τη δημιουργία μιας κοινωνίας με ουσία;

Αναμφίβολα, το βλέπεις και από τους νέους πόσο διαφορετικά αξιολογούν σήμερα τα πράγματα και τις καταστάσεις. Αν εγώ για παράδειγμα επέστρεφα στην Κύπρο πριν 8 χρόνια και έλεγα με τι ασχολούμαι ίσως να με κοροϊδεύαν και σίγουρα δεν θα μου έδιναν προσοχή. Σήμερα, σε όσους λέω τι κάνω ενθουσιάζονται και ενδιαφέρονται να μάθουν τι είναι αυτό και πώς γίνεται.

 

Άρα να υποθέσω ότι υπάρχει και το ανάλογο ενδιαφέρον για να αγοράσουν προϊόντα από εσένα;

Ναι ο κόσμος εκτιμά το χειροποίητο και το ψάχνει. Είτε για δώρο, είτε για το σπίτι του, είτε ως αναμνηστικό για γάμους και βαφτίσεις. Το πρόβλημα με τους Κυπραίους είναι ότι παρόλο που εκτιμούν το χειροποίητο δεν εκτιμούν τον κόπο του καλλιτέχνη και ψάχνουν το φτηνό. Αν κάποιος παραγγείλει για μια εκδήλωση 180 κομμάτια θεωρεί αυτονόητο ότι θα του κάνεις μια μεγάλη έκπτωση, δεν αντιλαμβάνεται όμως ότι εγώ δεν είμαι εργοστάσιο, κάνω κόπο και ξοδεύω υλικά για 180 κομμάτια ξεχωριστά, ούτε λεπτό λιγότερο. Ψάχνουν το φτηνό κι εσύ για να κλείσεις τη δουλειά αναγκαστικά χαμηλώνεις τις τιμές σου. Δεν είναι βέβαια όλοι έτσι, αλλά υπάρχουν αρκετοί που λειτουργούν με αυτό τον τρόπο.


Παρόλο που ως τόπος έχουμε παράδοση στην τέχνη της κεραμικής κανείς σήμερα δεν πουλά στην Κύπρο εξοπλισμό και αναλώσιμα


Πόσες ώρες δουλειάς απαιτεί ένα αγγείο;

Μπορεί να πάρει και τρεις βδομάδες. Ο πηλός θέλει υπομονή και ηρεμία. Αρχίζεις να τον δουλεύεις και σου λέει αυτός μέχρι πόσο αντέχει κάθε φορά. Αν δεν μπορείς να μιλήσεις με τα υλικό σου και να καταλάβεις τις δυνατότητες του, τότε το αποτέλεσμα θα είναι απογοητευτικό. Είναι όμως μια πολύ αγχολυτική διαδικασία και προσωπικά το θεωρώ μια εξαιρετική ψυχοθεραπεία.

 



 

Είναι εύκολο για έναν νέο να ξεκινήσει μια τέτοια επιχείρηση στην Κύπρο;

Καθόλου, από τα υλικά – που παρόλο που ως τόπος έχουμε παράδοση στην τέχνη της κεραμικής κανείς σήμερα δεν πουλά στην Κύπρο εξοπλισμό και αναλώσιμα– και πρέπει να τα εισάγουμε όλα, μέχρι τα ενοίκια, τα πάγια και το αρχικό κεφάλαιο. Είναι όλα εμπόδια τα οποία πρέπει να ξεπερνάς καθημερινά. Παρόλα αυτά αν αγαπάς κάτι τόσο πολύ όσο εγώ, βρίσκεις τους τρόπους, έστω κι αν συνεχώς έχεις το άγχος της επιβίωσης.

 

Εκτός όμως από το επιχειρηματικό κομμάτι, κάνεις και εργαστήρια κεραμικής ενώ πρόγραμμα σου έχει εγκριθεί από το Υπουργείο Παιδείας και ήδη το έχεις εφαρμόσει σε κάποια σχολεία.

Αυτό ήταν ένας από τους στόχους μου όταν ξεκινούσα αυτή τη δουλειά. Ήθελα παράλληλα με την εξέλιξή μου ως καλλιτέχνη, να μεταδώσω στον κόσμο και κυρίως στα παιδιά αυτή την αγάπη για την παράδοση και την τέχνη της κεραμικής, αλλά και της ιστορίας.


Όταν ήμουν εγώ παιδί πάντα αναζητούσα δημιουργικούς τρόπους διδασκαλίας για να μάθω ιστορία, αλλά δεν υπήρχε τίποτα, ήταν απλή στείρα γνώση από τα βιβλία.


Δηλαδή;  

Όταν ήμουν εγώ παιδί πάντα αναζητούσα δημιουργικούς τρόπους διδασκαλίας για να μάθω ιστορία, αλλά δεν υπήρχε τίποτα, ήταν απλή στείρα γνώση από τα βιβλία. Κατά τη διάρκεια του μάστερ μου, ασχολήθηκα με το πώς μπορούν τα παιδιά να μάθουν ιστορία μέσα από διαδραστικά και βιωματικά εργαστήρια και τα αποτελέσματα ήταν πολύ ενθαρρυντικά. Κατέληξα λοιπόν πως αν δεν βιώσεις την ιστορία, δεν μπορείς να τη μάθεις. Έστειλα το πρόγραμμα στο Υπουργείο, το ενέκριναν και ακολούθως προχώρησαν την εφαρμογή του στο σχολείο του Αγίου Μάρωνα στην Ανθούπολη.

 

Τι ακριβώς κάνετε;

Μαθαίνουμε τα πάντα από τη βάση. Από το πως δημιουργείται ο πηλός στην πράξη, την ιστορία του κάθε σχήματος και τέλος τον τρόπο διακόσμησης. Ακριβώς όπως τα έκαναν οι πρόγονοι μας. Έτσι μαθαίνουν ιστορία, ζώντας την.

 

Τα παιδιά πως ανταποκρίνονται;

Ενθουσιάζονται. Τα παιδιά σήμερα δεν έχουν την ευκαιρία συχνά να έρθουν σε επαφή με τη γη και τα υλικά της. Πολλά παιδιά έπιαναν πηλό και έλεγαν «κυρία γιαξ, τι εν τούτο;», φοβόντουσαν πως θα λερωθούν και θα τους θύμωνεν η μάμμα τους. Η χαρά τους όμως όταν αφεθούν είναι απερίγραπτη. Στο τέλος της ημέρας κανένας δεν θυμάται την ιστορία ή την φυσική που διάβασε μέσα που το χαρτί.







 

Πώς σκέφτεσαι το αύριο, την εξέλιξή σου;

Δεν ξέρω πως θα εξελιχθούν τα πράγματα, αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι θέλω όταν μετά από χρόνια σταματήσω να το κάνω, να αφήσω πίσω μου ένα έργο που θα χαρακτηρίζει εμένα ως καλλιτέχνη και θα αντιπροσωπεύει τον τόπο μου εντός και εκτός. Ένα έργο που θα το βλέπεις και θα ξέρεις ότι είναι της Σουζάνας της κεραμίστριας από την Κύπρο.

Παράλληλα θέλω να κάνω πράγματα και στον εκπαιδευτικό τομέα μέσα από τη δουλειά μου. Δεν θέλω να είμαι απλά μια κεραμίστρια που είναι όλη μέρα κλεισμένη σ’ ένα εργαστήριο και φτιάχνει πράγματα, θέλω να φκω έξω, να φκάλω την ομορφιά της τέχνης και να την μάθω στον κόσμο, από έναν άνθρωπο που την αγαπά.

 

Βιογραφικό:

Η Σουζάνα Πετρή, ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο 3D Design and Craft με ειδίκευση στην κεραμική και μεταλλουργία στο Brighton.

Από τον Σεπτέμβρη του 2016 διατηρεί το δικό της εργαστήριο στην Παλιά Λευκωσία σε πάροδο της οδού Ερμού, όπου και παράγει τα έργα της, ενώ παράλληλα διδάσκει βιωματικά εργαστήρια κεραμικής σε σχολεία και στο εργαστήριο της για όσους ενδιαφέρονται να μάθουν την τέχνη της κεραμικής και της αγγειοπλαστικής.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ