«Σε τέτοιες συνθήκες η έννοια του φόβου αποκτά εντελώς άλλη σημασία»

«Το βράδυ, στη βάρδια μου, τους ρωτούσα τι σκέφτονταν, τι τους έλειπε και οι περισσότεροι απαντούσαν ότι τους έλειπε η μάνα τους. Ενώ, όταν τους ρωτούσα για τα μελλοντικά τους όνειρα η απάντηση ήταν κοινή. Ήθελαν απλώς να ζήσουν, να μη φοβούνται να βγουν στο δρόμο να κάνουν μία βόλτα».

 


Article featured image
Article featured image


Καθημερινά, έρχεσαι αντιμέτωπος με την κτηνωδία που βιώνουν ομάδες πληθυσμών που απλώς έτυχε να μη γεννηθούν Ευρωπαίοι.


Η φωτογράφος Χαρά Καμιναρά, στα 29 της χρόνια, είχε την ευκαιρία να βιώσει μία από τις πιο δυνατές εμπειρίες της ζωής της, όταν ταξίδεψε με το ιταλικό διασωστικό πλοίο ‘SOS MEDITERRANEE’, ανάμεσα σε ανθρώπους που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, για να σωθούν. Συζητώντας μαζί της, ακούς ιστορίες, πολλές και διαφορετικές ανθρώπινες ιστορίες, που ίσως να μην είχες ξανακούσει ή να μην είχες ποτέ φανταστεί ότι μπορεί να συμβαίνουν.

 

«Ήταν, ίσως, η πιο σκληρή κατάσταση που έχω αντιμετωπίσει στη ζωή μου και αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι φλερτάρεις συνεχώς με το θάνατο, αλλά κυρίως στο ότι καθημερινά έρχεσαι αντιμέτωπος με την κτηνωδία στην οποία υποβάλλονται ολόκληρες ομάδες πληθυσμών που απλώς έτυχε να μη γεννηθούν Ευρωπαίοι.

Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ιστορία και τους προσωπικούς του λόγους που τον ώθησαν στο να αφήσει το σπίτι και τη χώρα του, για να ξεκινήσει ένα τόσο επικίνδυνο ταξίδι. Ωστόσο, κοινό στοιχείο σε όλες τις ιστορίες που ακούμε είναι η φρίκη της Λιβύης και οι επιθέσεις που έχουν υποστεί όλοι τους από μέλη συμμοριών, οι οποίοι τους κλέβουν όλα τους τα υπάρχοντα, τους βασανίζουν και τους φυλακίζουν. Μάλιστα, πολλά είναι τα περιστατικά όπου οι συμμορίες πωλούν τους πρόσφυγες ως σκλάβους ξανά και ξανά και αυτό μπορεί να κρατήσει από μήνες έως και χρόνια. Αυτό που μου δημιούργησε ιδιαίτερη εντύπωση παρόλα αυτά, είναι ότι κανένας από αυτούς τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους, δεν μίλαγε για την τραυματική εμπειρία του ταξιδιού στη θάλασσα, όλοι όμως έλεγαν ότι παρά να γυρίσουν πίσω, προτιμούσαν να πνιγούν.


Πολλά είναι τα περιστατικά όπου οι συμμορίες πωλούν τους πρόσφυγες ως σκλάβους ξανά και ξανά και αυτό μπορεί να κρατήσει από μήνες έως και χρόνια.



Την ημέρα της διάσωσης ήταν η πρώτη φορά που ο Εμμάνουελ αντίκριζε το φως του ήλιου, έπειτα από 7 μήνες.



 Οι γυναίκες είχαν κολλήσει τα κεφάλια τους στα φινιστρίνια του πλοίου και κοιτάγανε τη στεριά που όλο πλησίαζε.


Η ιστορία του Εμάνουελ, ήταν ίσως αυτή που σημάδεψε πιο βαθιά. Είχε ξεκινήσει το ταξίδι του από το Καμερούν, περίπου ένα χρόνο πριν. Πέρασε 7 μήνες φυλακισμένος σε ένα υπόγειο κάπου στην Λιβύη και την ημέρα της διάσωσης, ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζε το φως του ήλιου. Ακόμη μία περίπτωση που θυμάμαι, ήταν ένας άνθρωπος που ανέβηκε στο «Aquarious» μετά από μία κόλαση που πέρασε στη θάλασσα. Μόλις πάτησε στο κατάστρωμα άρχισε να τραγουδάει ευχαριστώντας τον Θεό, αφιερώνοντας την ημέρα στη μητέρα του την οποία είχε να δει δύο χρόνια.

Δεν θα ξεχάσω πότε τη στιγμή που φτάναμε στο Μπονζάλο, ένα λιμάνι της Σικελίας, όπου θα αποβιβάζαμε 265 ανθρώπους που είχαμε διασώσει εκείνες τις μέρες. Εκεί τους περίμεναν αντιπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού, της Αστυνομία και του Στρατού. Φτάνοντας, λοιπόν, στο λιμάνι οι γυναίκες που βρίσκονταν σε ένα δωμάτιο στο καράβι, οι άντρες μένουν στο κατάστρωμα, είχαν κολλήσει τα κεφάλια τους στα φινιστρίνια του πλοίου και κοιτάγανε τη στεριά που όλο πλησίαζε. Ξαφνικά, άρχισαν να τραγουδάνε τραγούδια χαράς, δοξάζονταν τον Θεό που τους είχε σώσει, αλλά και για να τιμήσουν τα αδέλφια τους που βρίσκονται ακόμα φυλακισμένοι στις φυλακές στην Λιβύης. Οι φωνές τους ήταν ζεστές και γεμάτες ελπίδα, που διέσχιζαν όλο το πλοίο και εξαπλώνονταν στη θάλασσα.

 



 

Ο λόγος που στέκομαι σε αυτή τη στιγμή, είναι γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ανεβαίνουν στο πλοίο είναι εξαντλημένοι, φοβισμένοι και τρομαγμένοι, αφού κυριολεκτικά δεν γνωρίζουν τι τους ξημερώνει, με πολλούς από αυτούς να έχουν πάνω τους σημάδια κακοποίησης. Και παρόλα αυτά, βρίσκουν το κουράγιο και τη δύναμη να χαμογελάνε και να τραγουδάνε. 

Οι βάρκες που ταξιδεύουν, είναι άλλοτε πλαστικά φουσκωτά και άλλοτε ξύλινα μεγάλα ψαροκάικα μέσα στα οποία μπορεί να βρίσκονται στοιβαγμένοι μέχρι και 300 άνθρωποι ο ένας πάνω στον άλλον. Οι άνθρωποι αυτοί προέρχονται από διάφορα μέρη και έχουν βρεθεί εκεί περνώντας από διάφορες διαδρομές. Όσο ήμουν εκεί, οι πλειοψηφία των ανθρώπων που διασώσαμε κατάγονταν από το Μάλι, την Νιγηρία, την Ερυθραία, από την Ακτή του Ελεφαντοστού όπως επίσης και από την Αίγυπτο, τη Λιβύη, και την Συρία κ.α.


Οι άνθρωποι που ανεβαίνουν στο πλοίο είναι εξαντλημένοι, φοβισμένοι και τρομαγμένοι, αφού κυριολεκτικά δεν γνωρίζουν τι τους ξημερώνει



Θέλουν απλώς να ζήσουν, να μην φοβούνται να βγουν στο δρόμο να κάνουν μία βόλτα.


Είναι δύσκολο να βάλεις πρόσωπα στις ιστορίες αυτών των ανθρώπων και να μπορέσεις να συνδεθείς με τόσο απάνθρωπες μαρτυρίες και καταστάσεις. Όταν, όμως, σε κοιτάει κατάματα ένα μικρό παιδάκι ή κάποιος ο οποίος θα μπορούσε να είναι αδελφός σου ή μία γυναίκα που θα μπορούσε να είναι η μάνα σου και βλέπεις όλο τον πόνο που έχουν βιώσει, τότε τα πράγματα γίνονται πολύ πιο προσωπικά. Αυτά τα βλέμματα που κρύβουν μέσα τους όσα δεν χωράνε οι λέξεις, θα με συνοδεύουν σε όλη μου τη ζωή.

Το βράδυ, όταν ήταν η βάρδια μου, τους ρωτούσα τι σκέφτονταν, τι τους έλειπε και οι περισσότεροι απαντούσαν ότι τους έλειπε η μάνα τους. Ενώ, όταν τους ρωτούσα για τα μελλοντικά τους όνειρα η απάντηση ήταν κοινή, ήθελαν απλώς να ζήσουν, να μην φοβούνται να βγουν στο δρόμο να κάνουν μία βόλτα».

 

 

Η Χαρά, η οποία γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε και ζει έως σήμερα στις Βρυξέλες δουλεύοντας ως free lancer φωτογράφος. Η αφορμή για να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φωτογραφία, ήταν ένα ταξίδι το 2009 στην Παλαιστίνη για το project της με τίτλο ‘Homeland’.

 

«Όταν άρχισα να ασχολούμαι επαγγελματικά με την φωτογραφία ήθελα να επικεντρωθώ σε κοινωνικά ζητήματα και ανθρώπινες ιστορίες της σημερινής εποχής, που ενώ είναι άμεσα συνδεδεμένες με την πρόσφατη ιστορία μας, βρίσκονται στο παρασκήνιο της δυτικής πραγματικότητας. Έτσι τα τελευταία χρόνια παράλληλα με άλλα φωτογραφικά ρεπορτάζ, ασχολήθηκα με το να καταγράφω ιστορίες ανθρώπων που συνδέονται με το μεταναστευτικό ζήτημα. Σε μια εκδήλωση στις Βρυξέλες, που βρέθηκα για να φωτογραφίσω πέρσι τον χειμώνα, έτυχε να γνωρίσω κάποια από τα μέλη της οργάνωσης ‘SOS MEDITERRANNEE’ που είχαν έρθει να παρουσιάσουν την δουλειά τους. Συγκινήθηκα πολύ και αποφάσισα κατευθείαν να τους προτείνω συνεργασία προσφέροντάς τους τα όπλα που ξέρω εγώ καλύτερα να χρησιμοποιώ, τα μάτια και την κάμερα μου. Τελικά με κάλεσαν και επιβιβάστηκα για τρεις εβδομάδες τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2017».

 


Όσο είσαι στο πλοίο προσπαθείς να ελέγξεις τα συναισθήματα σου και να αντιδράς όσο πιο ξεκάθαρα και συγκεντρωμένα μπορείς, γιατί πρόκειται για ανθρώπινες ζωές.




 

Το «SOS MEDITERRANEE» είναι μία Μη Κυβερνητική Οργάνωση, που δημιουργήθηκε το 2015, ένεκα της μεγάλης μεταναστευτικής κρίσης που βιώνει η Ευρώπη, και έχει ως σκοπό την άμεση διάσωση μεταναστών και προσφύγων που θαλασσοπνίγονται στη Μεσόγειο. Η οργάνωση επιχειρεί πάνω στο διασωστικό πλοίο ‘Aquarius’, το οποίο στελεχώνεται και χρηματοδοτείται από την συνεργασία της «SOS Mediterranee», που αναλαμβάνει το διασωστικό κομμάτι στη θάλασσα, και από τους τους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα» που ασχολούνται με την περίθαλψη των διασωθέντων όταν φτάσουν πάνω στο καράβι. Εκτός από την διάσωση και την ασφαλή μεταφορά τους στην Ιταλία, σκοπός της οργάνωσης είναι επίσης και η καταγραφή των ιστοριών και των μαρτυριών αυτών των ανθρώπων.

Οι διασώσεις διεξάγονται και κατευθύνονται υπό τις εντολές του Κέντρου Συντονισμού Θαλάσσιας Διάσωσης που βρίσκεται στη Ρώμη και που είναι υπεύθυνο για την ευρύτερη θαλάσσια περιοχή. Βάσει λοιπόν των οδηγιών του ΚΣΘΔ το «Aquarius» περιπολεί έξω από τα λιβυκά χωρικά ύδατα 24/24ωρο και ψάχνει στον ορίζοντα να δει βάρκες που προέρχονται από τις λιβυκές ακτές.

Αυτή την περίοδο, το να επιχειρήσει κάποιος να διασχίσει τη Μεσόγειο, μέσω Λιβύης με προορισμό την Ιταλία, είναι ίσως το πιο θανατηφόρο θαλάσσιο πέρασμα για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που το προσπαθούν. Οι κίνδυνοι και οι συνθήκες που μπορεί να κληθεί κάποιος να αντιμετωπίσει είναι πολλαπλοί λόγω της πλήρους αβεβαιότητας που μονίμως επικρατεί.

 



 

«Βρίσκεσαι πάνω σε ένα καράβι, 77 μέτρων, με 30 διαφορετικούς ανθρώπους στο οποίο καθημερινά γίνονται ασκήσεις και εκπαιδεύσεις για τα διάφορα σενάρια που μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε. Όταν εντοπιστεί βάρκα, τότε όλοι στο πλοίο συνεργάζονται για την καλύτερη διεκπεραίωση της διάσωσης. Οι συνθήκες και τα δεδομένα είναι τόσο διαφορετικά από όσα βιώνουμε στην καθημερινότητά μας, που οι έννοιες του φόβου έχουν εντελώς άλλη σημασία. Γενικά επικρατεί ένα μόνιμο άγχος και μια μεγάλη πίεση. Παρόλα αυτά, όσο είσαι στο πλοίο προσπαθείς να ελέγξεις τα συναισθήματα σου και να αντιδράς όσο πιο ξεκάθαρα και συγκεντρωμένα μπορείς, γιατί πρόκειται για ανθρώπινες ζωές και συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες. Νομίζω ότι τον μεγαλύτερο φόβο, όσο ήμουν πάνω στο πλοίο, τον έζησα στην πρώτη διάσωση που κάναμε.

 



 

Αν έπρεπε να διαλέξω μια εικόνα σαν επίλογο στο ταξίδι αυτό θα διάλεγα τη φωτογραφία που έβγαλα το βράδυ πριν φτάσουμε στην Ιταλία για την αποβίβαση. Στο πλοίο υπάρχουν δυο Τζέμπε (αφρικάνικα τύμπανα) τα οποία δίνουν ρυθμό για ένα χορό που κρατάει πολλές ώρες και που με ένα πολύ απλό και ανθρώπινο τρόπο, δείχνει τη δύναμη την ανθρωπιάς και την ανθρώπινης ψυχής».

 


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ