Θυμάμαι εκείνο το βράδυ σαν να ήταν χτες όπως θυμάμαι και τις μέρες που ακολούθησαν. Νεαρή φοιτήτρια οδηγεί μεθυσμένη, περνάει με κόκκινο και σκοτώνει ένα 17χρονο αγόρι. Εγκαταλείπει τη σκηνή μέχρι που καταδιώκεται από αυτόπτη μάρτυρα και αναγκάζεται να σταματήσει. Δεν γνώριζα τον Αιμίλιο Ιωάννου ούτε και την οικογένεια του αλλά τους φέρνω στο μυαλό μου κάθε φορά που ακούω κάτι καινούριο γι’ αυτή την ιστορία. Έκλαψα για τον Αιμίλιο κι ας μην τον γνώριζα, θα μπορούσε να ήταν φίλος ή αδερφός μου και οι γονείς του γονείς μου.
Θυμάμαι εκείνο το βράδυ σαν να ήταν χτες όπως θυμάμαι και τις μέρες που ακολούθησαν. Αρχικά μικροαστική περιέργεια -ποια είναι αυτή; Την ξέρουμε; Ο πατέρας της είναι στρατιωτικός; Και μας νοιάζει αυτό γιατί; Σε μια δίκη παρωδία, με αλλοιώσεις καταθέσεων, ψευδή στοιχεία και τις πλάτες της οικογένειάς της, η Έφη Ηροδότου δεν καταδικάζεται ποτέ και για τίποτα. Όταν ανοίγει ξανά ο φάκελος της υπόθεσης, εκείνη εγκαταλείπει με τον πατέρα της την Κύπρο και βρίσκεται στην λίστα της Ιντερπόλ, με το ένταλμα σύλληψης της να εκκρεμεί.
Όσο περνάνε οι μέρες και τα χρόνια, λευκό λινό η μνήμη του Αιμίλιου που δεν σιδερώνεται, παρά μόνο λεκιάζεται από την ανοχή μας.
Την ίδια στιγμή, κάποιοι δεν σταμάτησαν ποτέ να καταριούνται την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε στο δρόμο της μονάκριβής τους ένας «μιτσής» που της «κατέστρεψε» τη ζωή. Την ημέρα της δίκης και μετά την δικαστική απόφαση, έστησαν μάλιστα στο σπίτι τους γλέντι για να γιορτάσουν την πανηγυρική αθώωση. Μέχρι και σήμερα ακόμα, ακούς μετριοπαθή κόσμο να της δίνει ελαφρυντικά και να την αφήνει σχεδόν στο απυρόβλητο, ξεχνώντας βέβαια πώς αυτή και μόνη ως θύτης βρέθηκε πίσω από το τιμόνι εκείνο το βράδυ. Αυτή η οικογένεια και όσοι τους έχουν υποθάλψει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έχουν στα χέρια τους το αίμα του Αιμίλιου Ιωάννου. Κι όσο προσωπική υπόθεση της οικογένειας του είναι το πένθος της, άλλο τόσο συλλογική είναι η ευθύνη η δική μας για τη συγκάλυψη που ακολούθησε. Όσο περνάνε οι μέρες και τα χρόνια, λευκό λινό η μνήμη του Αιμίλιου που δεν σιδερώνεται, παρά μόνο λεκιάζεται από την ανοχή μας.
Γίνεται να ξυπνήσει από το λήθαργο η δικαστική εξουσία αυτού του τόπου; Μπορεί άραγε η Αστυνομία Κύπρου από φυτώριο διαφθοράς να γίνει ένα σώμα που υπηρετεί τον πολίτη με σοβαρότητα; Γνωρίζουμε όλοι πια την βρώμα και την δυσωδία στους κόλπους της Εισαγγελίας αλλά μέχρι πόσο θα συνεχίσουμε να επιτρέπουμε αυτή την αποχαλίνωση; Υπήρξε μια εποχή όπου η μόνη απειλή που έπιανε τόπο για να κάνει κάποιος τη δουλειά ήταν η δύναμη των ΜΜΕ και ο δημόσιος διασυρμός. Τώρα που η μνήμη μας διαρκεί όσο ένας κύκλος ειδήσεων, όλοι οι κραταιοί δικτάτορες της καρέκλας έχουν αποκτηνωθεί. Περιμένουν υπομονετικά να ξεχαστεί το σκάνδαλο γνωρίζοντας ότι τα πρωτοσέλιδα βρίσκονται ήδη στα τυπογραφεία με το επόμενο.
Δεν γράφω αυτό το κείμενο ως επαναστάτης του καναπέ -που μάλλον είμαι, όπως κι εσύ. Γράφω γιατί αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω κάτι γι’ αυτή την ιστορία. Τί ακριβώς δεν ξέρω, προσπαθώ να το επινοήσω γράφοντας και δεν μπορώ. Αν τα social media και η οργή κινούν βουνά και θεούς κατεβάζουν, ας γίνει κάτι τώρα, σήμερα. Η ιστορία ξεπερνά τον Αιμίλιο, το θέμα αγγίζει τη σαθρότητα ενός ολόκληρου συστήματος που όχι μόνο δεν καταρρέει αλλά βγάζει ρίζες και επιβάλει την ανομία στη θέση του εκσυγχρονισμού, την ανισότητα μπροστά στην δικαιοσύνη για όποιον έχει τα μέσα να εκβιάσει μια βολική ετυμηγορία.
Πιο πολύ από όλα με εξοργίζει που σε αυτή τη χώρα ένας στρατιωτικός μπορεί να έχει τόση επιρροή με τόσο απροκάλυπτο τρόπο, αλλά και τόση αλαζονεία ως προσόν, αλλιώς πως γίνεται, αφού έχει υπηρετήσει για τόσα χρόνια αυτό το επάγγελμα, να καταλήξει τελικά φυγάς με την κόρη του; Όπου φυγάς, βλέπε κυκλοφορούν μαζί ανενόχλητοι στην Αθήνα, αν ισχύουν οι πληροφορίες. Είναι δυνατόν να μην τους έχει δει κανείς; Να μην ξέρει κανείς που πηγαινοέρχονται οι συγγενείς της και τα λεφτά από λογαριασμό σε λογαριασμό; Πολύ φοβάμαι ότι αν δεν συλληφθούν άμεσα, θα προσπαθήσουν να διαφύγουν γι’ αλλού αν δεν το έχουν κάνει ήδη.
Η Έφη Ηροδότου και ο πατέρας της ανήκουν στη φυλακή. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Αν φταίει σε κάτι η οικογένεια του Αιμίλιου είναι που περίμενε δικαιοσύνη με τον σταυρό στο χέρι. Που προσδοκούσε στα στοιχειώδη και τα προφανή, που ανέχτηκε την αδικία με αξιοπρέπεια λες και το να θρηνείς τον θάνατο του παιδιού σου δεν είναι αρκετά επώδυνη δοκιμασία.
Πίστευα κάποτε πως μοιραζόμασταν όλοι λίγο ή πολύ την ίδια θέση στο καζάνι της δικαιοσύνης. Το μόνο καζάνι στο οποίο βράζουμε όλοι τελικά είναι αυτό της αποχαύνωσης. «Κανένας δεν είναι πάνω ή κάτω από το νόμο». Κι αν επικαλούμαι τα λόγια του Ρούσβελτ, είναι γιατί δεν ξέρω πώς να τελειώσω αυτό το κείμενο που μέσα σε λίγες ώρες, έτσι κι αλλιώς, θα έχει ξεχαστεί.