Ένας Κύπριος στην Ινδία και το Νεπάλ [Οι μέρες λίγο πριν και λίγο μετά τον σεισμό]

Ένας Κύπριος μάς μιλάει για την εμπειρία του στην Ινδία και πώς επιβίωσε από το μεγάλο σεισμό στο Νεπάλ.

 


Article featured image
Article featured image

Από τον Αχιλλέα Ρότα

Φωτογραφίες: Μάριος Πολυκάρπου

 

Μυρωδιές από κάρυ, κύμινο και καμένο πλαστικό. Έντονα χρώματα και άνθρωποι ταλαιπωρημένοι-κουρασμένοι που ζουν κάθε μέρα χωρίς πολλά αγαθά, χωρίς ανέσεις και ευκολίες. Μια χώρα που σε μαγεύει την ίδια στιγμή που σου δημιουργεί αποστροφή. Ένας πολιτισμός αιώνων στέκει αγέρωχος επιβάλλοντας τα δικά του «θέλω», τους δικούς του κανόνες, που όλοι οφείλουν να ακολουθούν, έστω και αν κάποιοι ενίοτε κρύβονται για να παρανομήσουν.

Ο μεγάλος σεισμός στο Νεπάλ, σημείο αναφοράς για τους ντόπιους. Άφησε πίσω του συντρίμμια, χιλιάδες νεκρούς και μια προφητεία που ως φαίνεται επαληθεύτηκε κατά το ήμισυ.

Ο Μάριος Πολυκάρπου, πριν λίγους μήνες, πήρε τη μεγάλη απόφαση να κάνει ένα ταξίδι ζωής. Συντηρητής αρχαιοτήτων, πάντα θαύμαζε τον πολιτισμό και τους επιβλητικούς ναούς στην Ινδία και το Νεπάλ. Στην Κύπρο επέστρεψε πολύ πρόσφατα. Όταν τον συνάντησα είχε αλλάξει. Όλη αυτή η εμπειρία τον σημάδεψε, οι μέρες στην Ινδία, ο σεισμός στο Νεπάλ, η κουλτούρα, η απλότητα του κόσμου τού άλλαξαν την κοσμοθεωρία. «Θα ήθελα να επιστρέψω κάποια στιγμή, νοιώθω πως έχω ανοιχτά κεφάλαια που πρέπει να κλείσω πίσω εκεί».



 



 

«Χρόνια σκεφτόμουν αυτό το ταξίδι, αλλά πάντα κάτι στεκόταν εμπόδιο. Κάποια στιγμή βρέθηκα Σαμοθράκη και εκεί γνώρισα κάτι Ιταλούς οι οποίοι θα ταξίδευαν αργότερα για Ινδία. Εκεί πλέον δεν είχα άλλα περιθώρια για αναβολές, ήταν η ευκαιρία που περίμενα και την είχα μπροστά μου.

Με το που κατέβηκα στο αεροδρόμιο στη Μουμπάι, ένοιωσα αμέσως κάτι περίεργο, κάτι τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που είχα συνηθίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Νέος κόσμος, παράξενος, ανεξερεύνητος. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, ιδιαίτερη. Παντού στρατός και αστυνομία, Ινδοί να κάθονται παντού, στο πάτωμα, σε παγκάκια, σε πεζούλια και να τρώνε το φαγητό που έφεραν από το σπίτι, ενώ τα φοινικόδεντρα δέσποζαν μέσα και έξω από το αεροδρόμιο, ως φυσικοί φύλακες του χώρου.

Μέναμε σε ξενώνες, μικρά δωμάτια με 2 ή 3 κρεβάτια, κάποια είχαν μπάνιο, σε κάποια ήταν κοινό. Ήταν όμως οικονομικά στοίχιζε περίπου 1-1,50 ευρώ το βράδυ. Ιδανική επιλογή, αν θα μείνεις καιρό στη χώρα. Εγώ παρέμεινα συνολικά 4 μήνες, 3 στην Ινδία και 1 στο Νεπάλ. Μου πήρε χρόνο να συνηθίσω, δεν ήταν εύκολο όλο αυτό.

 


Στην Ινδία, αν είσαι άντρας πρέπει να προσέχεις τις γυναίκες. Απαγορεύεται να κοιτάξεις ή να αγγίξεις γυναίκα δημόσια, ακόμα και αν είσαι ο σύζυγος της.


Εκατομμύρια κόσμου να κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα, να σου μιλάνε, να σε πλησιάζουν. Το χειρότερο όμως ήταν η βρωμιά, οι τόνοι σκουπιδιών που βρίσκονταν παντού. Σε μνημεία, σε λίμνες, στο δρόμο σε ποταμούς. Περπατούσαν στο δρόμο και πέταγαν ότι δεν τους έκανε, κάτω-χύμα, χωρίς να σκέφτονται τι προκαλεί όλο αυτό. Μια χώρα βουτηγμένη μέσα στη βρωμιά, αλλά με ιδιαίτερη-σπάνια ομορφιά.

Στο δρόμο συναντούσες τα πάντα, πολλά ζώα να κυκλοφορούν παντού, μαϊμούδες, που έκαναν επιθέσεις για να κλέψουν φαγητό ή αντικείμενα και από τουρίστες και από ντόπιους. Μάλιστα, μια μαϊμού εισέβαλε στο δωμάτιο που έμενα και μου έκλεψε τις σαγονιάρες, προφανώς νόμιζε πώς ήταν φαγητό.

Άλλη κουλτούρα ακατανόητη, περίεργη. Οι οδηγοί για παράδειγμα δεν έχουν αίσθηση κανενός κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Κανείς δεν σταματά πουθενά, απλά προχωρούν ευθεία, ούτε για τους πεζούς νοιάζονται, ούτε για τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, μόνο τις αγελάδες να μην τραυματίσουν. Τα φώτα τροχαίας αποτελούν διακοσμητικά στοιχεία στους δρόμους. Το εντυπωσιακό είναι πάντως πως καταφέρνουν να μην συγκρούονται οι οδηγοί.

Πέραν από τις αγελάδες, Ιεροί θεωρούνται και οι Μπάμπα. Είναι θνητοί οι οποίοι επέλεξαν το μοναχισμό, άφησαν μακριά-ράστα μαλλιά και μούσια και αγιοποιήθηκαν, είναι γκουρού και κανείς δεν τους ακουμπά, είναι ελεύθεροι να κάνουν ότι θέλουν, υπεράνω ακόμα και του νόμου. Δεν δουλεύουν, ζουν από τις εισφορές του κόσμου και κυκλοφορούν ζητώντας λεφτά, γιατί απλώς… είναι Άγιοι. Αυτά τα δύο πρέπει να τα σέβεσαι και να τα εκτιμάς στην Ινδία, διαφορετικά τιμωρείσαι αυστηρά».

 



 

Τι άλλο έπρεπε να προσέχεις, τι άλλοι περιορισμοί υπήρχαν;

Τις γυναίκες έπρεπε να προσέχεις αν είσαι άνδρας. Απαγορεύεται να κοιτάξεις ή να αγγίξεις γυναίκα δημόσια, ακόμα και αν είσαι ο σύζυγος της. Οποιαδήποτε σωματική επαφή θεωρείται πρόκληση αφού πιστεύουν πώς είναι μέρος της σεξουαλικής πράξης και απαγορεύεται. Οι παντρεμένες ξεχώριζαν γιατί φορούσαν Σάρι, κάτι που είναι υποχρεωτικό μετά το γάμο, ήταν κάτι σαν ετικέτα.

Απαγορευτικό είναι επίσης και για άνδρες και για γυναίκες να δείχνουν τα πόδια τους. Για τις γυναίκες πιο αυστηρά αφού επιτρέπεται να έχουν ακάλυπτη μόνο την κοιλιά τους. Ώμοι και πόδια πρέπει να είναι καλυμμένα, διαφορετικά θεωρούν πως ψάχνεις σεξ και είναι πολύ πιθανόν να σε βιάσουν γιατί τους προκάλεσες. Οι άνδρες τώρα δεν δικαιούνται να κυκλοφορούν με ακάλυπτα τα γόνατα, εκτός και αν βρίσκονται κοντά σε ποταμό.


Μάνες μας πλησίαζαν και έβαζαν τα παιδιά να μας αγγίξουν για να είναι ευλογημένα μια ζωή. Μας φιλοξενούσαν και μας συμπεριφέρονταν ως θεότητες που ήρθαμε για να φέρουμε ευμάρεια στον τόπο τους. Μοναδικό συναίσθημα




 

«Το να είσαι τουρίστας στην Ινδία είναι μια πολύ περίεργη ιδιότητα, ειδικά αν είσαι ανοιχτόχρωμος. Στις τουριστικές περιοχές όπου είναι εξοικειωμένοι είναι πολύ φιλικοί, πρόθυμοι και προστατευτικοί. Τους προσέχουν τους τουρίστες τους νοιάζονται. Βέβαια, μόλις ο Ινδός δει τουρίστα, στο μυαλό του γράφει μόνο ένα πράγμα: δολάριο.

Δεν θα σε κλέψουν, γενικά δεν κλέβουν, εκτός αν βρεθείς σε στάσεις μετρό ή λεωφορείων -κάτι που ισχύει σε πολλές χώρες. Αυτό που κάνουν είναι να σε ξεγελάσουν για να σου αποσπάσουν χρήματα, όσα περισσότερα μπορούν.

Θα σε χρεώσουν περισσότερο, θα σου ζητήσουν λεφτά γιατί έτυχε να περνάς δίπλα από μια ιερή αγελάδα και αυτό είναι θαύμα. Μου έτυχε μάλιστα αυτό -περπατούσα κανονικά στο δρόμο και έτρωγα όταν ξαφνικά ακούω να μου φωνάζει κάποιος για να γυρίσω. Ήταν ένας Μπάμπα που ήθελε να μου δείξει τη θαυματουργή αγελάδα του και εγώ να τον πληρώσω που έγινα μάρτυρας σε αυτό το περιστατικό. Στην πραγματικότητα η αγελάδα ήταν άρρωστη, είχε ένα τεράστιο όγκο, που αυτός παρουσίαζε ως θαύμα για να παίρνει λεφτά.

Αυτά συμβαίνουν στο κέντρο, σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, που δεν έρχονται επαφή με τουρίστες, μας αντιμετώπιζαν ως ευλογία. Μάνες μας πλησίαζαν και έβαζαν τα παιδιά να μας αγγίξουν για να είναι ευλογημένα μια ζωή. Μας φιλοξενούσαν και μας συμπεριφέρονταν ως θεότητες που ήρθαμε για να φέρουμε ευμάρεια στον τόπο τους. Μοναδικό συναίσθημα».

 



 

Η μετακίνηση πώς γινόταν, υπήρχαν αρκετά μεταφορικά μέσα;

Υπήρχαν πολλά λεωφορεία και ο υπόγειος σιδηρόδρομος. Βέβαια, υπήρχαν και τα τουριστικά βαν που ήταν πολυτελή και άνετα, αλλά εγώ προτίμησα τη δημόσια συγκοινωνία. Διψούσα να ζήσω τον κόσμο από μέσα, να μάθω τις συνήθειες τους, την καθημερινότητα τους, όχι να παρακολουθώ από βιτρίνες.

Εκεί τα πράγματα δεν διέφεραν και πολύ. Πάρα πολύς κόσμος στοιβαγμένος ο ένας πάνω στον άλλο μαζί με αποσκευές και ζώα. Κότες, γουρούνια, κατσίκες, όλοι και όλα μαζί σε ένα λεωφορείο. Οι κανόνες όμως ίσχυαν κι εκεί. Αν υπήρχε κενή θέση δίπλα από γυναίκα, μόνο γυναίκα μπορούσε να καθίσει, ενώ αν ήσουν τουρίστας θα σηκωνόταν κάποιος Ινδός για να καθίσεις εσύ.

 



 

«Πολλοί είναι αυτοί που θέλουν να εγκαταλείψουν τη χώρα, δεν αντέχουν όλο αυτό που συμβαίνει εκεί. Μας ρωτούσαν συνεχώς για την Ευρώπη, πώς είναι, πώς μπορούν να έρθουν εύκολα, για τις συνθήκες διαβίωσης. Υπάρχει πολλή φτώχια και ανέχεια. Είναι όμως και η υπερβολική ζέστη. Οι Ινδοί είναι αναγκασμένοι να ζουν σαν νομάδες. Το χειμώνα κατεβαίνουν στο Νότο, όπου ζουν και εργάζονται, ενώ το υπόλοιπο μισό, όπου η ζέστη στο Νότο είναι πραγματικά αφόρητη, μεταφέρονται στο Βορρά, όπου εκεί οι περισσότεροι έχουν κι άλλη επιχείρηση και σπίτι».

 

Μίλησες για βρωμιά και καταστάσεις ιδιαίτερα ανθυγιεινές. Τέσσερις μήνες εκεί πώς τρεφόσουν, πώς επιβίωνες;

Δύσκολα…Κρέας δεν διανοήθηκα να δοκιμάσω, με όλα αυτά που έβλεπα. Σκέψου ότι λόγω του όγκου των σκουπιδιών, τα ζώα που κυκλοφορούν ελεύθερα πολλές φορές τρώνε πλαστικά, κουτιά και ότι άλλο βρουν, άρα δεν τολμάς να φας κρέας. Εκτός όμως από αυτό, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός με το νερό. Μόνο εμφιαλωμένο, ποτέ τρεχούμενο, ούτε καν για να πλύνεις φρούτα και λαχανικά.

Επειδή όμως η ινδική κουζίνα είναι ιδιαίτερα πλούσια σε καρυκεύματα και έντονες γεύσεις, ότι και να φας γίνεται εύγευστο και έχει ενδιαφέρον, άρα δεν σε ενοχλεί και τόσο η έλλειψη κρέατος. Υπάρχουν βέβαια και τοπικά εστιατόρια που μπορείς να γευτείς υπέροχες τοπικές λιχουδιές, φτάνει να βεβαιωθείς ότι είναι καλά. Αν ένα μαγαζί είναι γεμάτο με ντόπιους, τότε να ξέρεις ότι είναι καθαρό και μπορείς να το εμπιστευτείς.

 



«Τους μήνες που παρέμεινα στην Ινδία, έζησα μοναδικές εμπειρίες, τοπία μαγευτικά, με τρεχούμενα νερά και άγρια ομορφιά που σε σαγηνεύει. Ναοί λαξευμένοι σε βράχους, επιβλητικά κτίσματα πάνω σε κορυφές βουνών και άλλα φτιαγμένα εξ ολοκλήρου από χρυσό και πολύτιμα μέταλλα. Η θρησκεία και οι ναοί είναι ίσως το σημαντικότερο κομμάτι στη ζωή ενός Ινδού. Οι πιο αυστηρές ποινές στις νομοθεσίες τους εξαντλούνται στα θέματα θρησκείας. Ακόμη και σε θέματα ναρκωτικών είναι αρκετά πιο ήπιες οι ποινές, αφού αν σε δουν να καπνίζεις κάτι παράνομο στο δρόμο, θα σου κάνουν ένα τυπικό έλεγχο και μετά ελεύθερος».

 


Δυο μικρά αδέλφια με συνόδευαν ως τους καταρράκτες που ήταν κοντά στο σπίτι τους. Το μικρότερο περπατούσε δίπλα μου και ο άλλος μπροστά με το ποδήλατο. Λίγα λεπτά αργότερα, απλά άρχισε να τρέμει το έδαφος και να μην μπορούμε να κινηθούμε. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι γινόταν, μέχρι που είδα τον τοίχο μπροστά μου να σκίζετε στα δύο και πίσω μου να καταρρέει το χωριό σαν ντόμινο.


Και 15 μέρες πριν το μεγάλο σεισμό των 7,9 ρίχτερ, αποφάσισες να μεταφερθείς στο Νεπάλ. Πως ήταν τα πράγματα εκεί;

Το Νεπάλ μοιάζει πολύ με την Ινδία, εμένα αυτή την αίσθηση μου άφησε. Μορφολογικά και αρχιτεκτονικά έχουν πολλά κοινά, η κουλτούρα είναι διαφορετική. Οι γυναίκες είναι πολύ πιο απελευθερωμένες. Τις έβλεπες με κοντά μπλουζάκια, κοντά παντελόνια, ευχάριστες προσιτές. Τις πρώτες μέρες απέφευγα να μιλήσω σε κάποια γυναίκα, γιατί είχα την εντύπωση πώς ίσχυε ότι και στην Ινδία. Αντίθετα όμως με πλησίασαν μόνες τους, με ρώτησαν πως μου φάνηκε ο τόπος, αν είμαι καλά, αν χρειάζομαι κάποια βοήθεια. Κάποιες μάλιστα με προσκάλεσαν να φάω και μαζί τους. Όμορφες, ταλαιπωρημένες και με πολλή αθωότητα στα μάτια. 

Μέχρι να εκδοθεί η καινούργια βίζα, έμενα Κατμαντού. Κεντρική περιοχή με τουρισμό και αρκετά δυτικά στοιχεία. Εκεί τα πράγματα ήταν καλύτερα, πιο καθαρό περιβάλλον, πιο περιποιημένο. Ακόμα και τα χωριά γύρω από το Κατμαντού που επισκεπτόμουν, μπορεί να ήταν φτωχά, αλλά ήταν αρκετά περιποιημένα.

 



 

Η απόλυτη ηρεμία και γαλήνη, ειδικά στα χωριά, ο χρόνος δεν υπήρχε. Όλα είχαν το δικό τους ρυθμό. Δεν υπήρχε άγχος, στρες ή βιασύνη για τίποτα.

Λίγο πριν το μεγάλο σεισμό, τις πρώτες μέρες που έφτασα γιόρταζαν την πρωτοχρονιά του 2072, με διάφορα φεστιβάλ που διαρκούσαν μια βδομάδα. Σε κάθε περιοχή και κάτι διαφορετικό, αλλού πιο μεγάλες και εντυπωσιακές εκδηλώσεις και σε άλλα μέρη, λιτά και απλά. Έτσι κύλησαν οι πρώτες μέρες, με γλέντι και διασκέδαση.

 



 

Η μέρα του σεισμού που σε βρήκε;

Εκείνη τη μέρα ο καιρός δεν ήταν και πολύ καλός, έτσι αποφάσισα να μην απομακρυνθώ πολύ από το κεντρικό Κατμαντού.

Ξεκίνησα λοιπόν για ένα χωριουδάκι που κάτι ντόπιοι μου είχαν πει, πώς είχε εντυπωσιακούς καταρράκτες. Στη διαδρομή βρήκα μερικά παιδιά που έπαιζαν κρίτετ -το εθνικό τους σπορ- και σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αδύνατον να μην σε αναγκάσουν να παίξεις μαζί τους, έτσι κι έκανα.

 



Όταν ανέφερα ότι ψάχνω συγκεκριμένη περιοχή, τα δύο μικρότερα της παρέας -που ήταν αδέλφια- με τράβηξαν μαζί τους, αφού οι καταρράκτες ήταν κοντά στο σπίτι τους. Το μικρότερο περπατούσε δίπλα μου και ο άλλος μπροστά με το ποδήλατο. Λίγα λεπτά αργότερα, απλά άρχισε να τρέμει το έδαφος και να μην μπορούμε να κινηθούμε. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι γινόταν, μέχρι που είδα τον τοίχο μπροστά μου να σκίζετε στα δύο και πίσω μου να καταρρέει το χωριό σαν ντόμινο.

Ο μικρός είχε γραπωθεί πάνω στο πόδι μου κι εγώ στη μέση του πουθενά να μην ξέρω πώς να αντιδράσω. Δεν είχα όμως επιλογή έπρεπε να τρέξουμε να σωθούμε. Άρπαξα τον μικρό και έψαχνα σημείο χωρίς κτήρια, για να είμαστε ασφαλείς. Μέσα σε λίγα λεπτά, ένα ολόκληρο χωριό κατεδαφίστηκε, κόσμος έτρεχε πανικόβλητος να σωθεί, τραυματίες, γυναίκες να κλαίνε και να ψάχνουν τα παιδιά τους. Μια κατάσταση, που δύσκολα την περιγράφεις αν δεν τη ζήσεις….

Όταν κόπασε η πρώτη δόνηση, καθίσαμε κάτω και γύρω μας το τοπίο ήταν σαν εμπόλεμη ζώνη. Ο μικρός να κλαίει και να ψάχνει τον αδελφό του, τον οποίο είχαμε χάσει μέσα στον πανικό και να ζητάει τη μαμά του. Δεν ήξερα τι μπορούσα να κάνω. Καθίσαμε εκεί ένα τρίωρο, μέχρι να σιγουρευτούμε ότι όλα ήταν καλά. Στο μεταξύ η μητέρα του μικρού με τον αδελφό του είχαν έρθει στον καταυλισμό και τον έψαχναν. Μας βρήκαν και τον πήραν μαζί τους.

Οι μετασεισμοί συνέχιζαν και κανένας φορέας δεν είχε εμφανιστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή να μας ενημερώσει, να μας πει κάτι.

Ξεκίνησα για το Κατμαντού, να δω τι γινόταν κι εκεί. Η διαδρομή γεμάτη διαλυμένα κτήρια και ανθρώπους κρεμασμένους στα ερείπια να παλεύουν μόνοι τους για να διασώσουν τους δικούς τους. Καμία οργάνωση, κανένας προγραμματισμός, καμία ομάδα διάσωσης δεν εμφανίστηκε, παρά μόνο 5 μέρες μετά. Όπως έμαθα όταν κατέβηκαν ομάδες διάσωσης στα χωριά, οι κάτοικοι τούς πέταγαν πέτρες και ξύλα. Τους κατηγορούσαν για αδιαφορία και ότι εξ αιτίας τους χάθηκαν οι συγγενείς τους…


Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν το γεγονός οι Νεπαλέζοι, μέσα στη δυστυχία και τον πόνο τους, έρχονταν να μας ρωτήσουν αν είμαστε καλά, να μας φέρουν από το φαγητό τους, την ίδια στιγμή που είχαν χάσει τα ήδη λιγοστά υπάρχοντα τους.






Πίσω στο Κατμαντού, τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα όσον αφορά τα κτήρια, αλλά πολύ χειρότερα σε θέματα οργάνωσης. Πανικοβλημένοι ντόπιοι και τουρίστες να τρέχουν δεξιά κι αριστερά, χωρίς να ξέρουν τι γίνεται. Διασώστες να προσπαθούν να απεγκλωβίσουν κόσμο, σε κτήρια τα οποία στηρίζονταν το ένα πάνω στο άλλο και κατέρρεαν σταδιακά και άνθρωποι θαμμένοι κάτω από χαλάσματα να αργοπεθαίνουν.

Μέναμε σε στρατιωτικές βάσεις, και ανοιχτούς χώρους φιλοξενίας, ντόπιοι και τουρίστες μαζί. Ο αρχές έστελναν τρόφιμα και νερό, αλλά κανείς δεν ερχόταν μας ενημερώσει για το τι γινόταν. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν το γεγονός οι Νεπαλέζοι, μέσα στη δυστυχία και τον πόνο τους, έρχονταν να μας ρωτήσουν αν είμαστε καλά, να μας φέρουν από το φαγητό τους, την ίδια στιγμή που είχαν χάσει τα ήδη λιγοστά υπάρχοντα τους.

Διάφορες χώρες έστελναν λεφτά, κάτι που ήταν εντελώς αχρείαστο, αφού είχαν ανάγκη από ομάδες διάσωσης, χέρια να βοηθήσουν. Κάποιες έστειλαν τρόφιμα και αεροπλάνα για να μεταφέρουν όσους Ευρωπαίους τουρίστες το επιθυμούσαν πίσω στις χώρες τους δωρεάν, αλλά δεν υπήρξε κάποια ουσιαστική βοήθεια, όσο διάστημα βρισκόμουν εκεί. Ακόμα και οι πρεσβείες, με τις οποίες προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε, δεν είχαν ιδέα για το τι συνέβαινε, πώς εξελίσσονταν τα πράγματα.

 



 

Έφυγα 6 μέρες μετά από το σεισμό και ακόμη έβρισκαν ανθρώπους κάτω από τα συντρίμμια, νεκρούς και κάποιες φορές ζωντανούς.

Λίγο πριν επιστρέψω στην Ινδία με πλησίασε ένας ντόπιος για να με ρωτήσει αν χρειαζόμουν κάτι, τον είδα χαρούμενο και χαμογελαστό και τον ρώτησα γιατί είναι τόσο ευδιάθετος μετά από όλα αυτά. Όπως μου εξήγησε, εδώ και χρόνια υπάρχει μια προφητεία που λέει πώς «το Νεπάλ θα καταστραφεί ολοκληρωτικά, μετά από ένα μεγάλο σεισμό και θα αναγεννηθεί πιο στέρεο, πιο δυνατό και πιο ισχυρό από ποτέ», οπότε μάλλον η προφητεία μάλλον επαληθεύτηκε κατά το ήμισυ.

 


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ