Ένα ποίημα του 1888, με επίκαιρο χαρακτήρα, σχετικό με την οικονομική κρίση, αλλά και τη γενικότερη κρίση αξιών.
Το ποίημα του εθνικού μας ποιητή διασκεύασε ο μουσικός Λάρκος Λάρκου και οι μαθητές Μάριος Αντωνίου, Σάσα Σαχπαντί και Αλέξης Αγγελίδης, οι οποίοι και το ερμηνεύουν, ενώ υπεύθυνος για την κίνηση είναι ο Χασάν.
Η μουσική επιμέλεια, η μίξη του ήχου, αλλά και το μοντάζ του βίντεο έγιναν από τον Λάρκο Λάρκου, ενώ να πούμε πως η εν λόγω διασκευή ανέβηκε στο διαδίκτυο τον Ιανουάριο του 2014.
Όπως αναφέρεται και στο youtube, η μουσική που συνοδεύει τους στίχους του Βασίλη Μιχαηλίδη είναι από samples του κομματιού «Nice Slow Rap Beats».
Ακούστε εδώ τη ραπ διασκευή και διαβάστε παρακάτω τους στίχους.
VIDEO
Το τραγούδι «Κόσμος γαϊδουρινός και Θεός ψεμματινός» περιλαμβάνεται επίσης στο CD-Βιβλίο του Λάρκου Λάρκου με τίτλο «Το πρώτο ’δώ βασίλειο είχαν θεοί το κτίσει», με τον Κώστα Χατζή να μας χαρίζει μια πολύ ιδιαίτερη ερμηνεία.
VIDEO
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟΥΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:
*Κόσμος γαϊδουρινός**
και Θεός ψεματινός*
*Χαίρετε, πιστοί μου φίλοι,
νά ’μαι που σας ήλθα πάλιν
εν όσῳ ζήσῃ η ζωή μας
κι η αγάπη μας να ζῃ.*
* Κι όλοι μας αγαπημένοι
εις του χρόνου την αγκάλην,
τον παράν αγκαλιασμένοι
ν’ αποθάνωμεν μαζί.
Κρίμα πο’ ’ρχεται ο χάρων
με το φοβερό δρεπάνι
και μας κόβει κάθε σχέσιν
από τον γλυκό παράν!
Κρίμα, του παρά το κράτος
εις τον Άδην που δεν φθάνει,
να ’χωμεν κι εκεί την γλύκα
του παρά και την χαράν.
Αχ! Βρε καϋμένε κόσμε,
ο παράς είν’ η ισχύς σου,
κι ο μισός πάντα χορτάνεις
κι ο μισός πάντα πεινάς.
Αφού είσαι τέτοιος, είναι
περιττή η ύπαρξίς σου,
ύπαγε στας αιωνίους
όλος διαμιάς σκηνάς.
Εις τα σπίτια των οι Κροίσσοι
δίκην φοβερών θηρίων
εις πολυτελείς τραπέζας
τρώγουν, παίζουν και ροφούν·
και καγχάζοντες εμπαίζουν
τον χειμώνα και το κρύον,
κι οι πτωχοί, γυμνοί στους δρόμους
απ’ την πείνα τους ψοφούν.
Ω, Θεέ μου, δεν κοιτάζεις
από τ’ ουρανού τον θόλον
τον αχρείον τούτον κόσμον
να τον δῃς με μια ματιά;
Πρέπει να τον διορθώσῃς
ή να τον αλλάξῃς όλον
ή να τον αποτεφρώσῃς
μια στιγμή με την φωτιά.
Αν δεν ξεύρῃς να τον κάμῃς
όπως θέλει η ψυχή μου,
συ που έχεις τόσην πείραν
κι είσαι τόσον παλαιός,
έλα συ δυο μήνας κάτω
εις την θέσιν την δική μου,
ν’ ανεβώ κι εγώ δυο μήνας
εις την θέσιν σου θεός.
Εις το άπειρον να χύσω
άφθονον, βαρύν αέρα,
και η γη μες στον αέρα
όταν τρέχῃ με ορμήν,
από πάνω της να φύγῃ
και η βαρυτέρα λέρα,
να καθαρισθῄ απ’ όλα
τα κακά σε μιαν στιγμήν.
Να καθαρισθῄ, να γίνῃ
σαν καθρέπτης ο φλοιός της,
κι όταν σχίζῃ τον αέρα
με ορμήν εκπληκτικήν,
να ακούεται εις όλον
τ’ αχανές ο συριγμός της,
να θαρρούν οι άλλοι κόσμοι
ότι παίζει μουσικήν.
Αδιάφορον ο χρόνος
μεγαλύτερος αν γίνῃ,
αδιάφορον οι ’μέρες
πιο μεγάλες αν γινούν,
αρκεί πλούσιος επάνω
εις την γην ουδείς να μείνῃ
και πτωχοί γυμνοί στους δρόμους
να μην μείνουν να πεινούν.
Τότε από του απείρου
να σηκώσω τον αέρα
και να κάμω όπως θέλω
κι όπως σκέπτομαι εγώ.
Εις την γην καινούργιον κόσμον
και καινούργιαν ατμοσφαίραν,
οπού να μην κάμνῃ κρύον
τον χειμώνα να ριγώ.
Ή στο άπειρον εις σκόνιν
την γην όλη να σκορπίσω
κι αδιάφορον το σύμπαν
απ’ αυτήν αν μολυνθῄ,
αδιάφορον δυο μήνες
άδοξος θεός αν ζήσω,
αρκεί μόνον του ανθρώπου
το στοιχείον να χαθῄ.
Τότε ύλην να συλλέξω
μετά προσοχής μεγίστης
από μέσ’ από το βάθος
του απείρου καθαράν,
να ζυμώσω νέαν πάσταν
και ποιότητος πρωτίστης
και να κάμω γην καινούργιαν
εις της πρώτης την σειράν.
Και αφού ψηθῄ κι αρχίσῃ
να σκληρύνετ’ ο φλοιός της,
και των ζώων της αρχίσῃ
την, κατά βαθμούς, σειράν,
να την κάμω να γνωρίσῃ
ποίος είναι ο θεός της,
να προσέχῃ μήπως κάμῃ
άνθρωπον καμμιάν φοράν.
Ζώον τέλειον να γίνῃ
εις αυτήν και τελευταίον
ο γαΐδαρος που είναι
ήσυχος και ταπεινός·
κι αντί κόσμος θηριώδης
καθώς πριν, να είναι πλέον
εις την γην μου την καινούργια
κόσμος γαϊδουρινός.
Όταν θεν να παραστήσουν
οι γαδάροι τον θεόν τους,
κι όταν θεν να τον δοξάζουν
με γαϊδουρινήν φωνήν,
να με ζωγραφίζουν όλοι
σαν το μούτρο το δικόν τους
και να έχω στους δυο μήνας
δόξαν γαϊδουρινήν.