Περίεργα
Τι συμβαίνει στον εγκέφαλό σου όταν σταματάς να πιστεύεις στο Θεό;
Είναι όπως όταν σταματήσεις να πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι λες και κόβεις μια μεγάλη εξάρτηση. Άλλοι, ότι μένεις μετέωρος χωρίς στήριγμα.
Η Caroline Beaton, περιγράφει στο αμερικανικό VICE τη δική της εμπειρία, όταν η πίστη της ατόνησε με τον καιρό και μία μέρα απλά δεν πίστευε στο Θεό, ούτε σε κάτι άλλο υπεράνω.
«Η πίστη μου στον Θεό δεν εξαφανίστηκε μια μέρα, απλώς ατόνησε με τον καιρό. Έχασα την παρθενιά μου στα 16 μου. Σταμάτησα να πηγαίνω στην εκκλησία. Έβγαινα μετά την ώρα που μου είχαν θέσει ως όριο οι γονείς μου. Για τιμωρία, η μητέρα μου με έβαζε να αποστηθίζω εδάφια της Βίβλου, τα οποία μετά έπρεπε να απαγγέλλω σαν συνταγές.
Η θρησκεία λειτουργεί όπως ακριβώς ένα ναρκωτικό ή όπως η μουσική ή η ρομαντική αγάπη.
Δεν ήμουν το μόνο παιδί που σταμάτησε να πιστεύει. Ένας μεγάλος αριθμός νεαρών Αμερικάνων (35%) δηλώνουν πως δεν έχουν κάποιο θρησκευτικό πιστεύω, αν και το 91% από εμάς μεγάλωσε σε οικογένειες με ξεκάθαρο θρησκευτικό πιστεύω. Η αποσύνδεσή μας από την πίστη μας έγινε σταδιακά. Μόλις το 1% των Αμερικάνων που μεγαλώνουν με τη θρησκεία, χάνουν την επαφή τους με αυτή λόγω μιας ξαφνικής ‘κρίσης πίστης’. Αντ' αυτού, το 36% των ανθρώπων χάνουν την αγάπη τους για αυτήν σταδιακά, με ένα 7% να δηλώνει πως οι απόψεις του εξελίχθηκαν. Είναι σαν τον Άγιο Βασίλη.
Οι ψυχολόγοι Thalia Goldstein και Jaqueline Woolley έχουν βρει πως η αποσύνδεση των παιδιών από τον Άγιο Βασίλη γίνεται σταδιακά, όχι ξαφνικά. Αρχικά, τα παιδιά πιστεύουν πως ο Άγιος Βασίλης στο εμπορικό κέντρο είναι αληθινός, μετά αντιλαμβάνονται πως δεν είναι, αλλά πως με κάποιον μαγικό τρόπο επικοινωνεί με τον αληθινό, μέχρι που καταλαβαίνουν πως ο Άγιος Βασίλης είναι διάφοροι τύποι με στολές. ‘Τα παιδιά δεν κλείνουν απλώς κάποιον διακόπτη πίστης’, εξηγεί η Goldstein. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει με την πίστη, τη χάνουμε κομμάτι-κομμάτι.
Παλιά λάτρευα την εικονογραφημένη Βίβλο που μου είχε δώσει η μητέρα μου. Η εικόνα του Ιωνά μέσα στη φάλαινα μου φαινόταν σωστή, με έκανε να αισθάνομαι καλά. Ο εγκέφαλός μου έφτιαχνε αυτά τα συναισθήματα. Όταν απολαμβάνουμε εμπειρίες που σχετίζονται με τη θρησκεία, όταν, ας πούμε, κουλουριαζόμαστε δίπλα στη μητέρα μας καθώς αυτή διαβάζει τη Βίβλο, ενεργοποιούμε σημεία του εγκεφάλου μας που συνδέουν το βίωμα αυτό με κάτι θετικό. Με τον καιρό, αυτό το βίωμα συνδέεται με τις ίδιες τις θρησκευτικές ιδέες. Έτσι, δημιουργείται και μια δυνατή, ασυναίσθητη διάθεση, για να συνεχίσουμε να πιστεύουμε.
‘Η θρησκεία λειτουργεί όπως ακριβώς ένα ναρκωτικό ή όπως η μουσική ή η ρομαντική αγάπη’, λέει ο Jeffrey Anderson, καθηγητής ραδιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα, ο οποίος μελετά το πώς η θρησκεία επηρεάζει τον εγκέφαλο. ‘Όλες αυτές οι εμπειρίες με κάποιον τρόπο συνδέονται με την αίσθηση της ανταμοιβής. Η φυσιολογία είναι ουσιαστικά η ίδια’.
Όταν ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι τη χρωματιστή μου Βίβλο ως κάτι βαρετό και παιδιάστικο, τα ίδια κυκλώματα ανταμοιβής δραστηριοποιούνταν λιγότερο. Οι θρησκευτικές εμπειρίες παρήγαγαν λιγότερη ευχαρίστηση. Αυτό συμβαίνει ακούσια στους ασθενείς με τη νόσο του Πάρκινσον, μια πάθηση που χτυπά τα κέντρα του εγκέφαλου που συνδέονται με την αίσθηση ανταμοιβής που μας προξενούν διάφορες εμπειρίες. Όπως μου εξηγεί ο Anderson, οι άνθρωποι που πάσχουν από Πάρκινσον είναι πολύ πιο πιθανό να χάσουν την πίστη τους.
Στην ΣΤ΄ Δημοτικού, έμαθα πως οι άνθρωποι εξελίχθηκαν μέσα σε μια περίοδο έξι εκατομμυρίων χρόνων, όχι επτά ημερών. Με έναν αρκετά ειρωνικό τρόπο, η εξέλιξη του εγκεφάλου είναι αυτή που μας επιτρέπει να πιστεύουμε στη θρησκεία: Τα περισσότερα στοιχεία της θρησκευτικής πίστης φυλάσσονται στην πιο ανεπτυγμένη πλευρά του εγκεφάλου, στον μετωπιαίο λοβό. Αυτό ίσως και να εξηγεί, γιατί η θρησκεία είναι μια τόσο ανθρώπινη έννοια.
Για πολλά χρόνια, πίστευα τόσο στην ιδέα της Δημιουργίας, όπως την εκφράζει η θρησκεία, στην ύπαρξη ενός Θεού το χέρι του οποίου θα μπορούσα να σφίξω, αλλά και στη θεωρία της Εξέλιξης, έναν ψυχρό, επιστημονικό όρο που δεν ενδιαφερόταν καθόλου για μένα. Άλλωστε, όταν χάνουμε την πίστη μας, τα προηγούμενά μας πιστεύω δεν εξαϋλώνονται, απλά αναβαθμίζονται, σαν την γκαρνταρόμπα μας. ‘Ακόμα και αν κάποιο άτομο εγκαταλείψει ή αλλάξει την πίστη του, αυτό δεν είναι κάτι σαν να πετάς όλα σου τα ρούχα και να παίρνεις καινούργια’, εξηγεί ο Jordan Grafman, διευθυντής του Τμήματος Έρευνας για τις Εγκεφαλικές Βλάβες στο Shirley Ryan AbilityLab και καθηγητής του Πανεπιστημίου Northwestern. ‘Διαλέγεις τι κρατάς και τι αφήνεις πίσω σου’.
H Wooley έχει βρει πως τα παιδιά που πιστεύουν σε φανταστικά όντα είναι πιο πιθανό να πιστέψουν σε νέα πλάσματα που εφευρίσκονται από μελετητές. ‘Νομίζω πως αυτό συμβαίνει, επειδή ήδη έχουν ένα πλαίσιο ιδεών στο οποίο χωρά και αυτή η καινούργια ιδέα’, εξηγεί. Καμιά φορά, τα νέα μας πιστεύω μοιάζουν με τα παλιά, άλλες φορές όμως όχι.
Καθώς προσπάθησα να συνδυάσω την πίστη μου στον Θεό με την ολοένα και αυξανόμενη γνώση μου για τον φυσικό κόσμο, ξεκίνησα να βγάζω δικούς μου κανόνες. Αποφάσισα ότι ο Θεός δεν μπορούσε να με δει στην τουαλέτα, όμως με έβλεπε, όταν προσευχόμουν. Εν τέλει, κατέληξα ότι δεν ήξερα πώς και αν μπορούσε να κάνει οποιοδήποτε από τα δύο.
Η επιστημονική αποκαθήλωση της θρησκείας είναι κάτι σύνηθες.
H έρευνα του Pew από το 2016 σχετικά με το πώς οι Αμερικανοί πολίτες έχασαν τη σύνδεσή τους με τη θρησκεία, έφερε στο φως απαντήσεις, όπως, ‘η λογική σκέψη κάνει τη θρησκεία να φεύγει από το παράθυρο’, ‘δεν υπάρχουν συγκεκριμένα ή επιστημονικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός Δημιουργού», καθώς και το ‘είμαι επιστήμονας τώρα και δεν πιστεύω σε θαύματα’.
Όμως, δεν αλλάζει τα πιστεύω μας μόνο η επιστήμη, αλλά και η κουλτούρα γύρω από αυτή. Οι μαρτυρίες των άλλων επηρεάζουν με τη σειρά τους τις πεποιθήσεις μας. Πείθουμε τα παιδιά να πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη και αυτά τον πιστεύουν. Με την ίδια λογική επηρεάζονται και τα θρησκευτικά μας πιστεύω. Για παράδειγμα, η ψυχολόγος Rebekah Richert κατέληξε ότι, αν παρουσιάσεις μια φανταστική ιστορία ως θρησκευτική, τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε οικογένειες που πιστεύουν στη θρησκεία, θα την εκλάβουν ως πραγματική. Όμως, αν δεν την τοποθετήσεις σε ένα θρησκευτικό πλαίσιο, θα αρνηθούν να την πιστέψουν.
Όταν, όμως, φτάνουμε στο πανεπιστήμιο, οι πολιτισμικές μαρτυρίες αλλάζουν. Εκεί πλέον κυριαρχεί η επιστημονική άποψη και δεν υπάρχει χώρος για τον Θεό. Όπως λέει και ο Grafman, ‘το πανεπιστημιακό περιβάλλον είναι πολύ πιθανό να καταρρίψει τα πιο συντηρητικά πιστεύω που έχουμε στο κεφάλι μας’. Ουσιαστικά, σβήνει την παιδική πίστη μας.
Όταν εν τέλει ‘χωρίζουμε’ από τη θρησκεία, ψάχνουμε για την επόμενη ‘σχέση’ μας. Τελικά, οι μη-θρησκευόμενοι που κάποτε ένιωθαν αγαλλίαση ή ψυχική ανάταση χάρη στη θρησκεία, παίρνουν παρόμοια συναισθήματα από το να βρίσκονται στη φύση ή με το να ακούν μια περισπούδαστη επιστημονική ιδέα, όπως λέει ο Anderson: ‘Το πλαίσιο μπορεί να αλλάζει, όχι όμως η εμπειρία’. Τα περισσότερα πρώην θρησκευόμενα άτομα, ‘ακολουθούν παθιασμένα μια ιδεολογία’, εξηγεί ο Patrick McNamara, ένας καθηγητής νευρολογίας στην Ιατρική Σχολή της Βοστώνης. Αυτού του είδους οι παθιασμένες εμμονές σε μια ιδεολογία λειτουργούν νευρολογικά ως ψευδοθρησκείες.
Προσωπικά, θα ήθελα να σκέφτομαι ότι οι θρησκευτικές μου ρίζες, ίσως να μην έχουν ξεραθεί τελείως, ελπίζοντας ότι Αυτός που αντιπροσωπεύουν με βλέπει να μαθαίνω και να μεγαλώνω».