«Το εγκώμιο του εγκλήματος»

Όταν πέρα από τη διαπερατή γραμμή του νόμου «αντικρύζουμε» εμβρόντητοι το πρόσωπό μας.

 


Article featured image
Article featured image

Του Μιχάλη Παπαδόπουλου

 

Ανάμεσα στο 1860 και το 1862 ο Κάρολος Μαρξ έγραψε ένα μικρό κείμενο με τίτλο Παρέκβαση: για την παραγωγική εργασία, το οποίο οι εκδότες του το ενσωμάτωσαν στις Θεωρίες της Υπεραξίας, στον τέταρτο τόμο του Κεφαλαίου.

Είναι το ίδιο κείμενο που κυκλοφόρησε σε μια γαλλική έκδοση υπό τον τίτλο «Εγκώμιο του εγκλήματος», τίτλος με τον οποίο καταχωρήθηκε η φήμη του στην ιστορία.

Σ’ αυτό το έξυπνο κείμενο, ο Μαρξ αναλύει τη συμβολή του εγκληματία στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.

Σε μια εποχή μαφιόζικου καπιταλισμού, αλλά και υπαγωγής της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου στην υπηρεσία του εγκλήματος, όπως η δική μας, η ανάλυση του Μαρξ αποκτά μια τραγική επικαιρότητα.

Ο συγγραφέας του Κεφαλαίου εξηγεί πώς ο εγκληματίας γίνεται χρήσιμος για μια σειρά κοινωνικών λειτουργιών και τους εκπροσώπους τους, καταρτίζοντας τον κατάλογο όσων επωφελούνται από ένα έγκλημα.

Όπως γράφει ο Ιταλός συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, Αντρέα Καμιλέρι, «ο κατάλογος που με μοναδική ειρωνεία καταρτίζει ο Μαρξ όλων εκείνων που από ένα εγκληματικό γεγονός αντλούν υλικό όφελος, από τους αστυνομικούς ώς τους ποινικολόγους, από τους δικηγόρους ώς τους δικαστές και τους ενόρκους, από τους κλειδαράδες ώς τους χημικούς πραγματογνώμονες, είναι τόσο μακρύς όσο και αδιαμφισβήτητος, αλλά έπρεπε μάλλον να εκσυγχρονιστεί…».

Και πράγματι, «ο φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο πάστορας κηρύγματα, και ούτω καθεξής. Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Αν προσέξουμε καλύτερα πώς σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος παραγωγής με το κοινωνικό σύνολο, θ' απαλλαγούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνον εγκλήματα, αλλά και το ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και, συνάμα, το αναπόφευκτο σύγγραμμα με το οποίο ο ίδιος ο καθηγητής ρίχνει στη γενική αγορά τις παραδόσεις του εν είδει "εμπορεύματος"», γράφει ο Μαρξ. Και ακόμα, «ο εγκληματίας σπάζει τη μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια της αστικής ζωής. Έτσι την προστατεύει από την τελμάτωση και προκαλεί την ανήσυχη ένταση και την κινητικότητα, χωρίς τις οποίες θα αμβλυνόταν ακόμη και η ορμή του ανταγωνισμού. Δίνει, λοιπόν, ένα κίνητρο στις παραγωγικές δυνάμεις».

Χρήσιμο, οπωσδήποτε, αλλά και απολαυστικό ανάγνωσμα, και για μια αριστερή διανόηση που τον επικαλείται…

 

Η ωφέλεια του εγκλήματος και ΜΜΕ

Προεκτείνοντας τη σκέψη του Κάρολου Μαρξ περί της ωφελείας του εγκλήματος, σε σχέση με την εποχή μας, δεν θα μπορούσε να μη γίνει η διαπίστωση ότι, μια κατηγορία επαγγελματιών που… θησαυρίζουν από τον σύγχρονο πληθωρισμό του εγκλήματος, είναι το σινάφι μας, τα ΜΜΕ.

Η… ωφέλεια του εγκληματία για τα ΜΜΕ εμπίπτει σ’ αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί «"υπηρεσία" στη διακίνηση των ηθικών και αισθητικών συγκινήσεων του κοινού».

«Ο εγκληματίας παράγει μια εντύπωση, εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, αναλόγως, κι έτσι προσφέρει μια “υπηρεσία” στη διακίνηση των ηθικών και αισθητικών συγκινήσεων του κοινού. Δεν παράγει μόνο συγγράμματα ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμη και τραγωδίες, όπως αποδεικνύουν όχι μόνον η Ενοχή του Mollner [2] και οι Ληστές του Schiller, αλλά, επίσης, ο Οιδίπους (του Σοφοκλή) και ο Ριχάρδος ο Τρίτος (του Shakespeare)».

Στις μέρες μας, τα ΜΜΕ παράγουν τα… δικά τους μυθιστορήματα με ήρωες εγκληματίες κάθε είδους, με σελίδες γεμάτες σασπένς και πλοκή… γκραν γκινιόλ, στοχεύοντας να «θεραπεύσουν» ακριβώς τις ηθικές και αισθητικές συγκινήσεις του κοινού, καθώς αποτελούν τον κατ' εξοχήν συντελεστή της βιομηχανίας των δημόσιων συγκινήσεων.

Αντί, βέβαια, τον Άμλετ, τον Ριχάρδο τον Τρίτο, τον Οιδίποδα ή τον Ορέστη, έχουν για ήρωες τον… Κίτα, τον Παλαιοκώστα ή κανέναν… σκανδαλιάρη πολιτικό ή άλλον δημόσιο παράγοντα.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που αρκετοί δημοσιογράφοι, και δη του δικαστηριακού ρεπορτάζ, έχουν ενδιατρίψει ευδοκίμως και με το αστυνομικό μυθιστόρημα ή με το μυθιστόρημα γενικώς.

Η ύπαρξη, βεβαίως, του Ίντερνετ και της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας έχει ανεβάσει σε δυσθεώρητα ύψη τον… πήχη της δημόσιας ωφελείας του εγκλήματος, καθώς, στο Ίντερνετ, μπορεί να μείνει «ανεξιχνίαστη, η βούληση του κακού».

Από αυτήν την άποψη, μπορεί να σκεφτεί κάποιος τους μηχανισμούς δίωξης του ηλεκτρονικού εγκλήματος αλλά και του εγκλήματος που λειτουργεί διά του Ίντερνετ, ώστε να εξιχνιαστεί η δυσεξιχνίαστη «βούληση του κακού». Έτσι, μπορεί να καταλάβει πόσο πιο… χρήσιμο είναι σήμερα το έγκλημα.

 

Απρόβλεπτο;

Θα ήταν, λοιπόν, ολέθριο να προκαταλάβει κανείς την ελευσόμενη αλήθεια των γεγονότων, να μετατρέψει σε «πράγματα» τις εικοτολογίες, να μετουσιώσει φόβους ή ενδόμυχες βλέψεις σε γεγονότα χωρίς τη δικλίδα της τεκμηρίωσης, όπως συμβαίνει κατά κόρον στη γέμουσα εγκληματικότητας θαλασσοφίλητη χώρα μας.

Η εξιχνίαση της στυγερής διπλής δολοφονίας στον Στρόβολο βρίσκεται στα χέρια της Αστυνομίας, ωστόσο, ανεξαρτήτως των προφανών κινήτρων που όπλισαν το άνανδρο χέρι των δολοφόνων, η ίδια η εγκληματική πράξη δεν αφήνει ανεπηρέαστη την κοινωνική, ακόμη και την πολιτική ζωή.

Η ειδεχθής αυτή δολοφονία, αλλά και η πρόσφατη επίθεση ατόμων του υποκόσμου εναντίον αστυνομικών, έρχεται να προστεθεί σε μιαν αλληλουχία γεγονότων, που ακόμη κι αν δεν έχουν μεταξύ τους αιτιώδη συνάφεια, δημιουργούν ένα κλίμα φόβου και αποσταθεροποίησης, το οποίο επιτείνει δραματικά η ικανότητα όσων δρουν υπό την κάλυψη του σκότους να παραμένουν ανέπαφοι και ασύλληπτοι.

Ταυτόχρονα, αποκαλύπτει την εικόνα ενός εξαρθρωμένου και αναποτελεσματικού κράτους, ανίκανου να αντιπαρατεθεί σε όσους επιβουλεύονται την καλώς νοούμενη δημόσια ασφάλεια, ενδεχομένως και την ίδια την ύπαρξή του.

Αναδεικνύει, παράλληλα, το σπασμωδικό άγχος μιας κοινωνίας που, με πλήρως απισχνασμένα τα αντανακλαστικά της αυτο-οργάνωσης, δείχνει ανίκανη να αντιτάξει λόγο και συντονισμένη δράση σε ό,τι την απειλεί.

Στο βιβλίο του, «Πρώτα ως Τραγωδία, Μετά σαν Φάρσα», όπου εξηγεί «πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν από την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου στη φάρσα της οικονομικής κατάρρευσης», ο Σλάβοϊ Ζίζεκ αναλύει τον μηχανισμό αυτού που στην ψυχανάλυση ονομάζεται φετιχιστική απάρνηση και συμπυκνώνεται στη φράση «Ξέρω πολύ καλά, αλλά…», για να συμπεράνει: «Το μόνο πραγματικά εντυπωσιακό πράγμα σχετικά με την οικονομική κρίση του 2008 είναι το πόσο εύκολα έγινε αποδεκτή η ιδέα ότι η πραγματοποίησή της ήταν απρόβλεπτη».

Μήπως δεν βρισκόμαστε κι εμείς ενώπιον μιας παρόμοιας κατάστασης; Δεν καμωνόμαστε, μάλλον δεν αγκιστρωνόμαστε στην ιδέα ότι η εμφάνιση τέτοιων φαινομένων είναι απρόβλεπτη;

Αφουγκραζόμαστε ή είμαστε βέβαιοι για τις εξελίξεις που έρχονται, αλλά την ίδια στιγμή συνεχίζουμε να ζούμε την καθημερινότητά μας, να εμπιστευόμαστε τις ιδέες και τις πεποιθήσεις μας με την ίδια αδιάσειστη προσήλωση, να πιστεύουμε ότι όλα θα πορευθούν στην «καλή πλευρά των πραγμάτων».

Όπως λέει κάπου άλλου πάλι ο Ζίζεκ, «μπορεί να είσαι ένας κακός τύπος, αλλά πρέπει να υπάρχουν πολύ ακριβείς θεσμικές συντεταγμένες, που σου επιτρέπουν να κάνεις αυτό που κάνεις».

Ας είμαστε ειλικρινείς και ας αναγνωρίσουμε το αυταπόδεικτο: Υπάρχει μια μισοσκότεινη ζώνη στη μεθόριο της τάξης και της ανομίας, όπου ο νόμος και το έγκλημα συνυπάρχουν αξεδιάλυτα, όπου ο ένας φορά το προσωπείο του άλλου και εναλλάσσονται, αδιάκοπα, στη σκηνή της «δημόσιας αναισχυντίας», όπου λειτουργούν σαν οι αντικριστοί καθρέφτες της ίδιας αποκρυμμένης πραγματικότητας αντανακλώντας το ίδιο παραμορφωτικό είδωλο: την αναπόσπαστη συρραφή του διπρόσωπου Ιανού, που έχει, όμως, και στις δύο πλευρές την αποκρουστική όψη της… Μέδουσας, την οποία, όποιος αντικρίσει, πετρώνει άπαξ.

 

Τραγικά όμοιοι…

Και, έτσι, ξυπνήσαμε μια μέρα και ανακαλύψαμε το εύηχο παραμύθι των «καλών και των κακών», με τις μονίμως εκπρόθεσμες αρές των ιθυνόντων να επιτελούν την εξιλαστήρια και παραμυθητική λειτουργία τους.

Αλλά δεν είναι τραγικά… καθυστερημένες οι διαπιστώσεις των πολιτικών μας, για τη σηπόμενη πληγή του εγκλήματος, που μετατρέπεται σε σήψη της κοινωνίας;

Ηχούν, ακόμη, ευάγωγα στ’ αφτιά οι προ καιρού επισημάνσεις των βουλευτών και του πρώην διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών, ότι το Σωφρονιστικό Ίδρυμα έχει μετατραπεί, εδώ και χρόνια, σε… «πανεπιστήμιο εγκληματιών», όπου μπαίνεις μέσα, για οποιοδήποτε παράπτωμα, ένας «κανονικός» πολίτης, και εξέρχεσαι ένας ολοκληρωμένος εγκληματίας.

Αλλά πώς και γιατί φτάσαμε έως εδώ; (Ή μήπως ήταν πάντα έτσι;). Πώς η περιώνυμη σωφρονιστική μηχανή μιας κοινωνίας δήθεν ενάρετων και νομοταγών πολιτών, μετατρέπεται σε θερμοκήπιο όχι μόνον παρανομίας, αλλά και ενός πρωτοφανούς εγκληματικού κυνισμού, που ρίχνει αλύπητα τις χαστουκιές του στις εμβρόντητες παρειές των μελών της.

Ενεοί και αποσβολωμένοι, καθόμαστε στην άκρη μιας ανεξήγητης και δυσβάσταχτης αμηχανίας, να αναρωτιόμαστε, πώς, αντί σωφρονισμού και επανένταξης, οι ένοικοι του «ψυχωφελούς» ιδρύματος, που εδρεύει στην πάλαι ποτέ αριστοκρατικότερη συνοικία της πρωτεύουσας, βυθίζονται ολοκληρωτικά στο βούρκο της εγκληματικότητας, πώς, από «ψυχές προορισμένες να σωθούν», κρημνίζονται απελπιστικά στο βάραθρο της απωλείας.

Απορούμε, γιατί δεν καταφέραμε να τους «κάνουμε ίδιους μ’ εμάς», να τους αναβιβάσουμε στην ανθρωπολογική περιωπή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν με αρχέτυπο, βεβαίως, την αφεντιά μας.

Απορούμε, ακόμα, πώς ο «σωφρονιστικός» κολασμός έχει αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα, και βάζουμε ο καθένας στο ζύγι του, είτε τα βαρίδια του μειωμένου ανθρωπισμού είτε της υπερβολικής αυστηρότητας, για να μετρήσουμε προς τα πού βαραίνει το λάθος.

Μήπως, ωστόσο, οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά μας δεν είναι τόσο πραγματικές, όσο δείχνουν τα συρματοπλέγματα και οι τοίχοι της φυλακής;

Μήπως, η δική τους απομόνωση στο κελί του κοινωνικού κολασμού και η δική μας στο κελί μιας εγωιστικής περιπάθειας, δεν διαφέρουν όσο νομίζουμε;

Μήπως, αντίθετα, χορεύουμε όλοι αγκαλιασμένοι, στον κοινό βούρκο της χαμερπούς μας ανθρωποείδειας, τραγικά όμοιοι, τον άσεμνο χορό μιας εξακολουθητικής συνέργειας;

Μήπως, η δική τους εγκληματική βιοπόριση δεν είναι ο αντικριστός καθρέφτης της δικής μας προσχηματικής ηθικής;

Μου φαίνεται ότι, εκείνοι πίσω από τα σίδερα, κι εμείς έξω από αυτά, παίζουμε μαζί, μέσα στους τοίχους της κοινής φυλακής μας, το ίδιο συνέχεια έργο…

 

* Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στην Κυριακή της Σημερινής, 13 Μαΐου 2018


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ