Τα όσα συγκλονιστικά ακούστηκαν στην κηδεία ενός 19χρονου (αγνοούμενου) ήρωα [ΒΙΝΤΕΟ]
Αποφεύγω, όσο μπορώ, τις κηδείες. Αν ήταν δυνατόν, δεν θα πήγαινα ούτε στη δική μου! Την περασμένη βδομάδα, όμως, ένιωσα πως επιβαλλόταν να παρευρεθώ, σε μια κηδεία ασυνήθιστη και ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά, παρόλο που δεν είχα γνωρίσει ποτέ τον νεκρό.
Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019
3
λεπτά
Από τον Δημήτρη Τοκαρή
Τη μέρα που τον δολοφόνησαν, σε μαζική εκτέλεση, εγώ ήμουν ένα παιδάκι που κοίταζε απορημένα τον ουρανό με φόβο μήπως βρέξει κι άλλους στρατιώτες με τις μεγάλες σαν μανιτάρια ομπρέλες που λεγόντουσαν αλεξιπτωτιστές. Τι περίεργο καλοκαίρι που ήταν… Τόσο αφόρητη ζέστη και στον τόπο μας έβρεχε ανθρώπους με όπλα!
Λίγες μέρες πριν, με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος: «Δημήτρη, ταυτοποιήθηκαν τα οστά του αδελφού μου, του Σάββα, και θα τον θάψουμε το Σάββατο. Μπορείς να βρεις κάποιον να κινηματογραφήσει την τελετή;». «Θα έρθω εγώ, Σωτήρη μου». Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για κάποιον που έδωσε τη ζωή του για αυτόν τον άχαρο και γεμάτο αχάριστους τόπο.
Ετοίμασα, λοιπόν, την κάμερά μου και στάθηκα έξω από το σπίτι στο οποίο οι γονείς του τον περίμεναν για 45 χρόνια. Διότι, ναι, τον περίμεναν τον Σάββα τους, ακόμη κι όταν άρχισαν διάφοροί «υπεύθυνοι» και «ανεύθυνοι» να τους λένε πως πρέπει να αποδεχθούν επιτέλους το χαμό του! Υπήρχε πάντα αναμμένη μια κρυφή ελπίδα στη ψυχή τους, μια ελπίδα που δεν έσβησε ποτέ.
Βγήκε πρώτα το άγημα με τους στρατιώτες. Κουβαλούσαν ένα μικρό ξύλινο κουτί! Μα πού είναι το φέρετρο; Μετά κατάλαβα και πάγωσα... Αυτό το ξύλινο κουτάκι, λίγο μεγαλύτερο από κουτί παπουτσιών, ήταν το φέρετρο... Μέσα, μια μικρή σακούλα με λίγα θρυμματισμένα κόκκαλα, ότι βρέθηκε δηλαδή...
Ο αδελφός του, ο Σωτήρης, έδωσε το όνομά του στον πρώτο του γιο, ώστε το όνομα Σάββας να συνεχίσει να ακούγεται στο σπίτι. Έτσι, κάθε φορά που η μαυροφορεμένη μάνα, Ελλού, φώναζε «Σάββα μου», ήταν σαν να απευθυνόταν όχι μόνο στον εγγονό μα και στον γιό συνάμα. Στον εγγονό που, κάθε φορά που γιόρταζαν Χριστούγεννα, έλεγε αγκαλιάζοντάς τον «του χρόνου Σαββάκη μου θα έχουμεν μαζί μας τζαι τον θείο σου τον Σάββα»!
Ήταν τόσο μεγάλη η πίστη της στην επιστροφή του παιδιού της, που κάποιοι ελεεινοί το εκμεταλλεύθηκαν ζητώντας λεφτά για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στον εντοπισμό του. Οι γονείς του Σάββα ήταν φτωχοί, αλλά πρόθυμοι να δώσουν όλες τις οικονομίες τους, και τη ζωή τους ακόμη, για να αντικρύσουν έστω για μια στιγμή τον γιο τους. Η άθλια αυτή κοροϊδία κράτησε χρόνια. Κάποιοι, μάλιστα, τους έλεγαν ότι μερικοί αγνοούμενοι είχαν μεταφερθεί στα βάθη της Τουρκίας όπου παντρεύτηκαν χήρες στρατιωτών της εισβολής και ο Σάββας όχι μόνο δεν σκοτώθηκε αλλά είχε τώρα αποκτήσει τρία παιδιά!
Μην κρίνετε την αφέλεια του να πιστέψει κάποιος τόσο εξωφρενικούς ισχυρισμούς αν δεν έχετε ζήσει την αγωνία μιας μάνας να ξαναδεί το παιδί που έχασε στα 19 του.
Με κοροϊδίες από επιτήδειους, με εγκληματική εκμετάλλευση του πόνου από το κράτος, με μαράζι που δεν έλεγε να καταλαγιάσει, περνούσαν τα χρόνια κι ο πατέρας του Σάββα πέθανε με την πληγή αγιάτρευτη. Η μάνα, όμως, δεν ήθελε να φύγει, όχι πριν αγκαλιάσει ξανά τον λεβέντη της. Ότι κι αν της έλεγαν εκείνη δεν θα άφηνε ποτέ την ελπίδα μέσα της να σβήσει.
Λίγες, όμως, μέρες πριν την ταυτοποίηση των οστών -και αφού είχαν περάσει 45 χρόνια αναμονής- η κυρία Ελλού αποφασίζει να φύγει για το μεγάλο ταξίδι. Τραγική ειρωνεία; Ή μήπως θεία πρόνοια; Μάλλον το ένστικτο την προειδοποίησε να φύγει έγκαιρα, να μην αναγκαστεί να αγκαλιάσει μια σακούλα με σπασμένα κόκκαλα, να μην αναγκαστεί να ακούσει τα κούφια λόγια της Πολιτείας.
Τώρα, κάπου που ονομάζουν Παράδεισο, η κυρία Ελλού φτιάχνει καφέ σε ένα δεκαενιάχρονο παλληκάρι. Είναι ακριβώς όπως τον είδε για τελευταία φορά το 1974. Νέος και όμορφος! Χωρίς κανένα σημάδι από τη σφαίρα που του χάρισε αιώνια νεότητα. Πείτε τα με τη μάνα σου, Σάββα Σαββάκη (του Ττιρίττη). Έχετε πολλά να πείτε τώρα που ανταμώσατε!