Πρόσωπα
Πολύτιμα μαθήματα ζωής από έναν μελλοθάνατο
Αφού διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα (καλπάζων), ο γνωστός κριτικός τέχνης Peter Schjeldahl έγραψε στο New Yorker, όπου αρθρογραφεί, το αποχαιρετιστήριο κείμενό του.
Ένα εξαιρετικό κείμενο γεμάτο μαθήματα ζωής, από έναν μελλοθάνατο, με τίτλο «The Art of Dying».
«Η τέχνη του να πεθαίνεις», λοιπόν, από τον Peter Schjeldahl, ως το αποχαιρετιστήριο κείμενο τόσο για τους αναγνώστες του περιοδικού όσο και για την ίδια τη ζωή του.
*Την επιλογή των αποσπασμάτων και την απόδοση από το original κείμενο του New Yorker έκανε ο Δ. Πολιτάκης της Lifo.
Καρκίνος του πνεύμονα, καλπάζων. Καμία έκπληξη. Καπνίζω από τα δεκάξι. Παλιότερα ντρεπόμουν στη σκέψη ότι θα πεθάνω σχετικά νέος, επιτρέποντας έτσι στους ανθρώπους να μουρμουράνε με σοφία: «Ήταν μανιώδης καπνιστής, ξέρεις». Στα 77 μου, όμως, έχω περάσει τα όρια του προσδόκιμου ζωής.
Ξέρω πώς είναι να τελειώνεις και να σε τελειώνει μια εξάρτηση. Είμαι ένας αλκοολικός που έχει κόψει το αλκοόλ εδώ και 27 χρόνια. Το ποτό μού διέλυε τη ζωή. Ο καπνός απλά τη συντομεύει, με τα καλύτερα να έχουν περάσει έτσι κι αλλιώς.
Ο θάνατος μοιάζει μάλλον με τη ζωγραφική παρά με τη γλυπτική, επειδή μπορείς να δεις μόνο την μία όψη. Μονόχρωμος –σαν το πρώην τοίχος του Βερολίνου που η κανονική του απόχρωση ήταν γκρίζου μαυσωλείου, αλλά τα παιδιά στη δυτική πλευρά το εξιδανίκευαν γεμίζοντάς το γκραφίτι. Κάτι τέτοιο προσπαθώ να κάνω κι εγώ εδώ.
Η φιλία δεν είναι εφικτή ανάμεσα σ’ ένα καλλιτέχνη και σ’ έναν κριτικό. Ο ένας θέλει από τον άλλον κάτι –το χάρισμα του καλλιτέχνη, την οξύνοια του κριτικού– που ανήκει αυστηρά στο κοινό το οποίο ο καθένας τους απευθύνεται με τη δουλειά του. Είναι σαν δύο ηλεκτρικές σκούπες που ρουφάνε η μία την άλλη.
Έλεγα πάντα πως όταν έρθει η ώρα μου, θα ήθελα να φύγω γρήγορα. Χάνεται όλη η πλάκα όμως έτσι.
Συμβουλή προς φερέλπιδες νέους: Τα χρόνια που περνάς ως ασήμαντος είναι οδυνηρά αλλά πολύτιμα, επειδή κανείς δεν κάνει τον κόπο να σου πει ψέματα. Η στιγμή που γίνεσαι κάποιος είναι η στιγμή που έχεις ακούσει την τελευταία αλήθεια. Για καμιά ντουζίνα χρόνια, έκανα παρέα, έπινα και κοιμόμουν με καλλιτέχνες που δεν με έπαιρναν σοβαρά. Είναι απίστευτο πόσα πράγματα παρατήρησα, άκουσα, κρυφάκουσα και αφομοίωσα εκείνο το διάστημα.
Ένα μεθυσμένο βράδυ, μια εξαίρετη ζωγράφος με άφησε να τραβήξω μια πινελιά σε έναν πίνακα που σκόπευε να εγκαταλείψει. Προσπάθησα απλά να συνεχίσω μια μαύρη γραμμή που είχε ξεκινήσει εκείνη. Η αντίθεση ανάμεσα στην ελεγχόμενη πίεση του δικού της αγγίγματος και στη δική μου πλαδαρή κηλίδα με σόκαρε, σωματικά. Ήταν σα να κάνεις χειραψία με ένα μικροσκοπικό άτομο που σε στριφογυρίζει στον αέρα.
Το γράψιμο αναλώνει αυτούς που γράφουν. Το έχουν πει άπειροι συγγραφείς, καλύτεροι από μένα. Είναι πάθος που βλάπτει τις σχέσεις. Σκέφτομαι κάθε τόσο τους ανθρώπους που αγαπώ, αλλά το γράψιμο το σκέφτομαι όλη την ώρα.
Το γράψιμο είναι δύσκολο, αλλιώς θα το έκαναν όλοι.
Νέος, έκανα πολλά ναρκωτικά στην υπηρεσία της «συστηματικής διαταραχής των αισθήσεων» (Ρεμπώ). Βοήθησαν καθόλου; Δεν ξέρω. Το LSD με δίδαξε πράγματα για τη λειτουργία του μυαλού καθώς έκανε όλους τους μηχανισμούς του ταυτοχρόνως αντιληπτούς –το εγώ διαλυόταν σαν αναβράζον παυσίπονο σε ζεστό νερό.
Αρχικά, το αλκοόλ ήταν απελευθερωτικό για μένα όταν σταμάτησα τα ναρκωτικά. Σταδιακά, όμως, η ακολουθία του ποτού εξελισσόταν ως εξής: τέλεια, καλά, μέτρια, άσχημα, χάλια, πολύ χάλια και μετά μια φάση για την οποία μόνο η λέξη «κόλαση» μοιάζει ταιριαστή. Κάποια στιγμή προς το τέλος του δεύτερου ποτού, υπήρχε ίσως μια αναλαμπή της παλιάς ευφορίας, χανόταν όμως γρήγορα. Συνεχίζεις να την κυνηγάς μάταια όλο το υπόλοιπο άθλιο βράδυ, αλλά είσαι ήδη τελειωμένος. Έχεις περάσει τη γραμμή. Κι όμως, είναι αδύνατο να φανταστείς τον εαυτό σου να μην πίνει. Η εμμονή είναι σε πλήρη αρμονία με την ίδια την συναίσθηση του εαυτού σου.
Η αλήθεια είναι ότι η αλαζονεία –ως υποκατάστατο αυτοπεποίθησης, που δεν είχα καθόλου– με βοήθησε να αντιμετωπίσω με κάποια γενναιότητα τον κόσμο, όταν ήμουν νέος.
Το ίδιο ισχύει και για τον σνομπισμό: ένα αναγκαίο στάδιο για τους ανασφαλείς μέχρι να αποκτήσουμε το γούστο που αποδέχεται και αντικατοπτρίζει την ποικιλία της εμπειρίας. Ένας ασφαλής τρόπος όξυνσης και ευαισθητοποίησης της αντίληψης είναι η αναζήτηση της αισθητικής οπουδήποτε: στις ρωγμές του πεζοδρομίου, στα διαφορετικά βαδίσματα των ανθρώπων. Η αισθητική αντίληψη δεν οριοθετείται από την τέχνη –η τέχνη απλώς τη συμπυκνώνει για να καταναλωθεί πιο αποτελεσματικά.
Μου αρέσει να λέω ότι η σύγχρονη τέχνη αποτελείται από το σύνολο των υπαρκτών έργων τέχνης, είτε είναι ηλικίας πέντε χιλιάδων ετών είτε πέντε λεπτών. Τα κοιτάζουμε με σύγχρονο βλέμμα, το μόνο βλέμμα που υπήρξε ποτέ. Διατηρώ, σε αναστολή όμως, το προσωπικό μου γούστο όταν έχω να κάνω με το οπλοστάσιο ενός έργου ενώπιον μου. Έχω βρει ένα τρικ που μου επιτρέπει να είμαι δίκαιος με ένα έργο που καταρχάς με απωθεί: «Τι θα μου άρεσε σ’ αυτό το έργο αν μου άρεσε αυτό το έργο;». Μ’ αυτή τη μέθοδο, μπορεί και να αλλάξω γνώμη, μπορεί και όχι. Αν δεν λειτουργήσει αυτό, τότε βάζω τον εαυτό μου να αναρωτηθεί: «Πώς είναι άραγε οι άνθρωποι που τους αρέσει αυτό το έργο;». Βασική ανθρωπολογία.
Την τέχνη την αξιολογώ με βασικά κριτήρια την ποιότητα και τη σημασία. Το δεύτερο είναι πιο κρίσιμο, επειδή είμαι δημοσιογράφος. Υπάρχει τέχνη που λατρεύω για την οποία ποτέ δεν θα έγραφα, επειδή δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι μπορεί να είναι σημαντική για τον μέσο αναγνώστη. Είναι κάτι που άπτεται της ιδιωτικής μου εμπειρίας ως ατόμου, και αποτελεί ζωογόνο συστατικό της κριτικής μου δραστηριότητας, είναι όμως εκτός της εξουσιοδότησής μου ως κριτικού.
Γράφω για τους αναγνώστες και όχι για τους καλλιτέχνες, οι οποίοι αν ενδιαφέρονται μπορούν κι αυτοί να αγοράσουν το περιοδικό και να με διαβάσουν όπως όλοι οι υπόλοιποι. Δεν ήταν έτσι πάντα. Όταν ήμουν νέος, είχα υπάρξει πιστός σε συγκεκριμένα πρόσωπα και κλίκες. Κάποια στιγμή όμως αποφάσισα να διαπιστώσω πόσο υπεύθυνος κριτικός μπορούσα να γίνω, ανοιχτός σε ιδέες αλλά ποτέ ρυθμιστικός ή ακυρωτικός.
Αληθινή ιστορία: Μια φίλη είχε λάβει μια αρχική διάγνωση, σύμφωνα με την οποία είχε καρκίνο στο στήθος σε προχωρημένο στάδιο. Ντροπαλή εκ φύσεως, εξέλαβε αυτή την πληροφορία ως ευκαιρία για να εκφράσει στους πάντες στον κύκλο της πόσο λίγο τους συμπαθούσε και τους εκτιμούσε. Τελικά, η αρχική διάγνωση αποδείχτηκε εντελώς εσφαλμένη. Επρόκειτο μόνο για τη νόσο από αμυχή γάτας. Μετακόμισε για πάντα στο εξωτερικό.
Η Σιμόν Βέιλ είχε πει ότι το υπερβατικό νόημα του χριστιανισμού είναι πλήρες με τον θάνατο του Χριστού στον σταυρό, δεν χρειαζόταν το κερασάκι στην τούρτα που είναι η Ανάσταση. Συμφωνώ.
Είχα μια στιγμή, περιμένοντας την οριστική διάγνωση, που ένιωσα ξεχωριστός. Τι είναι, όμως, πιο κοινό από τον θάνατο; Σε όλους συμβαίνει. Για μια στιγμή επίσης φαντάστηκα ότι θα μπορούσα να πιώ ξανά. Αυτή η σκέψη ήρθε και χάθηκε σαν φλασιά. Οι σύντροφοι αλκοολικοί γνωρίζουν ότι το κτήνος, όσα χρόνια κι αν το έχεις διώξει απ’ το μυαλό, επιβιώνει. Η ιδέα μου ήταν ένα μικρό άθλιο ρέψιμο από τα βάθη μιας σπηλιάς.
Η ζωή δεν συνεχίζεται. Δεν πάει πουθενά, εκτός από μακριά. Ο θάνατος συνεχίζεται. Αυτή είναι η δουλειά του. Το μυστικό για να επιβιώσει κανείς στο σύμπαν είναι να είναι νεκρός.
Η νικοτίνη διεγείρει και χαλαρώνει συγχρόνως. Ανίκητος συνδυασμός. Μαθαίνει το μυαλό να την προτιμά από έναν φυσικό νευροδιαβιβαστή όπως η ακετυλοχολίνη, η οποία, ανάμεσα στις άλλες ευλογίες της, ενισχύει την σβελτάδα του νου. Η νικοτίνη κάνει το ίδιο, καλύτερα. Πόσοι από όσους έχουν κόψει το κάπνισμα, δεν τους λείπει ποτέ;
Χρειάζεται σθένος για να είσαι καπνιστής στην εποχή μας.
Να το κόψω τώρα; Αυτό μου λείπει στα τελευταία μου, να γίνει το υπόλοιπο της ζωής μου μια κωμικοτραγική παραβολή για τα συμπτώματα στέρησης της νικοτίνης.
Προτιμώ να με θάψουν. Όχι στην αποτέφρωση. Θέλω να υπάρχει μια διεύθυνση που να ξέρουν οι άνθρωποι ότι μπορούν να με επισκεφτούν, ακόμα κι αν δεν το κάνουν ποτέ.
Στ’ αλήθεια, όμως, κάντε ό,τι θέλετε με το πτώμα. Δεν είμαι εγώ, δεν είναι δικό μου. Πιστεύω ότι πρέπει να συμφωνούμε με τις επιθυμίες του μελλοθάνατου στο νεκροκρέβατο και μετά να τις λησμονούμε, εκτός κι αν έχουν να κάνουν με την ικανοποίηση των ζωντανών.
Οι αναμνήσεις μας είναι ανυπόστατες. Ο Προυστ είχε κακή μνήμη. (Δεν υπάρχει κανένα «μικρό κομμάτι κίτρινου τοίχου» στον πίνακα «Άποψη του Ντελφτ» του Βερμέερ). Η μνήμη είναι ψεύτρα. Είναι σαν στοίβα από τσακισμένες, μουντζουρωμένες σελίδες μιας μυθοπλασίας που αναθεωρείται διαρκώς –εικασίες που αθροίζονται για να βγάλουν κάποιο νόημα οι ζωές μας. Είναι Ο.Κ. αυτό όμως, πώς αλλιώς θα γινόταν;
Το νόημα είναι ένα υπόλειμμα ανάμεσα σε άλλα υλικά και θραύσματα, πιο ανθεκτικό όμως. Το νόημα είναι απείρως καλύτερο από το τίποτα επειδή ακριβώς ορίζει το «τίποτα» ως οτιδήποτε δεν έχει νόημα. Συγχρόνως, εμποδίζει το τίποτα από το να είναι μόνο το τίποτα. Υπάρχει «το τίποτα που δεν είναι εκεί και το τίποτα που είναι», όπως έλεγε ο Γουάλας Στίβενς. Είναι το ίδιο τίποτα, η προσέγγιση μας είναι διαφορετική.
Έλεγα πάντα πως όταν έρθει η ώρα μου, θα ήθελα να φύγω γρήγορα. Χάνεται όλη η πλάκα όμως έτσι.