7 πράγματα που (ίσως) δεν γνωρίζεις για τον Μάρκο

Ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου.

7 πράγματα που (ίσως) δεν γνωρίζεις για τον Μάρκο

Ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου.

Article featured image
Article featured image

Μάρκος Βαμβακάρης. Σπουδαίος συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής. Μάγκας. Αλάνι. Γεννήθηκε στη Σύρο, στις 10 Μαΐου του 1905, από γονείς πάμφτωχους. Στα 12 του χρόνια εγκατέλειψε το νησί του και έφθασε στον Πειραιά. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά μπουζούκι, γοητεύτηκε από τις πενιές του και έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. «Μου άρεσε τόσο πολύ, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι, θα κόψω τα χέρια μου με τη στατίρα που σπάνε κόκκαλα στο μαγαζί (σ.σ. εκείνη την περίοδο, δούλευε ως εκδορέας στα σφαγεία της πόλης)... τέτοιο πράγμα», είχε πει κάποτε ο ίδιος. Πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, στη Νίκαια.



*Κεντρική φωτογραφία: Από τη θεατρική παράσταση «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης», με τον Θανάση Παπαγεωργίου


Πιο κάτω 7 πράγματα που (ίσως) δεν γνωρίζεις για τον Μάρκο.


1. Η πρώτη γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε ήταν η περιβόητη και πανέμορφη Ζιγκοάλα. Την αγάπησε βαθιά, αλλά αυτή τον απάτησε με τον κουμπάρο τους. Σύμφωνα με τα λόγια του ιδίου: «Τότες, εκείνη την εποχή, ήμουνα και μικρός, ούτε είκοσι, γνώρισα και παντρεύτηκα την πρώτη μου γυναίκα, την κάργια, τη Ζιγκοάλα. Η πιο όμορφη γυναίκα ήτανε, λεοντάρι. Αλλά καργ… Τα έφτιαξε με τον κουμπάρο μας, τον Γιωργάκη. Κι αυτός την πήρε και συζούσανε. Παντρεμένος με άλλη αυτός και με παιδί, τους παράτησε για τη Ζιγκοάλα. Καταλαβαίνεις τι υπόφερα. Την αγαπούσα πολύ. Πέθαινα. Πήγαινα κάθε νύχτα στα παραθύρια της και της πετούσα πετραδάκια, να βγει, να τηνε δω. Κι αυτή να είναι μέσα και να γ… με τον άλλονε». Για τη γυναίκα αυτή, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Ελένη Μαυροειδή, ο Μάρκος υπέφερε πολύ και, όπως συμβαίνει πάντα, ο ερωτικός πόνος μετουσιώθηκε σε καλλιτεχνική δημιουργία. Τής έγραψε πολλά τραγούδια με πιο γνωστό την «Άτακτη».


2. Ο Βαμβακάρης καταγόταν από καθολική οικογένεια εξ ου και το προσωνύμιο Φράγκος. Μετά το διαζύγιο με τη Ζιγκοάλα, παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Στέλιο, τον Βασίλη και τον Δομένικο. Ο γάμος αυτός οδήγησε και στον αφορισμό του από την Καθολική Εκκλησία, ο οποίος, όμως, ήρθη το 1966.


3. Το 1934 δημιούργησε με τρεις φίλους του, επίσης σημαντικούς ρεμπέτες, τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά, το πρωτοποριακό για την εποχή σχήμα «Η Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς». Με την ομάδα αυτή εμφανιζόταν στο δικό του πλέον μαγαζί, τον ομώνυμο «Μάρκο», στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν τού έδωσε άδεια λειτουργίας του χώρου και έτσι αναγκάστηκε να τον κλείσει και για πρώτη φορά μετά από δύο σχεδόν δεκαετίες ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο. Εκεί παρέμειναν για δύο περίπου μήνες και έπαιζαν μουσική, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία, σε διάφορα μαγαζιά.


4. Τους δύο αυτούς μήνες που έμεινε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, o Μάρκος Βαμβακάρης είδε, ένα βράδυ που τραγουδούσε σε κάποιο μαγαζί στην παραλία, μια όμορφη κοπέλα, για την οποία έγραψε αργότερα ένα από τα γνωστότερά του τραγούδια, τη «Φραγκοσυριανή». Μιλώντας ο ίδιος για το εν λόγω τραγούδι, είπε: «Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ τη σκεφτόμουν, τη σκεφτόμουν. Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα: "Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, λες και μάγια μου ‘χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά". Ούτε και ξέρω πώς τη λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι’ αυτή μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».


5. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Οι εταιρείες τού γύρισαν την πλάτη, αντιμετωπίζοντάς τον ως «προϊόν» ξεπερασμένο, και ο ίδιος περιήλθε σε δεινή οικονομική θέση. Η δεκαετία του ’50 υπήρξε πολύ δύσκολη και ο Βαμβακάρης, για να ζήσει την οικογένειά του, κατέφυγε στην ύστατη λύση της «σφουγγάρας» (έτσι έλεγαν οι μουσικοί το πιατάκι που έβγαζαν στις ταβέρνες, για να τους ρίξουν κέρματα οι θαμώνες). Τη «σφουγγάρα» κρατούσε, συχνά, ο πεντάχρονος γιος του. Μάλιστα, κάποια Χριστούγεννα, πούλησε τη βέρα του σε έναν αργυραμοιβό, για να μπορέσει να αγοράσει ό,τι χρειαζόταν το γιορτινό τραπέζι.


6. Η δεκαετία του ’60 σηματοδότησε την επάνοδο του Βαμβακάρη στο προσκήνιο. Ο ίδιος είχε πει: «Κι υπόφερα πολλά και άλλα στην κατοχή. Και μετά τον εμφύλιο, τα ίδια. Φτώχια, πείνα. Είχανε αλλάξει τα γούστα στη μουσική, Καζαντζίδης και τα λοιπά. Μόνο το εξηντατρίο, εξηνταπέντε που έγινε ο Τσιτσάνης διευθυντής στην εταιρεία (Κολούμπια), με φώναξε και ξαναέγραψα. Τότες έκανα δεύτερη γύρα. Στερεώθηκα και πάλι. Έγραψα την "Άτακτη", το "Τι πάθος ατελείωτο" και άλλα αρκετά».


7. Ο Μάρκος έγραψε –περί το 1936– ένα άγνωστο τραγούδι για τον Στάλιν, το οποίο, όμως, λογοκρίθηκε από τον ίδιο. Οι αναφερόμενοι στον Στάλιν στίχοι έλεγαν τα εξής: «Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ, του κόσμου το καμάρι, όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί είσαι παλικάρι». Ο Βαμβακάρης δεν ήταν αριστερός, αλλά αναγνώριζε την ανωτερότητα των κομμουνιστών και τις πρωτοποριακές τους ιδέες. Μιλώντας για το τραγούδι, είπε: «Πού να το παρουσιάσω αυτό το πράμα στον Μεταξά! Μόνος μου το απόρριψα το λοιπόν κι έβαλα τα λόγια της "Πονηρής"». Για να παρακάμψει, λοιπόν, τον σκόπελο της μεταξικής λογοκρισίας, ο Μάρκος αντικατέστησε τους παραπάνω στίχους με άλλους, δημιουργώντας ένα τελείως διαφορετικό τραγούδι. Το τραγούδι που δεν μπόρεσε να ηχογραφήσει όπως ήθελε ο ίδιος επί Μεταξά, ερμήνευσε 75 χρόνια μετά, το 2011, ο Στέλιος Λιανδράκης, επαναφέροντας τους πρωτότυπους στίχους.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ