Ο Γιάννης Διονυσίου δεν βλέπει πια τη θάλασσα από «μακριά»

Κάποια στιγμή με έπιασε να γράψω κάτι για αυτή τη φωνή. Που δεν την προσπερνάς εύκολα. Ή καλύτερα, που δεν την προσπερνάς, τελεία.

Ο Γιάννης Διονυσίου δεν βλέπει πια τη θάλασσα από «μακριά»

Κάποια στιγμή με έπιασε να γράψω κάτι για αυτή τη φωνή. Που δεν την προσπερνάς εύκολα. Ή καλύτερα, που δεν την προσπερνάς, τελεία.

Article featured image
Article featured image

Συναντώντας τον, όμως, λίγες ημέρες αργότερα και παρατηρώντας τον να μεταχειρίζεται τον λόγο με την ίδια συνέπεια που έχει στον τρόπο που προσεγγίζει το κάθε κομμάτι, ήμουν πλέον σίγουρη ότι κανένας δεν θα μπορούσε να εξηγήσει καλύτερα τη μεταρσίωση* που προκαλεί στον ακροατή η φωνή του, από την ίδια τη φωνή του.

Με τον Γιάννη Διονυσίου βρεθήκαμε σε μια όμορφη αυλή της Λευκωσίας ένα ανοιξιάτικο απόγευμα. Μα ήταν «σαν καλοκαιριά. Σαν την καλοκαιριά».

Της Τάνιας Νεοκλέους

Φωτογραφίες: Λάμπρος Καζάν

Φωτογραφίες από τα live στη Βεντέτα: Τζωρτζίνα Πιτιανούδη

Στη σκηνή πρέπει να είσαι παρών και να μεταδίδεις σιγουριά τόσο προς τους συμπαίχτες σου όσο και προς τον κόσμο, γιατί εκείνη τη στιγμή έχεις ευθύνη. Ως τραγουδιστής, είσαι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του κοινού και της σκηνής.


GeoPit (13) cc.png


*Μεταρσίωση, σύμφωνα με τον Γιώργο Μπαμπινιώτη, είναι η ενέργεια τού να προκαλείς ψυχική ανάταση και να εξυψώνεις κάποιον πέρα και πάνω από τον υλικό κόσμο. Αυτός ήταν ο τίτλος του κομματιού σε ποίηση Νικηφόρου Βρεττάκου, που μελοποίησε πριν από μερικά χρόνια το μουσικό σχήμα Ηλιοδρόμιο και στο οποίο έδωσε (κυριολεκτικά) ψυχή ο Γιάννης Διονυσίου. Το ανακάλυψα σε μια περίοδο που έψαχνα να βρω εμένα. Καρμική συγκυρία. Με τα ακουστικά να λειτουργούν ως προέκταση της σκέψης μου, το εν λόγω τραγούδι ενέπνευσε αρκετά από τα (δικά μου) κείμενα εκείνου του διαστήματος. Ψάχνοντας περισσότερα για τον Κύπριο ερμηνευτή, που τα τελευταία εννιά χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη, έμαθα στη συνέχεια πώς είναι να φέρνεις Τα πέρατα κοντά, από τη συνεργασία που είχε με τον Βασίλη Πετρίδη στον δίσκο Δανεικά και Κλεμμένα (τσέκαρέ τον οπωσδήποτε, έχει μέσα κομματάρες), είδα μπροστά μου ολοζώντανα τα Χρυσά Λαϊκά των δεκαετιών ’50 - ‘80, που παρουσίαζε όλο τον χειμώνα στη Θεσσαλονίκη και πρόσφατα την κυπριακή παράδοση να αναγεννάται μέσα από την ηχογράφηση του τραγουδιού Αντρονίκη, που ερμήνευσε με τον Λάμπρο Φιλίππου όταν φιλοξενήθηκαν στο Ahos Studio του Θανάση Παπακωνσταντίνου.

Λίγο πριν κυκλοφορήσει την πρώτη προσωπική του δισκογραφική δουλειά (ήδη το πρώτο κομμάτι με τίτλο Πειρατικό έκανε μόλις την εμφάνισή του στο διαδίκτυο), συναντηθήκαμε σε μια όμορφη αυλή στο κέντρο της Λευκωσίας. Μου είπε πως από την Κύπρο τού λείπουνε οι μυρωδιές της φύσης. Του είπα πως από τη Θεσσαλονίκη μού λείπει το σούρουπο στον Θερμαϊκό. Έπειτα έστριψε το κεφάλι του να παραγγείλει έναν καφέ. Η ταμπέλα στον τοίχο ακριβώς πίσω του έγραφε Οδός Εγνατία. Χαμογέλασε με τη σύμπτωση, άναψε ένα τσιγάρο και εγώ σχεδόν ασυναίσθητα έκανα να πατήσω «εγγραφή»…


Το λαϊκό τραγούδι δεν σου αφήνει το περιθώριο δεύτερης ανάγνωσης. Αυτό που ακούς, αυτό είναι. Είναι ένα είδος που κρύβει μια αλήθεια και μια ανεπανάληπτη αμεσότητα, η οποία απουσιάζει συνήθως από τον πιο λόγιο στίχο ή την πιο έντεχνη μουσική.


Θυμάσαι την πρώτη σου επαφή με τη μουσική;

Πολύ καθαρά. Πέντε χρονών πρέπει να ήμουνα, στην τελική γιορτή της προδημοτικής. Με είχανε ντύσει στο σχολείο με την παραδοσιακή στολή του βρακά και είχα να τραγουδήσω σόλο, θυμάμαι, ένα κυπριακό τραγούδι, αν δεν κάνω λάθος τη Βράκα. Κάπου εκεί ξεκίνησαν και τα μαθήματα πιάνου, ενώ λίγα χρόνια αργότερα άρχισα να μαθαίνω βιολί και να ανακαλύπτω σιγά - σιγά περισσότερα είδη μουσικής.

Ήξερες από νωρίς ότι αυτό ήθελες να κάνεις στη ζωή σου;

Όχι ακριβώς. Αυτό, όμως, που ήμουν σε θέση να αντιληφθώ από τότε ήταν ότι η μουσική ήταν κάτι το οποίο με συνέπαιρνε και που ήθελα να το ανακαλύψω. Μετά από παρότρυνση της μητέρας μου ξεκίνησα να δοκιμάζομαι στη βυζαντινή μουσική, ενώ την ίδια περίπου περίοδο μπήκα σε μια παιδική χορωδία της Μητρόπολης Μόρφου με τον Σύμη Σουκιούρογλου, ο οποίος ερχόταν στο χωριό μου, την Περιστερώνα και κάναμε συναυλίες. Όταν έφτασα στην ηλικία που θα πήγαινα στο Λύκειο, συνέπεσε να είναι η πρώτη χρονιά που θα ξεκινούσε το Μουσικό Σχολείο. Σε εκείνη τη φάση ήμουν σίγουρος ότι δεν ήθελα να κάνω τίποτα διαφορετικό στη ζωή μου από το να ασχοληθώ με τη μουσική.


Και έτσι βρέθηκες στη Θεσσαλονίκη…

Στη Θεσσαλονίκη πήγα το 2010 για σπουδές στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, όπου σπούδασα Βυζαντινή Μουσική. Έκτοτε δεν έφυγα ποτέ από εκείνη την πόλη. Σήμερα δουλεύω εκεί, ενώ ολοκληρώνω παράλληλα και το μεταπτυχιακό μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πάλι σε σχέση με τη βυζαντινή μουσική. Ζώντας εκεί, προέκυψαν διάφορες προτάσεις για δουλειά και θεατρικές παραστάσεις, ενώ ξεκινήσαμε σιγά - σιγά μαζί με φίλους μουσικούς να στήνουμε μικρές κομπανίες, να παίζουμε, να τραγουδούμε σε ταβέρνες, σε καφενεία και να βρίσκουμε τρόπους να δημιουργούμε κάτι μόνοι μας χωρίς τη στήριξη οποιουδήποτε άλλου. Και εντάξει, σιγά – σιγά, όσο περνάει ο καιρός, όλο και κάτι περισσότερο συμβαίνει.


GeoPit (8) cc.png


Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εμπειρία όταν πήγαμε στο σπίτι του Θεοδωράκη και μας άκουσε. Ήταν ίσως η πιο σημαντική στιγμή και ένα γεγονός που με γέμισε με απίστευτη συγκίνηση.


Ένα από τα πράγματα που συνέβησαν ήταν και ο πετυχημένος κύκλος παραστάσεων Τα Χρυσά Λαϊκά, που μόλις ολοκληρώθηκε.

Τα Χρυσά Λαϊκά ήταν κάτι σαν στοίχημα για μένα και τον Γιώργο Γεωργόπουλο με την έννοια ότι πήγαμε σε ένα μαγαζί που δεν είχε ιδέα ποιοι είμαστε και τι κάνουμε και εν τέλει μάς εμπιστεύτηκε. Ήταν μια δουλειά που γεννήθηκε σε μια περίοδο της ζωής μου που ένιωθα ότι ήθελα να κάνω κάτι πιο λαϊκό γενικότερα, διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή βιοποριζόμουνα κυρίως παίζοντας ρεμπέτικο σε ταβέρνες. Ο Γιώργος από την άλλη, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν, είχε αποτραβηχτεί από τα ελληνικά πράγματα για περίπου τέσσερα χρόνια, κάνοντας συναυλίες στο εξωτερικό. Κάποια στιγμή πέρσι το καλοκαίρι, συναντηθήκαμε σε μια καλύβα λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη και του πρότεινα αυτό το πρότζεκτ. Όλο το καλοκαίρι συναντιόμασταν, πίναμε καφέδες, μπίρες και συζητούσαμε πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτό το πράγμα. Έτσι και έγινε.


Η ιδέα να καταπιαστείτε με τόσο μεγάλα κομμάτια δεν εμπεριείχε και ένα είδος ρίσκου;

Και ναι και όχι. Εμείς, όμως, δεν επιχειρήσαμε να αναβιώσουμε το λαϊκό τραγούδι ή να κονταροχτυπηθούμε με τις ερμηνείες του τότε. Κάναμε αυτό το πρόγραμμα πρώτα - πρώτα για να γουστάρουμε εμείς, διότι αγαπούμε αυτό το ρεπερτόριο. Προσπαθήσαμε, όσο το δυνατό περισσότερο, εκείνο που κάναμε να έχει μέσα του αλήθεια. Να μην είναι ένα πρόγραμμα δήθεν λαϊκό ή δήθεν κάτι. Επικεντρωθήκαμε σε ένα αντικείμενο, στο καλό ελληνικό τραγούδι των δεκαετιών 1950-1980 και προσπαθήσαμε να παίξουμε τα συγκεκριμένα τραγούδια ξανά μέσα και από το δικό μας φίλτρο, χωρίς να ξεφεύγουμε από κάποια κανάλια τα οποία ούτως ή άλλως άνοιξαν άλλοι πριν από εμάς. Δεν αντιμετωπίσαμε αυτό το είδος σαν κάτι μουσειακό το οποίο πρέπει να διαφυλάξουμε, αλλά το μεταχειριστήκαμε σαν να πρόκειται για κάτι ζωντανό. Δεν είμαστε θεματοφύλακες της παράδοσης. Είμαστε άνθρωποι οι οποίοι ζουν μέσα σε αυτό το ποτάμι που συνεχίζει να ρέει.

Τι σε ιντρίγκαρε όταν συνέλεγες το υλικό αυτό;

Τα πάντα. Από την ιστορία του πώς γράφτηκε ένα τραγούδι μέχρι το πώς έγινε η ηχογράφησή του. Δεν μπορώ να πω ότι με ιντριγκάρει κάτι συγκεκριμένο. Με ιντριγκάρει να μαθαίνω συνέχεια καινούρια τραγούδια και να βρίσκω κομμάτια τα οποία να μου κάνουν κάτι. Επικεντρώνομαι πολύ στο αποτέλεσμα, δηλαδή σε εκείνο που ακούω, ή σε εκείνο που βλέπω, προσπαθώντας να μπαίνω στο κοινωνικό και το καλλιτεχνικό πλαίσιο της εποχής. Κάθε ιστορική περίοδος εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό μέσα από τα τραγούδια της. Από τα κομμάτια κάθε εποχής μπορείς να καταλάβεις πώς ζούσε μια μεγάλη μερίδα του κόσμου και τι απόψεις μπορεί να είχε. Συγκεκριμένα, στο λαϊκό τραγούδι εκείνων των δεκαετιών παρατηρείται μια μεγάλη γκάμα τραγουδιών για την ξενιτειά, τη φτώχεια, την αδικία. Υπάρχει κλάψα στα κομμάτια εκείνα, όμως βλέπεις ότι ακόμα και μέσα από αυτή την κλάψα, υπάρχει και μια γεύση αισιοδοξίας. Ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά.


A7R00502 cc.jpg


Στη Θεσσαλονίκη κατάφερα να δω πιο καθαρά τις αντοχές, τα θέλω, τις δυνάμεις, τις αδυναμίες μου.



Το λαϊκό τραγούδι τι είναι για σένα;

Ένας τρόπος έκφρασης. Δικής μου. Είναι ένα είδος που κρύβει μια αλήθεια και μια ανεπανάληπτη αμεσότητα, η οποία απουσιάζει συνήθως από τον πιο λόγιο στίχο ή την πιο έντεχνη μουσική. Το λαϊκό τραγούδι δεν σου αφήνει το περιθώριο δεύτερης ανάγνωσης. Αυτό που ακούς, αυτό είναι. Το πάντρεμα στίχου - μουσικής σού μένει κατευθείαν. Έστω και με μια πρώτη ακρόαση το ρεφρέν θα το ξανατραγουδήσεις μόνος σου μετά, αν εκείνο που άκουσες το αισθάνεσαι και εσύ ή σου συνέβη. Βγαίνει μέσα από τη ζωή, μέσα από καθημερινά και πιο πρακτικά πράγματα, όπως είναι η φτώχεια, ο έρωτας, η απόρριψη, η αγάπη, η ξενιτειά, η μετανάστευση κτλ.

Ο καλλιτέχνης πρέπει να υποφέρει για να δημιουργήσει;

Όχι, δεν το πιστεύω αυτό. Μπορεί να έχουμε στο μυαλό μας ότι το λαϊκό τραγούδι είναι μόνο πόνος, αλλά να μην ξεχνάμε και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο άνθισε. Δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει μια αρνητική διάθεση και αύρα για να γράψεις ή να τραγουδήσεις ένα λαϊκό τραγούδι. Το κλειδί νομίζω είναι να προσπαθήσεις να μπαίνεις στη θέση του άλλου.


Βρίσκουν σήμερα μεγαλύτερη απήχηση λόγω καταστάσεων;

Σε ό,τι αφορά το κοινωνικό πλαίσιο της Κύπρου δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να σου απαντήσω, με την έννοια ότι λείπω πολλά χρόνια. Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι βλέπω με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση την ευρεία διάδοση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Στην Ελλάδα είναι ήδη 15 χρόνια που το ρεμπέτικο ξαναήρθε στο προσκήνιο και τώρα βρίσκεται σε μια πολύ δημιουργική φάση και σε ένα peak κάπως της αναβίωσής του με διάφορους εκφραστές όπως είναι ο Δημήτρης Μυστακίδης, ο Μανώλης Πάππος, ο Ευγένιος Βούλγαρης, μια μερίδα, τέλος πάντων, ανθρώπων που έκαναν κάποιες κινήσεις ούτως ώστε να το αναβιώσουν ποιοτικά. Για το λαϊκό τραγούδι δεν μπορώ να πω το ίδιο, αλλά νομίζω ότι έρχεται η σειρά του σιγά – σιγά.

Ένα πολύ έντονο ρεύμα της εποχής είναι το να κρυβόμαστε πίσω από ηλεκτρονικά προφίλ, λέγοντας ό,τι θέλουμε, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται συνήθως στην πραγματική μας ζωή ή σε αυτό που είμαστε γενικότερα. Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την αλήθεια και την ειλικρίνεια σε έναν άνθρωπο.


A7R00788-crop.jpg


Τι σκέφτεσαι λίγο πριν από κάθε λάιβ;

Συνήθως σκέφτομαι άσχετα πράγματα ή δεν σκέφτομαι τίποτα. Καμιά φορά όταν έχω να τραγουδήσω ένα δύσκολο κομμάτι, σκέφτομαι αν θα το βγάλω ή μπορεί να σκέφτομαι αν θα έχει κόσμο. Με ενδιαφέρει πολύ αυτό το πράγμα, διότι είναι ωραία αυτή η ανταλλαγή ενέργειας την ώρα που τραγουδάς.

Στη σκηνή βγάζεις μεγάλη αυτοπεποίθηση. Αυτό ήταν κάτι που το δούλεψες;

Όχι. Αυτός είμαι, δεν είναι κάτι φτιαχτό. Στη σκηνή πρέπει να είσαι παρών και να μεταδίδεις σιγουριά τόσο προς τους συμπαίχτες σου όσο και προς τον κόσμο, γιατί εκείνη τη στιγμή έχεις ευθύνη. Ως τραγουδιστής, είσαι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του κοινού και της σκηνής. Δεν δικαιούσαι να εκτεθείς αν δεν είσαι σίγουρος για τον εαυτό σου.

Τι πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης για να ξεχωρίσει πέρα από το ταλέντο του;

Να έχει αλήθεια. Να είναι ειλικρινής.

Θα έλεγες ότι είσαι ένας λαϊκός τραγουδιστής;

Όχι. Νιώθω ότι είμαι τραγουδιστής ή έστω κάποιος ο οποίος προσπαθεί να γίνει τραγουδιστής.


Ποια συνεργασία που έκανες σε εξέπληξε και σε ενθουσίασε;

Μια συνεργασία που τελικά δυστυχώς δεν έγινε για λόγους παραγωγής. Πριν από περίπου τρία χρόνια, θα γινόταν στο Ηρώδειο μια μουσικοχορευτική παράσταση με έργα του Μίκη Θεοδωράκη σε σκηνοθεσία Σοφίας Σπυράτου και τραγουδιστές εμένα, τον Ζαχαρία Καρούνη και τον Βασίλη Λέκκα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εμπειρία όταν πήγαμε στο σπίτι του Θεοδωράκη και μας άκουσε. Ήταν ίσως η πιο σημαντική στιγμή και ένα γεγονός που με γέμισε με απίστευτη συγκίνηση.

Και ποια ήταν εκείνη που θεωρείς ότι τελικά σε πήγε παραπέρα;

Η συνεργασία που είχα με τον Βασίλη Πετρίδη στον δίσκο του Δανεικά και Κλεμμένα ήταν ένα κομβικό σημείο τόσο για εμένα όσο και για τον ίδιο. Τον ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσε, γιατί η συνεργασία μας αποδείχτηκε τελικά πολύ σημαντική. Η άλλη συνεργασία που θεωρώ επίσης κομβική ήταν στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με τη σκηνοθέτιδα Σοφία Σπυράτου, σε μια θεατρική παράσταση για τον Βασίλη Τσιτσάνη, με ζωντανή ορχήστρα επί σκηνής. Ήταν μια τεράστια εμπειρία για μένα το γεγονός ότι βρέθηκα στα 23 μου να τραγουδώ σε ένα θέατρο με κοινό 600 άτομα κάθε βράδυ. Ήταν ένα πράγμα πρωτόγνωρο για μένα και κάτι το οποίο με βοήθησε γενικότερα στη ζωή μου. Με έκανε να καταλάβω πολλά πράγματα και για μένα αλλά και για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι μπροστά και πίσω από τη σκηνή, αλλά και το πώς πρέπει να διαχειρίζεσαι μια δημοσιότητα ενδεχομένως πρόσκαιρη.


Από την Κύπρο μου λείπει το τοπίο που έχει ο κάμπος της και οι μυρωδιές που βγάζει η φύση της.


GeoPit STN (8) cc.png


Η κρίση επηρέασε το επάγγελμά σου;

Το επηρέασε. Τουλάχιστον στο επίπεδο το οποίο κινούμαι εγώ, όχι όμως απαραίτητα μόνο αρνητικά.

Εσένα;

Είμαι της άποψης ότι όταν έχεις δυσκολίες και καλείσαι να τις αντιμετωπίσεις, γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος, διότι βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου και προσπαθείς να διορθώσεις είτε τα λάθη σου είτε να προσαρμόσεις τον εαυτό σου στην πραγματικότητα. Επομένως, δεν μπορώ να πω ότι με επηρέασε αρνητικά.

Συμβιβασμούς έτυχε να κάνεις;

Δεν θα το έλεγα. Δεν χρειάστηκε. Όλες οι δουλειές που έκανα μέχρι τώρα προέκυπταν είτε μέσα από συνεννόηση και πιο συνεργατική δουλειά, είτε μέσα από προτάσεις που μου γίνονταν.

Τι νιώθεις να σε κάνει άνθρωπο της εποχής σου και πού θεωρείς ότι είσαι πιο παλιομοδίτης;

Εκείνο που με κάνει σύγχρονο, αν θέλουμε να το πούμε έτσι, είναι ότι όπως όλοι οι νέοι κοντά στα τριάντα έτσι και εγώ θέλω να ζω την κάθε στιγμή της ζωής μου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος. Παλιομοδίτης νιώθω όταν βλέπω να συμβαίνουν πράγματα γύρω μου με τα οποία δεν συμφωνώ και δεν θέλω να τα ακολουθώ.

A7R00717 ss.jpg


Όπως;

Για παράδειγμα, ένα πολύ έντονο ρεύμα της εποχής είναι το να κρυβόμαστε πίσω από ηλεκτρονικά προφίλ, λέγοντας ό,τι θέλουμε, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται συνήθως στην πραγματική μας ζωή ή σε αυτό που είμαστε γενικότερα. Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την αλήθεια και την ειλικρίνεια σε έναν άνθρωπο. Αν αυτό το πράγμα μπορεί να θεωρηθεί παλιομοδίτικο, ας θεωρηθεί.

Ρομαντικός είσαι;

Είμαι. Ρομαντισμός, όπως τον αντιλαμβάνομαι, είναι όταν καμιά φορά καταφέρνουμε να ξεφεύγουμε από τα πρακτικά και τα απτά πράγματα της ζωής και κάνουμε όνειρα. Όταν σκεφτόμαστε τη ζωή μας και σε συνάρτηση με άλλα πράγματα. Αν θεωρήσουμε ότι αυτό είναι ρομαντισμός, τότε ναι, είμαι ρομαντικός.

Τι ανακάλυψες για τον εαυτό σου φεύγοντας από την Κύπρο;

Ένα πολύ μεγάλο μέρος του εαυτού μου το ανακάλυψα όταν έφυγα, ίσως επειδή και ο καθένας μας το κάνει αυτό, όταν φεύγει μακριά από το σπίτι του και καλείται να αναλάβει τις ευθύνες της δικής του ζωής. Στη Θεσσαλονίκη κατάφερα να δω πιο καθαρά τις αντοχές, τα θέλω, τις δυνάμεις, τις αδυναμίες μου. Όλα φαίνονται πιο έντονα όταν φεύγεις από το σπίτι σου, οπότε με τα εφόδια που έχεις καλείσαι να πορευτείς πλέον στη ζωή, όπως εσύ αποφασίσεις.


Στη Θεσσαλονίκη πώς είναι η καθημερινότητά σου σήμερα;

Με πολλή μουσική, μελέτη, πρόβες πάνω σε διάφορα πρότζεκτ και μικρά διαλείμματα που με κάνουν να ξεφεύγω για λίγο από την καθημερινότητα.

Τι αγαπάς και τι μισείς στη συγκεκριμένη πόλη;

Μεγάλωσα σε ένα χωριό που τη θάλασσα την έβλεπα από μακριά. Πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη, και έχοντας τη θάλασσα δίπλα μου κάθε μέρα, ένιωσα ελεύθερος και ότι δεν είμαι αποξενωμένος. Έχει μια περίεργη αύρα αυτή η πόλη τόσο δυνατή που σε μαγεύει. Κάθε μέρα ανακαλύπτω κάτι καινούριο που δεν το ήξερα προηγουμένως ή ένα σημείο που δεν ήξερα ότι υπάρχει. Μέσα στην πόλη μπορείς να βρεις και μέρη ησυχίας αλλά ταυτόχρονα και μέρη κοσμοπολίτικα και θορυβώδη. Εκείνο που δεν μου αρέσει είναι το ότι κάποια απλά, καθημερινά πράγματα, όπως είναι για παράδειγμα η διακίνηση μέσα στην πόλη δεν είναι δεδομένα. Δεν υπάρχει αστική κουλτούρα και αισθάνομαι ότι ο ένας δεν σέβεται τον άλλο. Ξεκινώντας από την οδική συνείδηση μέχρι τις σχέσεις που υπάρχουν με τον διπλανό σου. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μου αρέσει, αλλά προσπαθώ να μην του δίνω σημασία.

GeoPit (11) cc.png

Bλέπω με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση την ευρεία διάδοση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Στην Ελλάδα είναι ήδη 15 χρόνια που το ρεμπέτικο ξαναήρθε στο προσκήνιο. Για το λαϊκό τραγούδι δεν μπορώ να πω το ίδιο, αλλά νομίζω ότι έρχεται η σειρά του σιγά – σιγά.


Από την Κύπρο τι σου λείπει;

Το τοπίο που έχει ο κάμπος της και οι μυρωδιές που βγάζει η φύση της.

Παρακολουθείς τα καλλιτεχνικά δρώμενα του νησιού;

Όσο μπορώ τα παρακολουθώ και μπορώ να πω ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρώ ότι γίνονται σημαντικά πράγματα, με τρόπο ωραίο και ποιοτικό.

Ένα από αυτά είναι και το Φεστιβάλ Φέγγαρος στο οποίο θα συμμετέχεις και εσύ φέτος.

Στο πλαίσιο του φεστιβάλ θα παρουσιάσω ένα σεμινάριο για την ελληνική αστική μουσική ξεκινώντας από την εποχή του 1930 και φτάνοντας μέχρι τον Καζαντζίδη κάπως. Με την προσέγγιση ότι οι δύο πυλώνες αυτής της μουσικής είναι ο Αντώνης Νταλγκάς και ο Στέλιος Καζαντζίδης, θα προσπαθήσουμε μαζί με τα παιδιά να βρούμε κοινά, διαφορές και τη σύνδεση των δύο αυτών στοιχείων προκειμένου να δούμε πώς εξελίχθηκε μέσα σε περίπου έναν αιώνα αυτή η μουσική. Θα λειτουργήσει περισσότερο συνεργιστικά αυτό το πράγμα και όχι σαν ένα μάθημα ιστορίας. Μετά από τα εργαστήρια, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, θα δώσουμε την 1η Αυγούστου μια συναυλία με τον Ευγένιο Βούλγαρη με τίτλο Έργα του έρωτος στα χρόνια του Ρεμπέτικου.

GeoPit STN (3) cc.png


Δεν είμαστε θεματοφύλακες της παράδοσης. Είμαστε άνθρωποι οι οποίοι ζουν μέσα σε αυτό το ποτάμι που συνεχίζει να ρέει.



Και μέσα σε όλα αυτά κυκλοφόρησε μόλις τώρα και το Πειρατικό, το οποίο αποτελεί το πρώτο κομμάτι της πρώτης σου προσωπικής δισκογραφικής δουλειάς. Μίλησέ μας λίγο για αυτήν.

Πρόκειται για τη συνεργασία μας με τον καταξιωμένο στιχουργό Κώστα Φασουλά, με τον οποίο γνωριστήκαμε τυχαία, ήρθαμε σε επαφή και αναπτύξαμε μια σχέση καλλιτεχνική αλλά και φιλική. Είχε το τραγούδι, που το είχε ήδη συνθέσει ο Πέτρος Σατραζάνης, ένας νέος συνθέτης που ζει στο εξωτερικό, και μου πρότεινε να ξεκινήσουμε τη συνεργασία μας με αυτό. Το Πειρατικό λοιπόν. Στην πορεία ήρθε και η συνεργασία με την εταιρεία Heaven Art, η οποία είναι παρακλάδι της γνωστής Heaven Music κι έτσι έδεσε το γλυκό. Ουσιαστικά το τραγούδι αυτό είναι ο προπομπός της ολοκληρωμένης μας δισκογραφικής δουλειάς με τον Κώστα Φασουλά, στην οποία θα θέλαμε να συμμετέχουν και νέοι και παλαιότεροι συνθέτες και η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει κάπου μέσα στο 2020.

Πώς φαντάζεσαι την καλλιτεχνική σου συνέχεια και τι περιμένεις από το μέλλον;

Θα ήθελα να κάνω πάντα πράγματα που μου αρέσουν χωρίς να χρειάζεται να συμβιβάζομαι. Αν και ξέρω ότι κανένας δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, εγώ αυτό είναι που ονειρεύομαι και που θέλω. Να κάνω αυτό που αγαπώ, χωρίς να χρειαστεί να βρεθώ μπροστά σε μεγάλα διλήμματα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ