«Από τη Μυτιλήνη βλέπαμε τα φώτα των τουρκικών πλοίων που κατευθύνονταν νότια»

Τι μπορείς να θυμάσαι τόσα χρόνια μετά; Κι όμως, είναι μερικά πράγματα, λέξεις και εκφράσεις που ποτέ δεν μπορείς να ξεχάσεις… Έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν ξεχνιέται. Όλα μνήμες καταγεγραμμένες στο νου.

Article featured image
Article featured image

Κείμενο / φωτογραφίες: Γιώργος Ερέσιος

1974 και καλοκαίρι στη Μυτιλήνη. Η ξενοιασιά σε πρώτο πλάνο. Παιχνίδι στη γειτονιά από νωρίς το απόγευμα μέχρι που νύχτωνε για τα καλά και την άλλη μέρα ξανά μια από τα ίδια. Τα πρωινά αφιερωμένα στη θάλασσα και τον πάλαι ποτέ Ναυτικό Όμιλο. Τότε, στην ηλικία των τεσσάρων, τα μοναδικά δελτία ειδήσεων, των εννέα, το μεγάλο της ΕΡΤ ή το άλλο της ΥΕΝΕΔ, δεν ήταν και πρώτη μας προτεραιότητα, ούτε το τι συνέβαινε έξω από τον μικρόκοσμό μας, μας ένοιαζε ιδιαίτερα.

Τις τελευταίες βραδιές οι κουβέντες των μεγάλων είχαν να κάνουν με την μετακίνηση του τουρκικού στόλου. Όχι ότι μας ένοιαζε αλλά το να κρυφακούς τι λένε οι μεγάλοι πάντα ήταν μια πρόκληση. Αλήθεια δεν καταλάβαινα τίποτα απ’ όλα αυτά, όταν όμως τη νύχτα πήγαμε βόλτα στο Μακρύ γιαλό που έβλεπε κατευθείαν τα τουρκικά παράλια, δεν μπόρεσα να κρύψω τον ενθουσιασμό μου από τα φώτα των πλοίων που κατευθύνονταν νότια. Τόσα πολλά και δημιουργούσαν γραμμή ως εκεί που έφτανε το μάτι. Πολύ πιο μακριά απ’ ότι μπορούσε να χωρέσει το παιδικό μυαλό μου. Χωρίς ούτε μια στιγμή να μπορέσουμε να καταλάβουμε ή να φανταστούμε πόσο πόνο, θάνατο και ξεριζωμό κουβάλαγαν τούτα τα πλοία που τόσο πολύ θαυμασμό και εντύπωση μας είχαν προκαλέσει. Ήταν πολύ μακριά, βέβαια, αλλά αρκετά για να γεμίσουν το παιδικό μυαλό μας με εικόνες και να κάνουν την φαντασία μας να οργιάζει.


YIO03353.jpg
Η Μυτιλήνη από ψηλά. Στο βάθος διακρίνονται τα τουρκικά παράλια και τα "στενα" απ' όπου κατέβηκε ο τουρκικός στόλος


Οι κουβέντες ήταν χαμηλόφωνες αλλά λέξεις που δεν είχαμε ξανακούσει όπως πόλεμος και επιστράτευση έβγαιναν από τα στόματα των μεγάλων δημιουργώντας μας σκέψεις και έναν αδιόρατο φόβο να σκοτεινιάζει τον ουρανό πάνω από τα κεφάλια μας. Ήταν διάχυτη η ανησυχία και κανείς δεν έκανε το παραμικρό για να την κρύψει.

Την επόμενη μέρα, θαρρώ, ή μπορεί και μια μέρα μετά, ο Δημήτρης, ο μεγάλος μου αδερφός ανέβηκε την εξωτερική σκάλα σχεδόν τρέχοντας και όρμησέ μέσα στο σπίτι φουριόζος. Τον κοιτάξαμε απορημένοι και περιμέναμε. Μερικά δευτερόλεπτα σιωπής…

«Μπήκαν οι Τούρκοι στην Κύπρο!», ξεστόμισε…

Παγωμάρα και μορφασμοί από τους μεγάλους, έκφραση απορίας και άγνοιας από εμάς. Για εμάς, τους μικρούς, φυσικό ήταν να μην μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει εισβολή, πόλεμος, πρόσφυγες… Άλλωστε, για εμάς πόλεμος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από δυο κομμάτια καλάμι δεμένα σε σταυρό, που άλλοτε ήταν όπλο κι άλλοτε σπαθί.

Εκείνες οι μέρες ήταν διαφορετικές. Ο πατέρας πάνω από την εφημερίδα να διαβάζει κάθε λέξη, κάθε γράμμα, κάθε τόνο, σαν να μην ήθελε να του ξεφύγει ούτε η παραμικρή λεπτομέρεια, ενώ την ώρα των ειδήσεων μια ησυχία σχεδόν νεκρική επικρατούσε στο δωμάτιο με την τηλεόραση. Έτσι αποσπασματικά θυμάμαι το ασπρόμαυρο γυαλί να προβάλει όλες αυτές τις εικόνες της εισβολής… της ντροπής… αυτές που χρόνια τώρα βλέπουμε ξανά και ξανά. Για να μην ξεχνάμε…


YIO92727.jpg
Το καφενείο του χωριού "Βρίσα", στην πλατεία. Δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον, καθώς καταστράφηκε σε σεισμό, το καλοκαίρι του 2017.


Οι γονείς μας θεώρησαν ότι ήταν πιο ασφαλές να πάμε στο χωριό. Κάτι που για αυτούς ήταν κίνηση ασφαλείας για εμάς ήταν χαράς ευαγγέλια μια και το χωριό ήταν διακοπές, θάλασσα και λαχταριστό φαγητό από τα χέρια της γιαγιάς. Τότε μια καινούρια λέξη προστέθηκε στο λεξιλόγιο μου. Συσκότιση! Οι νύχτες στο χωριό ήταν πλέον πιο σκοτεινές, μια και οι Αρχές για λόγους ασφαλείας είχαν επιβάλει συσκότιση και κανένα δημόσιο φως δεν άναβε. Νέες εικόνες με τις κυρίες του χωριού να μαζεύονται στη γειτονιά και με κάποια λάμπα θυέλλης να κάνουν αυτά που συνήθιζαν, δηλαδή να πλέκουν, να γνέθουν και πάντα να συζητάνε. Μόνο που τώρα τα συνήθη κουτσομπολιά με τα δρώμενα στο χωριό είχαν αντικατασταθεί με μία και μόνο λέξη. Κύπρος! Ο φόβος και πάλι παρών… «Αν έρθουν οι Τούρκοι τι θα κάνουμε;» και φυσικά όλες είχαν μια απάντηση, ως επί το πλείστο με υπέρμετρο πατριωτισμό.

Η αλήθεια είναι ότι από την μία το νεαρό της τότε ηλικίας μου αλλά και η ένταση εκείνων των ημερών δεν μου επιτρέπουν να θυμηθώ με ακριβή χρονολογική σειρά τα γεγονότα.

Το επόμενο που θυμάμαι έντονα είναι ότι μία από τις επόμενες νύχτες θα μέναμε στην παραλία που βρίσκεται κοντά στο χωριό, τα Βατερά. Από νωρίς το απόγευμα επικρατούσε αναβρασμός με πολύ έντονη στρατιωτική παρουσία. Αμέτρητα στρατιωτικά τζιπ και φορτηγά πηγαινοέρχονταν δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα από την σκόνη που σηκώνονταν από τον χωματόδρομο που ήταν και ο κεντρικός δρόμος του οικισμού. Αυτό ήταν κάτι που λίγο μας ενδιέφερε μιας και όλη αυτή η φασαρία είχε ζωντανέψει την ήσυχη κοινότητα. Αν και υπήρχε μια υποψία ότι κάτι μεγάλο θα γινόταν τίποτα δεν προμήνυε αυτό που ακολούθησε τις επόμενες ώρες.

Οι ώρες περνούσαν και σκοτείνιασε για τα καλά. Ο ήχος των μηχανών ακούστηκε από τη θάλασσα και μέσα από το σκοτάδι εμφανίστηκαν αποβατικά πλοία και μόλις άγγιξαν την ακτή άνοιξαν τις μπουκαπόρτες τους και από μέσα τους ξεχύθηκαν δεκάδες άρματα μάχης, και εκατοντάδες στρατιώτες που είχαν μετατεθεί στη Λέσβο προκειμένου να προστατέψουν το νησί από μια πιθανή Τουρκική επέμβαση. Εμείς παρακολουθούσαμε την όλη επιχείρηση εκστασιασμένοι. Όλα αυτά που λέγαμε και φανταζόμασταν στις μάχες τις γειτονιάς, τώρα ολοζώντανα περνούσαν μπροστά μας. Άρματα, οχήματα, αξιωματικοί και στρατιώτες με πραγματικά όπλα, σιδερένια!


YIO92861.jpg
Η παραλία "Βατερά" όπου έγινε η απόβαση των ελληνικών δυνάμεων κατά την Εισβολή στην Κύπρο.


Αν και η ώρα είχε προχωρήσει, κανείς δεν ήθελε να πάει για ύπνο και δεν φύγαμε πάρα μόνο όταν ολοκληρώθηκε η επιχείρηση.

Την επόμενη μέρα, το μοναδικό που θύμιζε αυτό που είχαμε ζήσει ήταν η σκαμμένη άμμος από τις ερπύστριες των αρμάτων και τα πολλά σπασμένα δεντράκια στο όριο του δρόμου που είχαν υποκύψει στο βάρος των αρμάτων καθώς περνούσαν ανάμεσά τους. Την προηγούμενη νύχτα θύμιζαν οι θαμώνες στους καφενέδες που διάβαζαν εφημερίδα και συζητούσαν έντονα και παντού άκουγες, Κύπρος, Κύπρος, Κύπρος…

Κάναμε κι εμείς τον δικό μας πόλεμο. Φτιάχναμε πλοία στην άμμο και κάναμε ναυμαχίες σφοδρές, με όπλα από καλάμια. Μόνο που στην ψυχή και στην καρδιά μας ήταν λίγο πιο αληθινά, λίγο πιο «σιδερένια».

Πέρασαν οι μέρες και όλα άρχισαν να περνάν στη σφαίρα της ανάμνησης. Μόνο καμιά φορά, όταν κάποιος στη γειτονιά ήθελε να δείξει πόσο δυνατός είναι έλεγε: «θα πάω στη Κύπρο και θα σκοτώσω όλους τους Τούρκους». Άλλοτε, πάλι, κάναμε και σχέδια και καταστρώναμε τρόπους για να πάμε να πολεμήσουμε.

Πέρασαν κι άλλες μέρες και χρόνια. Φτάσαμε στο 1979 και στο πρώτο μου ταξίδι στην Κύπρο για διακοπές και επίσκεψη στους συγγενείς που έχω εδώ. Έμελλε τούτο το ταξίδι να είναι και ο επίλογος εκείνης της εμπειρίας που είχα πέντε χρόνια πριν.


FXT23139.jpg
Η φωτογραφία. Αν και σε άλλο σπίτι είναι η ίδια με αυτή που αντίκρυσα το 1979. Λοχίας Πανίκος Χαραλάμπους, του 361ΤΠ.


Στην επίσκεψή μου σε συγγενικό σπίτι δεν μπορούσα να μην προσέξω το πορτρέτο ενός νεαρού στρατιώτη που δέσποζε στον τοίχο αλλά και σε διάφορες θέσεις μέσα στο σπίτι. Φυσικά, δεν άργησα να μάθω ότι αυτός ήταν ο Πανίκος. Ένας ξάδερφος τον οποίο δεν μπορούσα να συναντήσω εκείνη τη στιγμή μια και ήταν ένας από τους Αγνοούμενους της Τουρκικής Εισβολής. Και ακόμα είναι αγνοούμενος. Όχι νεκρός, όχι αιχμάλωτος… αλλά αγνοούμενος! Και μέχρι απαντήσεις να δοθούν, θα είναι.


FXT23139.jpg
Πορτραίτο που φιλοτεχνήθηκε αργότερα, από την αρχική φωτογραφία.


Η τελευταία εικόνα που κλείνει αυτή την ιστορία είναι οι σκηνές στα Πάνω Πολεμίδια. Ναι, 1979, πέντε χρόνια μετά και καθώς ένας άλλος συγγενής με πήγε «βόλτα», είδα το αδιανόητο. Τον προσφυγικό καταυλισμό. Άνθρωποι, υπόλοιπα του πολέμου, σε σκηνές, να ζουν κάθε μέρα την καταστροφή και τον ξεριζωμό.

Λέω η τελευταία εικόνα, γιατί τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια που ζω μόνιμα στην Κύπρο, όλες αυτές οι θύμισες ξυπνάνε κάθε χρόνο με έναν ήχο. Τον διαπεραστικό, απόκοσμο ήχο της σειρήνας, αυτής, του πολέμου, της εισβολής, του χαμού και του θανάτου. Στις 5.30 το πρωί…






Γιώργος Ερέσσιος

67336617_383705522339888_7498619960848023552_n.jpg

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Μετά το σχολείο παρακολούθησε σπουδές δημοσιογραφίας και φωτογραφίας και για αρκετά χρόνια εργάστηκε σαν φωτορεπόρτερ στην Αθήνα.

Από το 2000 κατοικεί μόνιμα στην Κύπρο όπου και εργάζεται ως φωτογράφος. Παρ’ όλη την ενασχόληση του με την εμπορική φωτογραφία, εξακολουθεί να ασχολείται και να υπηρετεί την καλλιτεχνική φωτογραφία.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ