Γράφει ο Ανδρέας Κάρουλλας
Τζι’ εξημέρωσε πάλε 20, τζι’ εσηκώστηκα που τις πεντέμιση, τζι’ άκου τις πάλε να παίζουν τζαι να κάμνουν κομμάθκια την καρκιάν μου. Τζαι τα χρόνια εγινήκαν 45. Εν πολλά βασίλισσα μου.
Τζαι κάθε χρόνο, έτσι μέρα, ξαναθωρώ σε τζι’ ας μεν σε είδα ποττέ μου, τζαι ξαναπερπατώ σε τζι ας μεν επάτησεν ποτέ το πόι μου το χώμα σου. Φαντάζομαι το να εν έτσι ώρα, 5:30 το χάραμα, που εν ησυχία, με σειρήνες ακούουνται, με πόμπες, με αεροπλάνα. Τζαι ξεκινώ περπάτημα, ισιώνω που τη Λεωφόρο Δημοκρατίας τζαι γυρίζω την ούλλη, τζαι μπαίνω μες στα δρομουθκια τζαι γίνουμαι αέρας, τζαι που την εκκλησιά του Άη Νικόλα επέρασα, τζαι που το λιμάνι σου, τζαι έκατσα τζαι λλίο πας στα σκαλιά του λυκείου Ελληνίδων, τζαι που τζιαμέ ολόισια βουρώ για την χρυσήν ακτή για να πάω στο πατρικό του τζύρη μου.
Που’ν τζιαμέ ανάφεντο, 45 χρόνια. Να κάτσω πας στη βεράντα τζαι να κλάψω τον μακαρίτη τον παππού μου τζαι να πούμε τζαι θκυό κουβέντες νέες που τα πέρσι. Γιατί φέτος εν άλλοσπως τα πράματα, εν θα έρτω μόνο με τον τζύρη μου τζαι τον Γιώρκο, τον αρφό μου. Φέτος έχω τζαι τον γιο μου, τον Άρη, εν πέντε μηνών αλλά θέλω τον να δει τζαι θέλω να ξέρει, για να σιει έννοια.
Φκαίνει ο ήλιος πάλε πάνω, τζαι ξυπνά ο κόσμος τζαι γυρίζουν τ’ αυτοκίνητα τζαι ώσπου γεμώνει φως η μέρα, σκοτεινιάζεις εσύ τζαι φεύκεις τζαι χάνεσαι. Γιατί όνειρο ήσουν που τότες που γεννήθηκα. Τζαι ποσιαιρετώ σε τζαι φιλώ σε με όρκον ότι εν να ξανάρτω πάλε του χρόνου. Ως τότε σφάλιξε κλείσε τζαι δίπλωσε τζαι με το παράπονο στα σιείλη γίνου σπάνιο κοχύλι τζαι χώστου στην άμμο. Τζι έννοιαν μεν έσιεις λαλώ σου τζι εννά ξανάρτουμε όπως τα πουλιά, τζι ενναν άνοιξη τζι εννά μουσκομυρίζεις ανθούς.
15 Ιούλη 1974 - 20 Ιούλη 1974
Δεν ξεχνώ ούτε τζείνους που τους εφέραν ούτε τζείνους που την επουλήσαν ούτε τζείνους που την κρατούν.