Urban
Η ιστορία του ACAB, του συνθήματος που λερώνει πολλούς κυπριακούς τοίχους
Η ιστορία του (επίκαιρου όσο ποτέ άλλοτε) ακρωνυμίου.
Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που έπεσε στην αντίληψή μου το εν λόγω ακρωνύμιο, ήταν στην ηλικία των 10 (πάνω κάτω) ετών σε ποδοσφαιρικό αγώνα, σε φούτερ του μπροστινού μου. Δεν ήξερα τι σήμαινε και έτσι ρώτησα τον πατέρα μου, ο οποίος δεν μού τα εξήγησε καλά τα πράγματα. Υπεξέφευγε, μάλλον, τεχνηέντως. Δεν το έβαλα κάτω και σύντομα έμαθα τι σήμαινε (από κάτι «κακές» παρέες). Σόρρυ, μπαμπά.
Έκτοτε, το ACAB γνώρισε μεγάλη διάδοση. Αποκλείεται, για παράδειγμα, να μην το έχεις προσέξει σε κάποιον τοίχο στην απογευματινή βόλτα στο συνοικιακό πάρκο ή σε κάποιο παγκάκι δίπλα στο «Α+Κ=L.F.E» στο ίδιο πάρκο ή στον απέναντι τοίχο, όταν είσαι κολλημένος στην κίνηση της Διγενή Ακρίτα (η οδός επιλέχθηκε τυχαία λόγω της έντονης κυκλοφοριακής συμφόρησης που παρουσιάζει). Μπορεί, επίσης, να έχεις προσέξει και το αριθμητικό του αντίστοιχο, το 1312, όπου οι αριθμοί αντικαθιστούν τα γράμματα.
Το ACAB είναι το ακρωνύμιο του «All Coppers [ή Cops] Are Bastards», ελληνιστί «Όλοι οι μπάτσοι είναι μπάσταρδοι». Και είναι παντού. Και είναι, ίσως, επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε, ειδικά μετά τα πρόσφατα γεγονότα της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ στην Αμερική από αστυνομικό όργανο. Και, έτσι, καθώς η οργή ενάντια στην αστυνομική βία γιγαντώνεται, το ACAB ξεφυτρώνει σε τοίχους, τσάντες, μπλούζες, πανό, πλακάτ κ.ο.κ.
Πώς, όμως, προέκυψε το ACAB;
Πρόσφατα έπεσα σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του βρετανικού Vice (από το οποίο αντλούνται οι περισσότερες πληροφορίες), το οποίο επιχειρεί μία αναδρομή στην ιστορία του πιο επίκαιρου ακρωνυμίου.
Το σύνθημα φαίνεται να κατάγεται από την Αγγλία της δεκαετίας του 1920. Και αυτό γιατί η λέξη coppers, για να περιγράψει τους αστυνομικούς, χρησιμοποιείται μόνο στην εν λόγω χώρα. Η Αγγλία τυχαίνει να είναι, επίσης, η χώρα, η οποία εφηύρε τα σύγχρονα αστυνομικά σώματα στις αρχές του 19ου αιώνα, αρχικά για να καταστείλει τις εξεγέρσεις Ιρλανδών χωρικών και αργότερα για να ελέγξει τους εργάτες που συσσωρεύονταν στις πόλεις προς αναζήτηση εργασίας.
Η φράση «Όλοι οι μπάτσοι είναι μπάσταρδοι» αποτελεί ουσιαστικά κριτική του ρόλου της αστυνομίας. Όπως εύστοχα αναφέρει η Victoria Gagliardo-Silver σε άρθρο της στην εφημερίδα Independent «το σύνθημα δεν στρέφεται εναντίον μεμονωμένων ατόμων, υπό την έννοια ότι κάθε μπάτσος είναι ένας κακός μπάτσος (…). Το ACAB σημαίνει, ουσιαστικά, ότι κάθε μπάτσος είναι μέρος ενός συστήματος που μειώνει την αξία της ζωής των μαύρων ατόμων. Οι κακοί μπάτσοι ενθαρρύνονται από τη σιωπή αυτών που θεωρούν τους εαυτούς τους ως καλούς. (…) Το θέμα, εν τέλει, δεν είναι τα “μερικά χαλασμένα μήλα που υπάρχουν”. Πρόκειται για ένα δέντρο που σαπίζει από μέσα και διαχέει το δηλητήριό του».
Όσον αφορά στο πότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η φράση, αυτό παραμένει εν πολλοίς άγνωστο. Η αντιπάθεια απέναντι στο αστυνομικό σώμα υπάρχει από τότε που αυτό υφίσταται. Ο λεξικογράφος Eric Partridge (γεννηθείς το 1894) γράφει στο βιβλίο του A dictionary of Catch Phrases (1977) ότι η φράση απαντά καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ενώ φαίνεται να χρησιμοποιείται από κακοποιά και εγκληματικά στοιχεία τουλάχιστον μια γενιά προηγουμένως.
Ο Partridge πρωτάκουσε τη φράση τη δεκαετία του 1920 σε ένα τραγούδι που αργότερα ακούγεται και στο ντοκιμαντέρ «We are the Lambeth Boys», το οποίο γυρίστηκε το καλοκαίρι του 1958 και παρουσιάζει τη ζωή μιας ομάδας παιδιών της εργατικής τάξης από το Λάμπεθ. Σε μια σκηνή, καθώς διασχίζουν το κεντρικό Λονδίνο στο πίσω μέρος ενός φορτηγού, βλέπουν έναν μπάτσο και τραγουδάνε: «I’ll sing you a song, it’s not very long: all coppers are bastards». Ο στίχος εμφανίζεται παραλλαγμένος, με τη μορφή «All coppers are nanas», και σε ένα από τα πρώτα τραγούδια του DavidBowie, το «Over the Wall We Go» (κυκλοφόρησε το 1966).
Ένα από τα διάφορα σενάρια θέλει τη φράση να γίνεται ακρωνύμιο από μια ομάδα απεργών εργατών τη δεκαετία του 1940, αλλά αυτό μπορεί να είναι και αστικός μύθος. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι απέκτησε δημοτικότητα εντός του βρετανικού σωφρονιστικού συστήματος, με τους φυλακισμένους να αναγράφουν το ACAB στους τοίχους, αλλά και στα σώματά τους. Και αναλόγως τού ποιος τους ρωτούσε, το ακρωνύμιο ερμηνευόταν ενίοτε και ως «Always Carry A Bible» («Να έχεις πάντα μια Βίβλο μαζί σου»)! Είναι, εντούτοις, ενδιαφέρον ότι ακόμη και σήμερα σε βρετανικές φυλακές υπάρχουν τέτοια γκράφιτι.
Το ACAB καθιερώθηκε τη δεκαετία του 1970. Στις 20/05/1970 στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Daily Mirror αναγραφόταν η εν λόγω φράση. Η συνοδευτική ιστορία εξηγούσε πώς οι αστυνομικοί συνέλαβαν ένα κορίτσι, το οποίο είχε κεντήσει στο μπουφάν του το ακρωνύμιο. Η κοπέλα ισχυρίστηκε ότι νόμιζε ότι το ACAB σήμαινε «All Canadians are Bums» και έτσι τη γλύτωσε με ένα πρόστιμο των 5 λιρών. Παρ’ όλα αυτά, το εξώφυλλο της Daily Mirror μετέτρεψε το ακρωνύμιο στο μότο μίας ολόκληρης γενιάς, σηματοδοτώντας μία σημαντική καμπή στην ιστορία και εξέλιξή του.
Η παγκόσμια διάδοση του ακρωνυμίου είναι πάντως σίγουρο ότι συνδέεται με την εμφάνιση της punk μουσικής στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ειδικά, το ACAB υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές στο υποείδος του punk, γνωστό ως «Oi!», που αποτελεί το «εξεγερμένο» του ξαδελφάκι με καταβολές από την εργατική τάξη. Το 1982 το Oi! συγκρότημα «The 4 Skins» από το ανατολικό Λονδίνο κυκλοφόρησε το δημοφιλές του τραγούδι «A.C.A.B.», ενώ ένα χρόνο προηγουμένως η αντιφασιστική γερμανική punk μπάντα «Slime» κυκλοφόρησε ένα ομότιτλο τραγούδι, συμβάλλοντας στην καθιέρωση του όρου στις γερμανικές νεανικές υποκουλτούρες. Τις πρώιμες αυτές αναφορές ακολούθησαν χιλιάδες άλλες, με το ακρωνύμιο να εμφανίζεται σήμερα σε τραγούδια όλων των ειδών.
Έπειτα, το ACAB παρείσφρησε και στη γηπεδική κουλτούρα μέσω του αγγλικού χουλιγκανισμού των δεκαετιών 1960 και ‘70, ο οποίος συνδεόταν στενά με τη σκηνή των skinheads, στην οποία ήταν ήδη διαδεδομένο το ακρωνύμιο.
Πάντως, η φράση γνώρισε τη μεγαλύτερή της διάδοση μέσα από την τέχνη του γκράφιτι. Σε όποια χώρα κι αν πας, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το βρεις γραμμένο σε κάποιον τοίχο. Μάλιστα, οι γκραφιτάδες, οι οποίοι συχνά παρενοχλούνται από αστυνομικά όργανα, αντεπιτίθενται γράφοντας ACAB στους τοίχους. Φυσικά στους αστυνομικούς δεν αρέσει να τους αποκαλούν με αυτόν τον τρόπο, οπότε δεν είναι λίγες οι φορές που άνθρωποι που έφεραν στην ενδυμασία τους ή αλλού το ακρωνύμιο καταγγέλθηκαν με τις υποθέσεις να φτάνουν μέχρι και τις δικαστικές αίθουσες.
Ξεκινώντας από τους δρόμους του Λονδίνου και τις περιθωριακές γειτονιές των μεγαλουπόλεων, το ακρωνύμιο απέκτησε σήμερα ευρεία χρήση και δημοτικότητα, εκφράζοντας την οργή απέναντι στο αστυνομικό σώμα.