Άποψη
Ο Πάρης είναι Κύπριος, παντρεμένος στη Μυτιλήνη και λίγο μετά τις φωτιές στη Μόρια αποφάσισε να φύγει
Αυτή είναι η δική του πλευρά της ιστορίας.
Μιλώντας μαζί του, πριν μερικές ημέρες, δύο μέρες μετά τις καταστροφικές φωτιές που αφάνισαν τον καταυλισμό της Μόριας και άφησαν στο δρόμο 12.500 χιλιάδες ανθρώπους, η πρώτη κουβέντα που μου είπε ήταν πως πήρε τη γυναίκα του και έφυγαν για την Αθήνα, την επομένη κιόλας της καταστροφής: «Η γυναίκα μου είναι έγκυος και μένουμε πολύ κοντά στη Μόρια, το βράδυ που ξέσπασαν οι φωτιές νομίζαμε πως είχε έρθει το τέλος μας, με όλα όσα βλέπαμε να γίνονται, δεν μπορούσα να το διακινδυνεύσω κι άλλο».
Είναι θυμωμένος και είναι κατανοητό. Αυτοί που πραγματικά φταίνε για την κατάσταση στη Μόρια και γενικά για την κατάσταση που επικρατεί στη Λέσβο τα τελευταία χρόνια, ζουν μακριά, στην Αθήνα ή στην Ευρώπη. Οι κάτοικοι του νησιού είναι αυτοί που καλούνται να διαχειριστούν τις μαζικές αλλαγές και να προσαρμοστούν. Το ίδιο και οι χιλιάδες πρόσφυγες που είναι υποχρεωμένοι να ζουν σε συνθήκες τριτοκοσμικές, στοιβαγμένοι σαν σακιά, σε ένα χώρο που είχε φτιαχτεί για το ¼ των ατόμων, που τελικά φιλοξενεί.
Ενδεχομένως οι φωτιές στη Μόρια να ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και για τους μεν και για του δε, ίσως και πάλι να ήταν απότοκο της αδιαφορίας της κρατικής μηχανής να προσφέρει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης στους μεν και το αίσθημα της ασφάλειας στους δε. Όταν ο άνθρωπος υποφέρει, όταν πεινά, όταν ζει υπό το καθεστώς του φόβου και της εξαθλίωσης αντιδρά, γίνεται ζώο και επιτίθεται, άκριτα, χωρίς λογική, κενός συναισθημάτων.
Ζήτησα από τον Πάρη να γράψει τη δική του πλευρά της ιστορίας. Αυτή την πλευρά, έξω από τη Μόρια, που διαδραματιζόταν παράλληλα. Στέλνοντάς μου το κείμενό του, απολογήθηκε για την ένταση της γραφής του: «Προσπάθησα να είμαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται», διευκρίνισε.
Γράφει ο Πάρης Χ.
Μένω μόνιμα στην Λέσβο, εδώ και 5 χρόνια, και ζω από πολύ κοντά την τραγική εικόνα της Μόριας και γενικά όλου του νησιού. Η αλήθεια, μου προκάλεσε έκπληξη που αυτή η καταστροφή συνέβη τώρα. Το περίμενα να συμβεί πιο νωρίς. Οι κάτοικοι εδώ περιμέναμε μια σύγκρουση τέτοιου βεληνεκούς, τον Μάρτιο του 2016, όταν μετά τη συμφωνία Τουρκίας – ΕΕ, προκάλεσε συνωστισμό στο camp της Μόριας με τις συνθήκες να γίνονται σταδιακά απάνθρωπες.
Κάποιος που δεν ζει εδώ ή στα άλλα νησιά που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, δεν μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει να πρέπει να συμβιώσουν σε ένα τόσο μικρό μέρος, τόσες χιλιάδες άτομα και μάλιστα κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Η ανασφάλεια είναι μεγάλη και δεν έχει να κάνει με τη φυλή ή την καταγωγή, έχει να κάνει με τις κακές συνθήκες διαμονής που οδηγούν τους ανθρώπους σε ακραίες συμπεριφορές και αντιδράσεις.
Το να βλέπεις από τη μία οικογένειες προσφύγων να κοιμούνται στους δρόμους, πολλές φορές πάνω σε στροφές, σε εθνικές οδούς και σε πεζοδρόμια και από την άλλη τους ντόπιους κατοίκους μέσα στα αυτοκίνητα τους -προκειμένου να προφυλάξουν τις περιουσίες τους- για εμένα εκτός από λυπηρό σημαίνει πως πιάσαμε πάτο. Βρισκόμαστε στο 2020 και οι ανθρώπινες ζωές και η αξιοπρέπεια μοιάζει να είναι το λιγότερο σημαντική από ποτέ άλλοτε.
Η Μόρια βρίθει ανθρώπινου πόνου. Αυτό είναι αδιαμφησβήτητο. Πρέπει, όμως, να τεθούν ερωτήματα και να απαντηθούν: Πόσο πόνο μπορεί να απαλύνει η Ελλάδα; Δεν αρκεί απλά να προσφέρεις λίγη στεριά και ένα αντίσκηνο για να λες ότι τους έσωσα από τη δίνη του πολέμου. Πώς ακριβώς τους σώζεις όταν τους κρατάς εγκλωβισμένους σε αυτή την παρακμή; Παράλληλα είναι δεδομένο, πλέον, πως ανάμεσα στις χιλιάδες των ανθρώπων που έρχονται στην Ελλάδα, υπάρχουν διάφορα εξτρεμιστικά και επικίνδυνα στοιχεία. Πώς τα απομονώνεις; Μπορείς να το κάνεις αυτό; Είδαμε παιδιά να κλαίνε και μάνες να τρέχουν να σωθούν, είδαμε, όμως, και γυναίκες βιασμένες, ζώα σφαγμένα και περιουσίες λεηλατημένες.
Το σπίτι μας ήταν πολύ κοντά στη Μόρια, την επομένη της καταστροφής, αποφάσισα να πάρω την οικογένειά μου και να μετακομίσουμε προσωρινά στην Αθήνα. Δεν ξέρω τι θα γίνει μετά…