«Την μέρα που πέθανες…»

Ένα συγκλονιστικό κείμενο από την Ιωάννα Στεργίου*.

«Την μέρα που πέθανες…»

Ένα συγκλονιστικό κείμενο από την Ιωάννα Στεργίου*.

Article featured image
Article featured image

Την μέρα που πέθανες φορούσα μια μπλε φόρμα και μια άσπρη μακό φανέλα. Είχε μια τρύπα στο δεξί μανίκι η φανέλα. Και η φόρμα λεκιασμένη ήταν. Φορούσα μαύρα ΣΠΟΡΤΕΞ. Έτσι ταξίδεψα για να έρθω. Έτσι κι αλλιώς τα κουρέλια που φορούσα έμοιαζαν με αυτοκρατορική φορεσιά σε σχέση με αυτό που είχα μέσα μου. Το μόνο που ευχόμουν ήταν να σε προλάβω ζωντανή.

Την μέρα που πέθανες... κοίταξα τον ήλιο όπως τότε που ήμουν μικρή, τότε που πέθανε ο πάππους και σου είπα «μα δεν θα ξαναδεί τον ήλιο;». .Δεν απάντησες. Γύρισες από την άλλη και έκλαψες. Συγγνώμη .

Την μέρα που πέθανες ένας άντρας μετρίου αναστήματος, με καστανά μάτια, μαύρα ρούχα, αραιά ως τον ώμο μαλλιά, μου εξηγούσε με τρομακτική άνεση τις λεπτομέρειες σχετικά με την κηδεία. Μην ανησυχείτε, μου είπε, εμείς θα φροντίσουμε για όλα. Τα χείλη του ήταν άσπρα και ξεφλουδισμένα. Είχε λίγες βλεφαρίδες . Ευγενικός κατά τα άλλα.

Την μέρα που πέθανες, λίγες μόνο ώρες πριν μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Μου είπες «φεύγω, δεν θα σε δω κοριτσάκι μου. Αυτό με πονάει περισσότερο από τον Καρκίνο».

Έσβηνε η φωνή σου και σου φώναζα για 2 περίπου λεπτά «Μαμά με ακους;». Ναι, μου είπες, αλλά πεθαίνω. Μετά σιωπή.

Την ημέρα που πέθανες, 2 τα ξημερώματα βγήκα έξω από το νοσοκομείο, κοίταζα τον δρόμο και τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Τα μετρούσα όπως τότε που ήμουν μικρή και καθόμουν με τις ώρες στο μπαλκόνι περιμένοντας να σταματήσει κάποιο από αυτά, να βγεις εσύ από μέσα, να κοιτάξεις ψηλά και να συναντηθούν τα μάτια μας. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν η τελευταία φορά που σήκωσες τα μάτια σου και με κοίταξες. Σου κρατούσα το χέρι, δεν ξέρω πόση ώρα μου μιλούσε η νοσοκόμα. Έφυγε, μου είπε . Θα ησυχάσει. Μα αναπνέει ακόμα, της απάντησα. Βλέπω το στήθος της που κινείται. Είναι όσο οξυγόνο έχει απομείνει, μου είπε. «Ανάσαινες» όσο ήμουν κοντά σου, είμαι σίγουρη πως είχες νιώσει ότι κοντεύει να τελειώσει η δική μου ανάσα. Όλα τα έδινες για εμάς. Ακόμα και την τελευταία σου πνοή.

Την μέρα της κηδείας τούς έδιωξα όλους μαμά. Δεν κράτησα κανένα «έθιμο»… Άκου να πιουν καφέ… Έχει πολλά ωραία καφέ η Αθήνα, τους είπα . Να πάτε. Να φύγετε. Να μη σας βλέπω στα μάτια μου, υποκριτές. Ήταν υποκριτές.

Την μέρα που πέθανες ήλθαν μπροστά μου όλες εκείνες οι στιγμές που υπέφερες τρία ολόκληρα χρόνια. Κάθε φορά που έκανες εμετό, ήθελα να βάλω τα χέρια μου μέσα στην λερωμένη λεκάνη και να πιάσω τον καρκίνο με τα χέρια μου. Να τον ξεσκίσω με το μαχαίρι. Να τον ξεφτιλίσω. Να τον κάψω με τον αναπτήρα σου. Να τον κάψω και να αφήσω τόσα σημάδια όσα ήταν και αυτά στο στρώμα σου από τα τσιγάρα όταν σε έπαιρνε ο ύπνος.

Την ημέρα που πέθανες αγόρασα μαύρα ρούχα. Θα πρέπει να θύμωσες πολύ.

Δεν ήθελες να σε πενθήσω, μου το είχες πει. Δεν ήθελες να κλάψω. Μα πως...;

Δεν έβλεπα την ώρα να βγάλω από πάνω μου αυτά τα ρούχα. Τα πέταξα μαμά. Σίγουρα θα ησύχασες.

Την μέρα που πέθανες ηπία όλη την παιδική μου ηλικία μονορούφι. Τότε, 6 χρόνων, που μου είπες πως έγινες τραγουδίστρια γι’ αυτό λείπεις τόσους μήνες… Τόσα χρόνια. Το μυστικό μας, μου είπες, θα είναι. Το κράτησα.

Έκρυψα και τα γυαλιά σου το 1994, πιστεύοντας πως δεν θα μπορούσες να φύγεις χωρίς αυτά. Τα έψαχνες απεγνωσμένα όπως πάντα με αγωνιά για να δεις τηλεόραση... και η ώρα περνούσε και ήλπιζα πως θα έχανες το αεροπλάνο.

Έφυγες όμως και τότε έτρεξα φωνάζοντας σου την ώρα που έβαζες την βαλίτσα στο ταξί: «Μαμααά, βρήκα τα γυαλιά σου, κατεβαίνω αμέσως να σου τα φέρω για να μπορείς να βλέπεις τηλεόραση». Άνοιξες τη μικρή βαλίτσα και είδα την κούκλα που μου είχες αγοράσει, όταν ήμουν στην 1η Δημοτικού και πήρα το πρώτο μου Άριστα. Την έχω πάντα μαζί μου, μου είπες, για να σε νιώθω, κοριτσάκι μου. Κοιμάμαι μαζί της.

Μην στεναχωριέσαι μαμά, σου είπα καθώς παρατήρησα πως τα ρούχα της κούκλας ήταν λερωμένα.. Μαύρα… από το κλάμα και το μακιγιάζ σου που έτρεχαν πάνω τους, πάρε όλες μου τις κούκλες σου αποκρίθηκα, είμαι μεγάλη πια. Είδα τα χείλη σου να τρέμουν. Με αγκάλιασες σφιχτά και μου είπες: Σύντομα θα είμαστε μαζί και δεν θα φύγω ποτέ ξανά από κοντά σου. Έτσι έγινε.

Την μέρα που πέθανες, έμεινα σπίτι μας. Απελπίστηκα και έκλαψα μέχρι να με εγκαταλείψουν οι δυνάμεις μου και τελικά να αποκοιμηθώ. Ξύπνησα μέσα στην νύχτα νιώθοντας τόσες τύψεις. Δεν ήμουν εγώ που υπέφερα. Εσύ ήσουν. Και μετά τόσες ενοχές… Ήμουν καλή κόρη; Έκανα όλα όσα θα σε έκαναν περήφανη; Έκανα όλα όσα ήταν δυνατόν να απαλύνουν τον πόνο σου; Ήμουν εκεί όπως σου άξιζε; Ήμουν; Ήμουν;

Την μέρα που πέθανες εσύ, εγώ

έζησα. Ήσουν η καψούρα μου 30 χρόνια.

Ήσουν ο καθρέφτης μου.

Ήσουν το 'βάσανό 'μου.

Ήσουν υπέροχη.

Έκανες όμορφα γράμματα.

Έντυνες τα βιβλία μου.

Ήσουν το 'πάπλωμά' μου.

Την μέρα που πέθανες έσκυψα πάνω από εκείνο το κρύο, απαίσιο μάρμαρο και σου είπα: Μαμά, σου υπόσχομαι πως θα προσπαθήσω να είμαι τυπική, να κάνω τα μνημόσυνα και τελοσπαντων όλα όσα πρέπει… Ακόμα κι αν διαφωνούσαμε. Εγώ η Άθεη θα 'σκέφτηκες'.

Αν δεν είχες πεθάνει λίγες ώρες πριν, σίγουρα θα πέθαινες από τα γέλια με αυτά που είπα. Σαν να σε άκουσα εκείνη την ώρα να μου λες: Άσε τις μαλακίες και φύγε από εδώ, τι δουλειά έχεις εσύ στα μνήματα;' Δίκιο είχες. Δεν ήθελα να ξαναπάω ποτέ εκεί.

Μαμά την μέρα που με γέννησες ήταν Τρίτη.

Σ’ αγαπώ όμως κάθε μέρα.


*Αναδημοσιεύουμε με την άδεια της ίδιας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ