«Ο Μπαμπινιώτης δεν αγαπά τη γλώσσα»

Η αιχμηρή κριτική ανάλυση του Άκη Γαβριηλίδη προς τον θεματοφύλακα της ελληνικής γλώσσας, Γεώργιο Μπαμπινιώτη.

Article featured image
Article featured image

Ακολουθεί το κείμενο του κου Γαβριηλίδη, όπως αυτό δημοσιεύτηκε στη σελίδα: https://nomadicuniversality.com/


του Άκη Γαβριηλίδη

Αν κάναμε μια ανάλυση λόγου στα κείμενα με τα οποία ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης ή/ και οι θαυμαστές του περιγράφουν τη δραστηριότητά του (π.χ. εδώ), θα βλέπαμε ότι σε αυτά κυριαρχεί ένα κλίμα υπερβατικότητας και κατάνυξης: δίνουν και παίρνουν λέξεις όπως αγάπη, χάρη, φώτιση, αλλά και ταπείνωση.

Θα μπορούσε βέβαια κανείς να πει: τι κακό έχει η αγάπη; Είναι πολύ σημαντικό να αγαπά κανείς αυτό με το οποίο ασχολείται· όταν κανείς αγαπά, δεν πειράζει –αντιθέτως, είναι σύνηθες- να χρησιμοποιεί καμιά φορά υπερβολικές εκφράσεις για να εκφράσει τη λατρεία του.

Το πρόβλημα όμως με τις δηλώσεις λατρείας του Μπαμπινιώτη δεν είναι η υπερβολή τους. Είναι η ανειλικρίνειά τους.

Εγώ δεν τις πιστεύω.

Όταν αγαπάς κάτι, αφήνεσαι σε αυτό, εγκαταλείπεις τις άμυνές σου· δείχνεις απροϋπόθετη εμπιστοσύνη.

Ο Μπαμπινιώτης δεν αγαπά τη γλώσσα.

Καταρχάς, σύμφωνα με τις ίδιες τις ερωτικές του εξομολογήσεις, αγαπά την ελληνική γλώσσα. Μόνο αυτή «είναι ο κόσμος του», όπως κατ’ επανάληψη λέει ο ίδιος επικαλούμενος –παραπλανητικά- τον Βιτγκενστάιν αλλά στην πραγματικότητα ακολουθώντας την εγκαταλελειμμένη πλέον από τους περισσότερους θεωρητικούς υπόθεση των Σαπίρ-Ουόρφ. Οι άλλες γλώσσες είναι σαν να μην υπάρχουν· δεν ασχολείται ποτέ με αυτές. Εκτός από μία, για την οποία αφιερώνει χρόνο και προσπάθεια να «αποδείξει» ότι πράγματι δεν υπάρχει –χωρίς να πείθει φυσικά κανέναν εκτός από τους ήδη πεισμένους.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό.

Ο Μπαμπινιώτης αγαπά τη γλώσσα μόνο καθόσον αυτή είναι ελληνική. Πότε όμως είναι ελληνική; Απάντηση: μόνο όταν ανταποκρίνεται σε κάποιες εκ των προτέρων, πολύ σαφώς καθορισμένες (από τον ίδιο) προδιαγραφές για το τι είναι «ελληνική γλώσσα» και τι όχι. Με την έκφραση «ελληνική γλώσσα» ο Μπ. δεν εννοεί το σύνολο των λεκτικών πράξεων που παράγονται από όσους μιλούν και γράφουν στα ελληνικά. Εννοεί μόνο εκείνες τις πράξεις που συμμορφώνονται στο δικό του ιδανικό. Όταν κάποιες δεν συμμορφώνονται, ακολουθεί η δημόσια παρέμβαση του δασκάλου που στιγματίζει αυτή την ελλιπούς ελληνικότητας γλωσσική εκδήλωση.

Οι περισσότερες άλλωστε δημόσιες τοποθετήσεις του αυτό το σκοπό έχουν: να στηλιτεύσουν και να διορθώσουν αυτές τις αστοχίες, τις ελλείψεις που κάνουν την «υπαρκτή» γλώσσα να υστερεί και να υπολείπεται της «ιδανικής».

Οι τοποθετήσεις λοιπόν αυτές δεν είναι εκφράσεις αγάπης και εμπιστοσύνης, αλλά εκφράσεις αστυνόμευσης. Ο δάσκαλος προσεγγίζει τη γλώσσα όχι με ανοιχτές αγκάλες, αλλά κουμπωμένος· κρατώντας τη μεζούρα. Ή μάλλον, καλύτερα, τον χάρακα. (Όργανο ταυτόχρονα μέτρησης και κολασμού άτακτων μαθητών). Η αγάπη προϋποθέτει ότι οι δύο –ή περισσότεροι- εμπλεκόμενοι είναι ισότιμοι, τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο, και αποδέχονται ο ένας τον (τους) άλλο (άλλες) όπως είναι, δεν προσπαθούν να τους συμμορφώσουν. Ο δάσκαλος όμως εξ ορισμού δεν είναι ισότιμος με τους μαθητές του. Μόνο ο αδαής δάσκαλος. Ο ειδήμων όμως όχι.

Όπως λοιπόν συχνά συμβαίνει, αυτή η υποτιθέμενη άδολη αγάπη συνυπάρχει με ένα άρρητο μίσος. Και μάλιστα θεολογικό μίσος.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ