Έστω πως η ζωή είναι μια σειρά από ταινίες. Τι της λείπει άλλωστε: Αγωνία, ανατροπές, κλιμάκωση, ήρωες, αντιήρωες, καλοί, κακοί, ψυχροί κι ανάποδοι. Καλογραμμένα, μέτρια, κακογραμμένα έως και ατυχή σενάρια. Και έστω πως με κάθε «Καλή Χρονιά», κυκλοφορεί και μια νέα ταινία στις αίθουσες. Αν κάναμε μια συλλογική απόπειρα να κατατάξουμε τις δύο τελευταίες χρονιές σε κάποιο genre, θαρρώ πως μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν επί ματαίω. Όποιον ρωτήσεις άλλη απάντηση θα πάρεις.
Για άλλους, ήταν δύο ατέρμονα ψυχολογικά θρίλερ, για μια μεγάλη μερίδα κόσμου δύο αφόρητα δράματα, για κόσμο σαν κι εμένα (που με κατατάσσω στους τυχερούς) ακροβατούσαν μεταξύ φαρσοκωμωδίας και τραγωδίας χωρίς μάλιστα να ισορροπούν και ποτέ, με ασυνάρτητες σκηνές που δεν είχαν σχέση η μια με την άλλη. Υπήρχε και υπάρχει και κόσμος που βίωνε (και βιώνει) το δικό του sci-fi έπος, που φαντασιωνόταν παντοδύναμους επαχθείς δράκους, Τζαφάρηδες (κακός από Αλαντίν) και Φρόλους (κακός από «Παναγία των Παρισίων»). Τέλος, είναι κι αυτοί που το ζούσαν στο πιο «cinema verite» του.
Δεν λέω, κάθε άνθρωπος και ζωή και κάθε ζωή μια μικρή, μοναδική και διαφορετική ταινία -άλλο αυτό. Το καταλαβαίνω. Όμως τουλάχιστον στην πλοκή της «βασικής» πανανθρώπινης ταινίας που τεκταίνετο γύρω από την ανθρωπότητα συλλογικά, στα παγκόσμια γεγονότα των οποίων ήμασταν όλοι θεατές και που μας αφορούσαν καθολικά, υπήρχε μια Α συνεννόηση. Για το τι γινόταν, για το τι είναι αυτό που μας συνέβαινε. Μια αποδεκτή πραγματικότητα που ήταν μαζικά αντιληπτή - τουλάχιστον έτσι νόμιζα - και που, η μεγάλη εικόνα, το δάσος ήταν ξέχωρο και πιο σημαντικό από το ατομικό μας δεντράκι, την ταινία που έπαιζε στις δικές μας προσωπικές «αίθουσες».