Από τον Δρ. Δημήτρη Σταθακόπουλο*
Το ότι η ελληνική λαϊκή μουσική είναι γνωστή και αγαπημένη στο εξωτερικό, είναι γνωστό εδώ και 60 χρόνια τουλάχιστον. Πυλώνες σε αυτή την εξίσωση υπήρξαν οι ομογενείς και φυσικά οι μουσικοί που ταξίδευαν και συμμετείχαν σε συναυλίες στο εξωτερικό.
Κυρίαρχο όργανο ήταν και είναι το μπουζούκι, ως διακριτό όργανο που σηματοδοτεί τον ελληνικό ήχο στους ξένους ακροατές. Όταν οι μεγάλοι λόγιοι, ποιητές και συνθέτες, έβαλαν το μπουζούκι στις μουσικές τους, συνέβη ένα διπλό εξαιρετικό φαινόμενο.
Αφενός η μεγάλη ποίηση έφτασε στον λαό και τραγουδήθηκε σε ταβέρνες και σπίτια, αφετέρου οι ξένοι επικοινώνησαν με τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο κ.ά. μαθαίνοντας το έργο τους.
Ίσως η δημοφιλία αυτή τους χάρισε τα Νόμπελ, το βραβείο Λένιν. Ίσως ο ήχος του μπουζουκιού να ήταν το «αλάτι» που νοστίμησε τα έργα και τα έκανε οικεία στους ξένους.
Έτσι, αλλοδαποί, χωρίς γνώση της ελληνικής γλώσσας, θέλησαν να μάθουν μπουζούκι, να μυηθούν στα νάματα της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, αλλά και της έντεχνης, με μπουζούκι όμως. Και έμαθαν και επικοινώνησαν με τον ελληνικό πολιτισμό, πολλοί έμαθαν τη γλώσσα, την ιστορία, ταξίδεψαν στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ενώ αρκετοί έμειναν κιόλας. Το εύρος των αλλοδαπών που παίζουν μπουζούκι και ελληνική μουσική, φτάνει από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, μέχρι την Αυστραλία και την Ιαπωνία!
Στη Λεμεσό, βρίσκονται δύο τέτοιοι φίλοι του μπουζουκιού, που ζουν και εργάζονται στον τόπο μας. Ένας Ρώσος, ο Maksim Kozorez, IT security και ο Ισραηλινός Raviv Barzilay, Softwear engineer, που μαθαίνουν μπουζούκι και επομένως ελληνική μουσική, από την καταξιωμένη μουσικό, σολίστρια και δασκάλα τους, τη Λεμεσιανή Γεωργία Κόμπου.