Μίλα μου
Η ιστορία της Ριρίκκας, της μικρής φώκιας που γύριζε τα πανηγύρια για 5 μπακίρες
Ο κύριος Αντρέας Σταύρου και η σύζυγός του, κυρία Ελένη, περιγράφουν πώς η ανάγκη τους να «αναγιώσουν» τα έξι παιδιά τους τούς οδηγούσε να καταφεύγουν σε δυσάρεστες λύσεις.
Μια ζωή πολυτάραχη και σκληρή. Δεν τίθεται θέμα κριτικής, επισημαίνει μεταξύ άλλων ο λειτουργός του Τμήματος Δασών και ερευνητής Χάρης Νικολάου, δημοσιεύοντας το εν λόγω κείμενο, στο πλαίσιο της σειράς «Ιστορίες ανθρώπων της Κύπρου». Είναι προφανές ότι η δυσχέρεια δεν άφηνε πολλές επιλογές, καταλήγει.
Διαβάστε παρακάτω την πραγματικά συγκινητική ιστορία τους:
«Έσιεις τον λόγο της τιμής μου, μετά που επιάσαμε το μωρό η μάνα εκαταλάβαινε τη βάρκα τζαι όποτε επηέναμε ψάρεμα για πάνω που έναν μήνα έρκετουν τζαι εγυρόφερνε τη βάρκα τζιαι έσπρωχνε την με τη μούτη της. Ελάλε μου τζαι ο παπάς μου “Αν εν τζαι χτηνό τζαι χάσει το παιδί του, υποφέρει”. Ας όψεται η ανάγκη να φκάλουμε 5 μπακίρες».
Ο κ. Αντρέας Σταύρου γνωρίζει τη θάλασσα όπως δε θα καταφέρουμε να τη μάθουμε ποτέ. Κατά τη δεκαετία του 50 αλλά και από παλαιότερα, με μια βάρκα και δύο κουπιά, όργωνε τη θάλασσα του ΑΚΑΜΑ. Αμέτρητα ναυτικά μίλια στα κουπιά του, για μέρες νηστικός με κάθε φουρτούνα, έπρεπε να ταΐσει τα 6 παιδιά του, κι αφού το εισόδημα δεν ήταν πάντα εξασφαλισμένο, επινόησε και μια εναλλακτική πηγή επιπλέον εισοδήματος: τη δημόσια επίδειξη-έκθεση νεογέννητων φωκιών τις οποίες θα έπαιρνε από συγκεκριμένη σπηλιά «τον Σπήλιο της Φώτζιας» στις Θαλασσινές σπηλιές Πέγειας. Αυτή η ιστορία με οδήγησε στο σπίτι του.
Με μεγάλη χαρά και πολλή καιρό προσμονής, έφτασα στο σπίτι του στην Πέγεια όπου με περίμενε με τη σύζυγό του, κ. Ελένη. Στα 89 του χρόνια σήμερα, ψαράς από τον καιρό που θυμάται, όπως μας είπε. Στο γερασμένο πρόσωπο και των δυο τους, καθρεφτίζεται μια δύσκολη αλλά πλούσια σε αναμνήσεις ζωή, που για όλους εμάς ίσως να φαντάζει σουρεαλιστική.
Μιλώντας μαζί τους ένιωσα ότι έβλεπα ταινία. Καλογραμμένη, με πολλές εικόνες, πολλά συναισθήματα, απίστευτες ανατροπές.
«Ήμουν ψαράς που τον τζιαιρό που θυμούμαι. Έκαμα έξι παιθκιά. Τέσσερις γιούδες και δύο κόρες. Έχασα τον ένα γιό τζιαι τη μια κόρη. Ο Θεός να μεν το δείξει του πλασμάτου να θάφκει το παιδί του. Ήμασταν φτωχή οικογένεια τζαι μέναμε σε ένα χαλόσπιτο. Είσιε βάρκα ο παπάς μου τζαι τα Σαββατοκυρίακα επήενα μαζί του ψάρεμα τζαι εβοήθουν τον: βάρκα με κουπιά. Άμαν εμεγάλωσα λλίο ξεκίνησα να ψαρεύκω με τον δυναμίτη, τάκκα τούκκου τάκκα τούκκου, θκυό σελίνια η οκκά το ψάρι. Ριάλια η Πέγεια εν είσιε, έβαλλα την κοφίνα με τα ψάρκα στον ώμο, ξυπόλητος τζι επήαιννα στον Κάθηκα τζαι επούλουν τα. Ψαρεύκαμε συνήθως σκάρους, που τον Άη Γιώρκη ως το Μανίκι και τις Θαλασσινές Σπηλιές, με το καλάμι τζαι τες σκαρκές. Πιο μετά επηαίναμεν και ως την Λάρα και πίσω… με το κουπί… ήμασταν παλληκάρκα όμως τότε».
«Επουλούσαμεν το ψάρι τζαι στο χωρκό τζαι όσα εν επουλιούνταν εφκάλαμεν τα στο λαχείο. Εσηκώνουμουν τον σσειμώνα, ανυπόλητος, ούτε μαγιό είχαμε ούτε τίποτε, έπιανα τη βάρκα με τα κουπιά τζαι επήενα να φκάλω μεροκάματο. Εψάρευκα πολλές φορές με δυναμίτη. Εξέραν το πολλοί αλλά εκάμναν μου τόπο γιατί είχα να αναγιώσω 6 μωρά. Με τον δυναμίτη εψάρευκα σάρπες, μυλοκόπια, μινέρκα. Μεσ’ τον μαύρο Γενάρη, με μια βάρκα με κουπιά, είτε έβρεσσιε είτε εν έβρεσσιε, βουτάς χωρίς μαγιό… εγώ τη δουλειά μου, έπρεπε να φκάλω μεροκάματο».
«Για τους δυναμίτες είχα τους αθρώπους μου, έμπιστους. Αν με επιάναν εν θα τους επρόδωνα. Έχωνά τους με σε σπηλιές που εν έξερε κανένας».
Η κυρία Ελένη πάντα δίπλα του παρεμβαίνει: «Κάθε φορά που έφευκε είχα έγνοια αφού ψάρευκε με δυναμίτες και δεν ήξερα αν θα έρτει πίσω, αν θα πάθει ζημιά: ήταν επικίνδυνοι και οι δυναμίτες και η θάλασσα. Αν δεν τον άκουα να φωνάξει στον καφενέ τζαι να πουλά το ψάρι όπως έκανε κάθε φορά που επέστρεφε, εν ησύχαζα…».
«Ήταν λεβέντης», συνεχίζει… «Μεν τον θωρείτε έτσι τώρα… Εφάκκαν μια των κουπιών τζαι επήεννε ένα μίλι τόπο...».
Ο κ. Αντρέας χαμογέλασε μάλλον με την ανάμνηση, και συνέχισε:
«Ξεκινώ μια μέρα να πάω ψάρεμα, η ώρα 5.30 το πρωί, πάω στη σπηλιά που είχα χωσμένους τους δυναμίτες παίρνω τους τζαι πριν πάω στη βάρκα θωρώ αστυνομία. “Επιάσαμέ σε”, λαλούν μου! Παναγία μου, λαλώ επιάσαν με… Αφήσαν με όμως. Να ‘ν καλά, εξέραν την ανάγκη μου τζαι εκάμναν μου τόπο. Μακάρι να ‘ν καλά. Ακόμα τζαι το ψάρι που επαίρναν επληρώναν το... Εν εδέχουνταν δώρα οι Εγγλέζοι. Σε μια άλλη περίπτωση εβάλαν κέρφιου σαν ήμουν μες την θάλασσα… Αναγκάστηκα τζαι έμεινα τέσσερις μέρες μες την βάρκα… νηστικός!».
«Μιαν άλλη φορά, πήγαμε με τη βαρκούα μαζί με τον γιο μου τον Σταύρο να ψαρέψουμε με τέσσερις ζεμπύλες δίκτυα στην περιοχή του Άη Γιώρκη. Έπιασέ μας η φορτούνα όμως τζαι εκαταφέραμε να φκάλουμε μόνο τη μια. Τες άλλες τρεις έφαέν τες η θάλασσα. Δεν μπορούσα να μείνω άλλο μέσα στη θάλασσα με το μωρό μες την βάρκα. Η φουρτούνα τούτη εκράτησε δεκατρείς ημέρες. Ήταν μεγάλη απώλεια. Πού να έβρισκα λεφτά να κάνω άλλα δίκτυα;».
« Άλλη φορά, μου έκαναν επίταξη τζαι τη βάρκα οι Άγγλοι τζαι αναγκάστηκα τζαι την έφερα σπίτι. Όταν ήρθαν και είδαν τα μωρά μου μιτσιά ένιωσαν άσσιημα αφού η βάρκα ήταν η ζήση μας. Ένα που τα μωρά μας άρχισε να κλαίει και να φωνάζει: “Όι τη βάρκα του παπά μου, όι τη βάρκα του παπά μου… Τότε ο Άγγλος έφκαλε τζαι του έδωσε 5 λίρες τζαι επέστρεψαν τζαι τη βάρκα.
Τα παιθκιά μου εν τα άφησα να βάλλουν δυναμίτες, ούτε τα πίεσα να γίνουν ψαράες… Ηθέλαν γράμματα; Γράμματα!
Παλιά τες σιελώνες ετρώαν τες άμαν επιάνουνταν πάνω στα δίκτυα. Είχαν σαρτσιερό πάνω τους, ιδιαίτερα οι πρόσφυγες μετά τον πόλεμο!».
Με την ιστορία για τις χελώνες φτάσαμε κοντά και στην ερώτησή μου… Ζήτησα να μου πει την ιστορία με τα νεογέννητα φωκάκια που πήρε από την σπηλιά.
«Ήξερα πότε γεννούν, ήταν μες τον Σεπτέβρη-Οκτώβρη, άμαν εγεννούσαν επήεννα μετά που 15-20 μέρες και το έπαιρνα. Την πρώτη φορά μπήκα μέσα που έλειπε η μάνα και το έπιασα. Το έβαλα στη βάρκα και το έβγαλα που το Τζερατίν με τράκτορ έξω τζαι το έφερα σπίτι. Εφκάλαμέ την Ριρίκκα.
Επήα στην Πάφο και ήβρα τον Τσέλεπο, ήταν μαννάβης/φθαρτέμπορας τζαι είσιε αυτοκίνητο βαν. Είσιε 18 παιθκιά, 17 γιούες τζαι μια κόρη. Είπα του να συνεργαστούμε, να γυρίζουμε τα χωρκά να τη δείχνουμε του κόσμου και να φκάλλουμε λεφτά. Εσυφωνήσαμε. Εκάμαμέ της ένα μπανιούι τζαι είχαμε την μέσα. Ετάιζα τη με το πιπερό: γάλα άγλυκο. “Εν μας εκάνεν που είχαμε τα μωρά μας, εταΐζαμε για μιαν εφτομάδα τζαι την φωκούα", συμπληρώνει η κ. Ελένη.
Εξεκινήσαμε, εγyρίζαμε τα χωρκά τζαι εσυνάαμε μπακκίρες. Επήαμε σε ούλλα τα χωρκά! Εφτάσαμε ως τα Λιβερά!
Για να κάμουμε τον κόσμο να ‘ρτει του φωνάζαμε ότι έχουμε γοργόνα, αφού εν εξέραν τι εν η φώκια και έτσι που περιέργεια έρκουνταν:
ΚΑΤΟΠΙΝ ΠΟΛΥΩΡΟΥ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΗΣ ΜΑΧΗΣ, ΕΦΤΑ ΝΑΥΤΟΠΟΥΛΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΠΕΙΡΑΜΕΝΟ ΚΑΠΕΤΑΝ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΣΥΛΛΑΒΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΡΙΡΙΚΚΑ, ΑΔΕΡΦΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ.
Φωνάζαμε επίσης:
ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ ΠΕΡΑΝ ΤΩΝ 100 ΛΙΡΩΝ ΝΑ ΜΕΤΑΒΕΙΤΕ ΣΕ ΖΩΟΛΟΓΙΚΟ ΚΗΠΟ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ, ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΜΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΙΣΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΑΦΕΡΕΤΕ ΠΟΤΕ ΝΑ ΑΝΤΙΚΡΥΣΕΤΕ ΤΑ ΦΛΟΓΕΡΑ ΜΑΤΑΚΙΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗΣ ΡΙΡΙΚΚΑΣ.
Είχαμε τσιατίρι στο κτήμα τζαι την είχαμε μέσα. Έρχονταν οι μαθητές και άλλος κόσμος και τους αφήναμε να μπουν μέσα να τη δουν. Άλλοι εδιούσαν τζαι άλλοι εν εδιούσαν.
Πιάσαμε ακόμα μια νεογέννητη φώκια και την πουλήσαμε 12 λίρες στον κήπο της Λεμεσού. Όταν την έπιασα έβαλά τη μέσ’ τη βάρκα για να την φκάλω έξω. Το μωρό εφώναζε μεσ’ τη βάρκα τζαι η μάνα εγυρόφερνε γυρώ που τη βάρκα να μας την αναποδογυρίσει. Μετά που την επουλήσαμε στον κήπο Λεμεσού, δεν ξέρω τι απέγινε. Ενώ η πρώτη που πιάσαμε, πέθανε στα Λιβερά μετά που κάποιος την πότισε αναψυκτικό.
Έσιεις το λόγο της τιμής μου, μετά που επιάσαμε το μωρό η μάνα εκαταλάβαινε τη βάρκα τζαι όποτε επηέναμε ψάρεμα για πάνω που ένα μήνα έρκετουν τζαι εγυρόφερνε τη βάρκα τζιε έσπρωχνε την με τη μούτη της. Ελάλε μου τζαι ο παπάς μου: «Αν εν τζαι χτηνό τζαι χάσει το παιδί του, υποφέρει». Ας όψεται η ανάγκη να φκάλουμε 5 μπακίρες.
Σε μια άλλη περίπτωση ο κ. Αντρέας μας περιέγραψε ότι την ίδια δεκαετία κάποιοι έριξαν δυναμίτη και σκότωσαν μια ενήλικη φώκια για να γδάρουν και να πουλήσουν το δέρμα της. Την ίδια δε περίοδο ενώ μια παρέα κυνηγούσε περδίκια κατά μήκος του παράκτιου γκρεμού, ένας κυνηγός είδε τη φώκια έξω από την σπηλιά της και την πυροβόλησε σκοτώνοντάς την.
Η φώκια σπάνιζε να κάνει ζημιά στα δίκτυα, οι χελώνες έκαναν περισσότερο…
Όταν του εξήγησα ότι οι φώκιες ξαναεπέστρεψαν και γεννούν στις θαλασσινές σπηλιές και του έδειξα και φωτογραφίες η συγκίνησή του ήταν τεράστια! Γούρλωσε τα μάτια του με τεράστια ικανοποίηση και μια ανακούφιση που ήταν ολοφάνερη.
Μια ζωή πολυτάραχη και σκληρή. Δεν τίθεται θέμα κριτικής απέναντι σε ανθρώπους που σε δεδομένα άλλων εποχών, η ανάγκη τους για επιβίωση και ανατροφή της οικογένειάς τους, τους οδηγούσε να καταφύγουν σε δυσάρεστες λύσεις. Είναι προφανές ότι η δυσχέρεια δεν άφηνε πολλές επιλογές.
Ο κ. Αντρέας και η κ. Ελένη είναι δύο υπέροχοι άνθρωποι που τα ανεβοκατεβάσματα της ζωής τους μόνο καλοσύνη άφησαν να τους διδάξουν. Ακούσαμε πολυάριθμες φορές και από τους δύο τη φράση: «το σπίτι μας δικό σας» κι ας μας είχαν μόλις γνωρίσει...
Ευχή μας να είναι πάντα γεροί και υγιείς.
ΥΓ. Η Ιστορία αυτή προέκυψε μετά από σχετική έρευνα για τον ρόλο της Μεσογειακής Φώκιας στην Οικονομία και τον Πολιτισμό στις χώρες της Μεσογείου.
Ευχαριστώ τον Γιώργο Καππετζή και Παναγιώτη Στέλικο για τη βοήθεια.