Η μελέτη μοντελοποίησης συμπέρανε - με βάση τις σχετικές προσομοιώσεις - ότι δυόμισι λεπτά μετά το πλήγμα υψώθηκε από το σημείο πρόσκρουσης ένα πανύψηλο τείχος νερού ύψους 4,5 χιλιομέτρων, το οποίο γρήγορα υποχώρησε. Όμως δέκα λεπτά μετά την πρόσκρουση και σε απόσταση έως 220 χιλιομέτρων ένα κύμα τσουνάμι ύψους 1,5 χιλιομέτρου άρχισε να σαρώνει τον ωκεανό προς όλες τις κατευθύνσεις.
Μία ώρα μετά το χτύπημα από τον αστεροειδή, εκτιμάται ότι το τσουνάμι είχε πια εξαπλωθεί έξω από τον Κόλπο του Μεξικού προς τον Βόρειο Ατλαντικό. Τέσσερις ώρες μετά, τα κύματα, κινούμενα με υποθαλάσσια ταχύτητα 20 εκατοστών το δευτερόλεπτο, είχαν φθάσει στον Ειρηνικό Ωκεανό, ενώ έπειτα από 24 ώρες, έχοντας διασχίσει το μεγαλύτερο μέρος του Ειρηνικού από τα ανατολικά και του Ατλαντικού από τα δυτικά, είχαν πλέον εισέλθει στον Ινδικό Ωκεανό και από τις δύο πλευρές του. Τελικά, μετά από 48 ώρες, τσουνάμι ύψους πολλών μέτρων είχαν πλήξει τις περισσότερες ακτογραμμές του πλανήτη, πλημμυρίζοντας και διαβρώνοντάς τις. Σημειωτέον ότι, όπως εκτιμά το νέο μοντέλο, η σχετικά κλειστή θάλασσα της σημερινής Μεσογείου απέφυγε τις ισχυρότερες συνέπειες του τσουνάμι.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η αρχική ενέργεια του τσουνάμι ήταν 30.000 φορές μεγαλύτερη από την ενέργεια του πολύνεκρου και καταστροφικού τσουνάμι (ενός από τα μεγαλύτερα στη σύγχρονη ιστορία) που προκλήθηκε τον Δεκέμβριο 2004 μετά από υποθαλάσσιο σεισμό στον Ινδικό Ωκεανό, προκαλώντας περισσότερα από 230.000 θύματα.