Μίλα μου
«Ο καλλιτέχνης πρέπει να στηρίζει και να παράγει την ομορφιά»
Η Ιωάννα Αβραάμ, η Κύπρια χορεύτρια που «κατέκτησε» την Κρατική Όπερα της Βιέννης, προαγόμενη σε κορυφαία χορεύτρια, μιλά στη CITY για την πορεία της μέχρι εκεί, για τη δύναμη της τέχνης να πολεμά την ασχήμια (του κόσμου), αλλά και για την ανάγκη η Κύπρος να επενδύσει ουσιαστικά στον πολιτισμό, στηρίζοντας τους νέους που θέλουν να ασχοληθούν επαγγελματικά με τις τέχνες.
Στην είδηση πως μια Κύπρια «κατέκτησε» την όπερα της Βιέννης, προαγόμενη σε κορυφαία χορεύτρια, θαρρώ πως όλοι ξαφνιαστήκαμε ευχάριστα. Κι ενώ τέτοια νέα είναι πάντα καλοδεχούμενα, η συνομιλία μας με την Ιωάννα Αβραάμ μάς «έσπρωξε» στο να σταθούμε στο πρώτο εκ των δύο συναισθημάτων· την έκπληξη.
Συνειδητοποιούμε πως είναι σημαντικός κοινός παρονομαστής κάθε παρόμοιας είδησης. Τέτοιες επιτυχίες, ποτέ δεν τις περιμένουμε. Τι σχέση έχει άλλωστε η Κύπρος με μπαλέτα, με όπερες ή ακόμη και με ενόργανη γυμναστική; Δεν τις περιμένουμε γιατί παραμένουν εξαιρέσεις και παραμένουν εξαιρέσεις γιατί είναι πολύ θετικά αποτελέσματα μεν, μεμονωμένων προσπαθειών νέων ανθρώπων δε, που το θέλουν πολύ. Πάνω απ’ όλα και κόντρα στη συνθήκη. Ποια είναι η συνθήκη;
Πως ως κράτος και ως κοινωνία δεν έχουμε δημιουργήσει καρποφόρο υπόβαθρο και ουσιαστικές δομές, ώστε όσοι ονειρεύονται να ασχοληθούν με τις τέχνες να μπορούν να το κάνουν εδώ -ζώντας μάλιστα ποιοτικά, χωρίς την αβεβαιότητα τού πώς θα βγάλουν τον μήνα- και ως αποτέλεσμα αυτού να συνεχίσουν να παράγουν τέχνη. Ως ένα σημείο, το επιχείρημα πως είμαστε μικρή χώρα στέκει - αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι η απάντησή μας σε όλα. Δεν είμαστε καν κοντά στο να έχουμε μια τέτοια κουλτούρα και το αρνητικό αντίκτυπο της έλλειψής της είναι κάτι παραπάνω από εμφανές στις καθημερινές μας συναναστροφές και στη ρουτίνα μας. Η Ιωάννα, ο Μάριος, ο Ηλίας, τα κατάφεραν. Πόσα παιδιά αφήνουν το όνειρό τους στη μέση;
Η Ιωάννα Αβραάμ μιλά στη CITY για την επιτυχία της, για το πώς οι τέχνες εξανθρωπίζουν κάθε κοινωνία και απαντά στο γιατί η Κύπρος δεν προάγει τον πολιτισμό - και τι αντίκτυπο έχει αυτό σε ατομικό, αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Η κουβέντα μας μάς συγκίνησε. Ελπίζουμε πως το ίδιο θα νιώσεις και εσύ ως αναγνώστης αυτής.
Εύχομαι η δική μου διάκριση να αποτελέσει το εφαλτήριο για την πολύπλευρη επένδυση του κράτους στον πολιτισμό ευρύτερα και στην τέχνη του χορού ειδικότερα. Να επενδύσουν δηλαδή, στην πνευματική και αισθητική καλλιέργεια, να επενδύσουν στην ομορφιά και στα μηνύματα που παράγουν οι τέχνες.
Θες να μας συστήσεις την Ιωάννα; Σε ποια ηλικία ανακάλυψες το πάθος σου για το μπαλέτο και ποιο είναι το… «βιογραφικό» σου;
Γεννήθηκα στη Λευκωσία. Μέχρι τα τρία μεγάλωσα με τη γιαγιά και τον παππού γιατί οι γονείς μου σπούδαζαν ακόμη. Όταν τελείωσαν τις σπουδές τους, πήγαμε στη Λεμεσό, όπου μέναμε σε έναν συνοικισμό - ο πατέρας μου είναι πρόσφυγας από την Αμμόχωστο. Στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων ξεκίνησα το μπαλέτο. Οι γονείς μου είδαν από πολύ νωρίς την αγάπη μου για τον χορό, γι’ αυτό και φρόντισαν να με στείλουν σε σχολή. Είχα την τύχη φυσικά να έχω θεία μου τη Ναδίνα Λοϊζίδου, μια εξαιρετική χορεύτρια και δασκάλα χορού. Σε αυτήν οφείλω τα πρώτα μου βήματα. Αυτή με καθοδήγησε, πίστεψε σε μένα και επένδυσε γνώσεις, χρόνο και αγάπη. Βάζοντας, με τη σωστή εκπαίδευση, στέρεα θεμέλια για τη μελλοντική μου εξέλιξη. Μέχρι και σήμερα «ακούω» τη φωνή της και τις συμβουλές της, όπως όταν ήμουν παιδί, και την ευχαριστώ για όλα.
Συνέχισα με υποτροφία τις σπουδές μου στην Ακαδημία Μπαλέτου του Μονάχου -υποτροφία που μου προσφέρθηκε κατά τη διάρκεια του παγκόσμιου διαγωνισμού Prix de Lausanne, στον οποίο συμμετείχα μαζί με πλειάδα χορευτών από όλο τον κόσμο και στον οποίο κατάφερα να περάσω στην τελική δεκάδα και να διαγωνιστώ έτσι στον τελικό. Ακολούθησαν ακροάσεις σε διάφορες ομάδες (μια επίπονη αλλά αναγκαία για πολλούς χορευτές διαδικασία, για να εξασφαλίσεις δουλειά). Το 2008 περνώντας με επιτυχία την ακρόαση στο Κρατικό Μπαλέτο Βιέννης, επέλεξα χωρίς πολλή σκέψη να ζήσω και να εργαστώ εδώ, σε μια από τις σημαντικότερες πολιτιστικές πρωτεύουσες του κόσμου. Όλα τα μεγάλα κλασικά έργα μπαλέτου όπως είναι η «Ζιζέλ», η «Λίμνη των Κύκνων», ο «Καρυοθραύστης», η «Κοιμωμένη Καλλονή», ο «Κουρσάρος», η «Ραϊμόντα», ο «Δον Κιχώτης», αλλά και νεοκλασικά και σύγχρονα έργα μεγάλων χορογράφων όπως ο Paul Lightfoot και Sol Leon, Jiri Kylian, William Forsythe, John Neumaier, Nacho Duato, Alexei Radmansky και πολλοί άλλοι είναι στο ρεπερτόριό μου.
Πού σε βρήκαν τα χαρμόσυνα νέα της προαγωγής σου; Και ποιο είναι το πρώτο συναίσθημα που ένιωσες; Δικαίωση;
Η ανακοίνωση της προαγωγής έγινε επί σκηνής από τον καλλιτεχνικό διευθυντή τού μπαλέτου, Martin Schläpfer, μπροστά στο κοινό, μετά τη λήξη της παράστασης μπαλέτου «Ονέγκιν» -όπου πρωταγωνιστούσα στον ρόλο της Τατιάνας. Όταν βλέπεις τους κόπους πολλών χρόνων να ανταμείβονται, βιώνεις όντως μια συναισθηματική εξέγερση. Όταν φθάνει η στιγμή που το όνειρό σου γίνεται πραγματικότητα, όλα τα θετικά συναισθήματα κορυφώνονται. Η χαρά είναι απέραντη και η συγκίνηση πολύ βαθιά. «Ξυπνά» η μνήμη και βλέπεις όλη σου την πορεία, από τα παιδικά σου χρόνια μέχρι εκείνη τη στιγμή τής καταξίωσης, και νιώθεις την αυτοπραγμάτωση και την ολοκλήρωση. Όλος ο μόχθος, οι τραυματισμοί, οι αγωνίες και οι ψυχολογικές παλινωδίες «εξαφανίζονται», έστω για λίγο, εκείνη τη στιγμή τής επαγγελματικής επιβράβευσης. Ναι, βιώνω τη δικαίωση και την αναγνώριση και νιώθω ότι ένα κενό μέσα μου συμπληρώθηκε.
Τι σημαίνει επί του πρακτέου να είσαι η «Κορυφαία Χορεύτρια» σε μια όπερα όπως αυτή της Βιέννης;
Ο τίτλος αυτός έρχεται μαζί με αποκλειστικά πρωταγωνιστικούς ρόλους. Αυτή η κορύφωση όμως είναι συνάμα και η αρχή μιας άλλης πορείας, εξίσου δύσκολης που δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Αντίθετα, απαιτεί συνεχή σωματική εξάσκηση, πνευματική καλλιέργεια και ψυχική εγρήγορση. Μόνο έτσι οι καλλιτέχνες μπορούν να υπηρετούν την τέχνη. Και μόνο έτσι μπορούν να προσφέρουν στο φιλότεχνο κοινό. Η καθημερινότητά μου λοιπόν θα συνεχιστεί σε πιο έντονους ρυθμούς προπόνησης και με περισσότερη ευθύνη. Εύχομαι η δική μου διάκριση να αποτελέσει το εφαλτήριο για την πολύπλευρη επένδυση του κράτους στον πολιτισμό ευρύτερα και στην τέχνη του χορού ειδικότερα. Να επενδύσουν δηλαδή στην πνευματική και αισθητική καλλιέργεια, να επενδύσουν στην ομορφιά και στα μηνύματα που παράγουν οι τέχνες.
Πώς «ανεβαίνει» κανείς ένα τέτοιο «βουνό»; Τι σε οδήγησε, ποιες πράξεις σου και ποια γεγονότα δημιούργησαν αυτήν την εύφορη συνθήκη;
Το να φτάσω στο ψηλότερο σκαλί της ιεραρχίας μιας ομάδας κλασικού μπαλέτου τέτοιας εμβέλειας, όπως είναι ένα Θέατρο Όπερας και Μπαλέτου, ήταν για μένα, από πολύ νωρίς, όνειρο και στόχος. Από παιδί ονειρευόμουν να χορέψω πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μεγάλα θέατρα του κόσμου. Εννοείται πως δεν μπορούσα να προβλέψω ούτε το μέλλον ούτε την πορεία προς την υλοποίηση αυτού του στόχου. Όμως με σκληρή δουλειά, αφοσίωση, στοχοπροσήλωση, μελέτη της ιστορίας του μπαλέτου, πειθαρχία και πάνω απ’ όλα αγάπη και σεβασμό προς αυτήν την Τέχνη, κατάφερα να βρίσκομαι εδώ που είμαι σήμερα. Χρειάζονται όμως μεγάλες αντοχές. Ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος. Η πίεση είναι διαρκής. Εδώ ίσως να ισχύει περισσότερο η ρήση του Βολτέρου, ότι «ο χειρότερος εχθρός του καλού είναι το καλύτερο». Στην πορεία ενός χορευτή υπάρχουν τα πάνω και τα κάτω. Υπάρχουν τραυματισμοί, υπάρχει πάλη με τον εαυτό σου. Ας μην ξεχνούμε ότι το μπαλέτο, σε αντίθεση με άλλες μορφές τέχνης, έχει για τον χορευτή ημερομηνία λήξης, όπως ακριβώς και για τον αθλητή. Σε αυτό το χρονικό διάστημα πρέπει να τρέχεις με τα χίλια, αν θέλεις να φτάσεις και να βρίσκεσαι στην κορυφή. Εγώ ανέβηκα στο «βουνό» περνώντας από όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας: Corp de ballet, Demi-soloist, Soloist, Principal dancer.
Η Τέχνη πέρα από την αισθητική, είναι και ένας φορέας που παράγει τις οικουμενικές αξίες: την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη, την αλληλεγγύη, τον σεβασμό προς τη διαφορετικότητα και την αγάπη προς τη μάνα φύση. Ο καλλιτέχνης πρέπει να στηρίζει και να παράγει την ομορφιά. Πρέπει να συγκινεί και ταυτόχρονα να ευαισθητοποιεί.
Ποια είναι τα πρότυπά σου; Και γιατί;
Επηρεάστηκα πολύ απ’ τον τρόπο που μεγάλωσα. Τα πρώτα μου βήματα τα έκανα στον πολιτιστικό όμιλο «Διάσταση». Εκεί «γνώρισα» μουσικά κορυφαίους Έλληνες δημιουργούς όπως ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος κ.ά. Η μουσική και το έργο τους, οι ιστορίες τους, με επηρέασαν κατά κάποιον τρόπο και χορευτικά. Φυσικά, ακόμα διαμορφώνομαι καθημερινά. Επηρεάζομαι απ’ τα βιβλία που διαβάζω, από το τι συμβαίνει γύρω μας... Προσωπικά, πιστεύω πως δεν μπορεί σήμερα ένας καλλιτέχνης να μην νοιάζεται για την καταστροφή της φύσης, τις συνέπειες των πολέμων, για τις κοινωνικές ανισότητες, τη φτώχεια, την εκμετάλλευση, την καταπίεση. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τέχνη πέρα από την αισθητική, είναι και ένας φορέας που παράγει τις οικουμενικές αξίες: την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη, την αλληλεγγύη, τον σεβασμό προς τη διαφορετικότητα και την αγάπη προς τη μάνα φύση. Ο καλλιτέχνης πρέπει να στηρίζει και να παράγει την ομορφιά. Πρέπει να συγκινεί και ταυτόχρονα να ευαισθητοποιεί. Αυτό έκαναν οι «μεγάλοι» τραγωδοί όπως ο Ευριπίδης και ο Αισχύλος, μουσικοί όπως ο Μπετόβεν και ο Τσαϊκόφσκι, ζωγράφοι όπως ο Πικάσο και ο Νταλί και χορογράφοι όπως ο Πετιπά και ο Νουρέγιεφ. Αυτά είναι τα πραγματικά πρότυπα για μένα.
Ποια ποιοτικά χαρακτηριστικά αποκτά ένας χορευτής μπαλέτου και μια μπαλαρίνα που θεωρείς πως σε έχουν βοηθήσει στο να γίνεις καλύτερος πολίτης -και ποια από αυτά θα έλεγες πως, όταν εφαρμοστούν σε μια κοινωνία, μπορούν να την εξελίξουν προς το καλύτερο;
Η αυτοπειθαρχία, η συνεχής αυτοβελτίωση, η στοχοπροσήλωση, η ευγενική άμιλλα αλλά και η αρχή της συλλογικότητας είναι σημαντικότατα στοιχεία της δουλειάς μας. Όλοι στην ομάδα θέλουμε να δίνουμε τον καλύτερό μας εαυτό, για να μεταδίδουμε στο κοινό την ομορφιά του χορού και της τέχνης ευρύτερα. «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», έγραφε ο Ντοστογιέφσκι. Αυτήν την αισθητική και πνευματική ομορφιά που παράγει ο πολιτισμός υπηρετεί και το μπαλέτο. Το να συγκινούμε και να ευαισθητοποιούμε το κοινό, το να φεύγουν οι θεατές από το θέατρο με χαμόγελο, χαρά και ικανοποίηση αυτό είναι νίκη της αισθητικής και του πνευματικού πολιτισμού. Ο πολίτης λοιπόν, μπορεί να γίνει καλύτερος και παραγωγικότερος αν παράλληλα με την υλική του ευημερία, ενδιαφέρεται και για την πνευματική, την ηθική και την αισθητική του καλλιέργεια. Αν η τέχνη παράγει την ομορφιά και το καλό, αυτό σημαίνει ότι συμβάλλει και στον εξευγενισμό και τον εξανθρωπισμό του πολίτη. Και ένας τέτοιος πολίτης δεν μπορεί να μην νοιάζεται και να μην αγωνίζεται ενάντια στην ασχήμια. Και ασχήμια είναι η καταστροφή της φύσης, οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, η φτώχεια, η αδικία και η κοινωνική ανισότητα, η πολύπλευρη χειραγώγηση του ανθρώπου από ορατές και αόρατες δυνάμεις εξουσίας, η διαπλοκή, η διαφθορά, η απληστία, η αλαζονεία, η επιδειξιολατρεία και πολλά άλλα κακά που μαστίζουν την ανθρωπότητα.
Η Βιέννη επενδύει στον πολιτιστικό τουρισμό. Στον αέρα λοιπόν που αναπνέουμε υπάρχει και το «οξυγόνο του πολιτισμού».
Τι αγαπάς στη Βιέννη;
Η πόλη επενδύει πολύ στον πολιτιστικό τουρισμό. Οι δρόμοι γύρω από την Όπερα, που είναι στο κέντρο της πόλης, είναι γεμάτοι από ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων. Τα θέατρα, τα μουσεία, οι καφετερίες και τα εστιατόρια σφύζουν από ζωή. Τα Χριστούγεννα η πόλη ντύνεται πανέμορφα. Στον αέρα λοιπόν που αναπνέουμε υπάρχει και το «οξυγόνο του πολιτισμού». Σε αυτήν την πολιτισμική ατμόσφαιρα έχω τη χαρά να ζω και να εργάζομαι. Αυτό μου αρέσει στη Βιέννη. Φυσικά όλα θα ήταν άψυχα χωρίς την καλή παρέα. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους φίλους και φίλες στη Βιέννη, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκτιμούν τη δουλειά μου, μού συμπαραστέκονται και κάνουν τη ζωή μου πιο όμορφη.
Τι αγαπάς στην Κύπρο;
Στην Κύπρο έρχομαι τα καλοκαίρια για δύο μήνες, όταν δεν έχουμε παραστάσεις. Απολαμβάνω τη θάλασσα, την οικογένειά μου και τη ζεστασιά του σπιτιού μου. Είναι ο χρόνος που βρισκόμαστε όλοι μαζί και το απολαμβάνουμε. Όσο είμαι Κύπρο, διοργανώνουμε με την αδελφή μου, Λουίζα Αβραάμ, η οποία εργάζεται και αυτή στο εξωτερικό, στη Στουτγκάρδη συγκεκριμένα, σε μια από τις κορυφαίες ομάδες σύγχρονου χορού, την Gauthier Dance/Dance Company Theaterhaus Stuttgart, σεμινάρια κλασικού και σύγχρονου χορού. Προσκαλούμε διακεκριμένους παιδαγωγούς και χορευτές με διεθνή καριέρα και προσπαθούμε να μεταφέρουμε τις δικές μας γνώσεις και εμπειρίες και να μεταδώσουμε στα νέα παιδιά ό,τι πιο νέο υπάρχει στον τομέα του κλασικού και σύγχρονου χορού. Προσπαθούμε με τη δική μας ματιά να διακρίνουμε ταλαντούχα παιδιά και να τα συμβουλεύσουμε, ιδιαίτερα σε ζητήματα τεχνικής κατάρτισης.
Στην Κύπρο δεν υπάρχει κρατική πολιτική ενθάρρυνσης και στήριξης των νέων που θέλουν να ασχοληθούν με τις τέχνες κι αυτό πρέπει να το απαιτήσει από την εξουσία και η ίδια η κοινωνία. Θα πρέπει επιτέλους να γίνει αντιληπτό ότι δεν πρέπει να αρκούμαστε μόνο στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Μπορεί η Κύπρος να στηρίξει μια εθνική ακαδημία χορού, εθνικά μπαλέτα, όπερα κοκ.;
Στην Κύπρο δεν έχουμε μεγάλη παράδοση στις κλασσικές τέχνες όπως σε άλλες χώρες, για παράδειγμα τη Ρωσία, τη Γερμανία, την Αυστρία, τη Γαλλία, την Ιταλία. Δεν έχουμε κονσερβατόρια και ακαδημίες τεχνών. Είμαστε ένα νεαρό κράτος με χίλια προβλήματα. Όμως αν επενδύαμε περισσότερα στον πολιτισμό όπως κάνουμε στον τουρισμό και στην οικονομία τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Εκείνο που λείπει είναι το πολιτιστικό όραμα και η βούληση.
Τι σε οδήγησε εκτός Κύπρου μόνιμα; Η δική μου αντίληψη είναι πως ένας καλλιτέχνης, πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων, από όποιο μετερίζι πλέον υπηρετεί, δεν μπορεί να «ανθήσει» στο νησί.
Η Κύπρος μας είναι μικρή χώρα. Δυστυχώς, ένα ταλαντούχο παιδί που έχει κλίση προς τις τέχνες γενικότερα και πιο συγκεκριμένα στον χορό, επιβάλλεται να φύγει από την Κύπρο. Ακούγεται παράξενο και ίσως σκληρό, αλλά το επάγγελμα της μπαλαρίνας και γενικά του καλλιτέχνη στην Κύπρο δεν έχει καθόλου την ίδια βαρύτητα και αξία με αυτό του δικηγόρου, του γιατρού, του λογιστή κ.λπ. Οι Κύπριοι χρειαζόμαστε πολλή δουλειά ακόμη για να καταλάβουμε ότι μπαλαρίνα, μουσικός, ζωγράφος είναι επάγγελμα. Και ενώ σε άλλες χώρες υπάρχουν οι υποδομές, τα φυτώρια ταλέντων και μια μεθοδευμένη πολιτιστική εκπαίδευση, στην Κύπρο δεν υπάρχει συγκεκριμένη κρατική πολιτική ενθάρρυνσης και στήριξης των νέων που θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά με τις τέχνες και με προοπτική μάλιστα να δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά σε αυτές. Στην Κύπρο, έχω την αίσθηση ότι ο τομέας του πολιτισμού και των τεχνών δεν αντιμετωπίζεται όπως θα έπρεπε και όπως αρμόζει στη μακραίωνη ιστορία του τόπου μας. Μπορεί να είμαι μακριά, αλλά παρακολουθώ τις κριτικές και τις αγωνίες των ανθρώπων του πολιτισμού. Δυστυχώς μάς παρέσυρε η υλιστική αντίληψη της ζωής και δεν επενδύουμε στο πνευματικό και αισθητικό υπόβαθρο των νέων μας. Μόλις φέτος δημιουργήσαμε υφυπουργείο πολιτισμού. Έστω και τώρα εύχομαι να αλλάξουμε νοοτροπία.
Θα πρέπει επιτέλους να γίνει αντιληπτό ότι δεν πρέπει να αρκούμαστε μόνο στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στη στήριξη και ενθάρρυνση εκ μέρους του οικογενειακού περιβάλλοντος του καλλιτέχνη. Ας ελπίσουμε ότι θα αλλάξουν τα δεδομένα και ότι ο τομέας των τεχνών θα πάρει τη θέση που του αρμόζει. Αυτό όμως πρέπει να το απαιτήσει από την εξουσία και η ίδια η κοινωνία.